O Λιγνάδης, η Μανωλάδα και το περί δικαίου αίσθημα

Μιχάλης Αλεξανδρίδης18 Ιουλίου 2022

Ήταν τέτοιες μέρες του 2014 όταν ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας για το Τράφικινγκ, την εμπορία ανθρώπων δηλαδή, το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο της Πάτρας αθώωσε τον επιχειρηματία που πυροβόλησε και τραυμάτισε τους εξαθλιωμένους εργάτες του στα φραουλοχώραφα της... οργής. Θυμάμαι τότε πως όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν βγάλει οργισμένες ανακοινώσεις κατά της δικαστικής απόφασης, ενώ πιο χαρακτηριστικά θυμάμαι τον Βαγγέλη Βενιζέλο, όχι με την ιδιότητά του ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ αλλά με αυτήν του κορυφαίου Συνταγματολόγου που μιλούσε για ευθεία προσβολή του περί δικαίου αισθήματος.

Κάτι ανάλογο έκανε ο Βενιζέλος (και πάλι επισημαίνω πως ο λόγος της επίκλησής μου είναι πως η νομική του κατάρτιση δεν αμφισβητείται ούτε από τους πιο σκληρούς πολιτικούς του αντιπάλους) και πριν δύο χρόνια όταν για την απόφαση της Χρυσής Αυγής τόνισε πως ήρθε να «κουμπώσει» με το περί δικαίου αίσθημα.

Και έρχομαι στα της εβδομάδας και την περιβόητη (ή διαβόητη κατά πολλούς) απόφαση για τον Λιγνάδη. Το δικαστήριο, λοιπόν, καταδίκασε για δύο βιασμούς ανηλίκων τον πάλαι ποτέ ισχυρό άντρα του κρατικού πολιτισμού, αλλά τον άφησε ελεύθερο μέχρι το Εφετείο. Και ξέσπασε πόλεμος. Κοινωνικός, αλλά κυρίως πολιτικός με τους μεν να επανέρχονται στα περί «συγκάλυψης» που έλεγαν και τον καιρό που ξέσπασαν σαν καταιγίδα οι φήμες και οι αποκαλύψεις για τη δράση του Λιγνάδη και τους δε να απαντούν πως κακώς μία ποινική υπόθεση πολιτικοποιείται και πως δεν πρέπει να κρίνουμε τη δικαιοσύνη.

Προσπαθώ, λοιπόν, και εγώ με τη σειρά μου με όση νηφαλιότητα και ψυχραιμία διαθέτω να ασχοληθώ με το θέμα. Γιατί πρώτον είμαι της άποψης πως και οι κρίνοντες κρίνονται και έτσι πρέπει και δεύτερον πως σε μεγάλο βαθμό η σκληρή πολιτική κόντρα των τελευταίων τριών ετών, αλλά και η δυσώδης επικαιρότητα (π.χ. δολοφονία Καρολάιν και υπόθεση Πισπιρίγκου) έχει μετατρέψει τη χώρα σ’ ένα ατέλειωτο δικαστήριο. Και αυτό, χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω κανέναν, μπορεί να έχει βαριές συνέπειες για το αύριο, κοντινό ή απώτερο. Γιατί εάν ξεφύγουμε έτι περαιτέρω και πιστέψουμε (και οι υπόλοιποι, γιατί δυστυχώς πολλοί το πιστεύουν χρόνια τώρα) πως η δικαιοσύνη δεν έχει καμία αξία και είναι «ξεπουλημένη», τότε μαύρο φίδι που μας έφαγε. Και εμάς και τα παιδιά μας και το πολίτευμά μας.

Για να γυρίσω τώρα στην υπόθεση του Λιγνάδη, δεν ήμουν μπροστά στη διάρκεια της διαδικασίας και πλήρη εικόνα δεν έχω. Θυμάμαι, όμως, πολύ καλά τη χαρακτηριστική κωλυσιεργία των αρχών στην ανάκτηση του λάπτοπ ή του κινητού του σκηνοθέτη τις πρώτες ημέρες της σύλληψης, κάτι που άφησε πολλούς να πιστέψουν πως υπήρχε άπλετος χρόνος για εξαφάνιση κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων.

Καλύτερα απ’ όλα όμως θυμάμαι την απόφαση της προφυλάκισής του πριν 17 μήνες, η οποία στηρίχτηκε στην απόλυτη πίστη των δικαστικών λειτουργών πως είναι ύποπτος τέλεσης νέων ανάλογων αδικημάτων. Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να μπαίνει φυλακή απλώς ως καταγγελλόμενος για ειδεχθή εγκλήματα, αλλά ως καταδικασμένος να πηγαίνει σπίτι του; Και μάλιστα ενώ ξεκάθαρα δεν έδειξε μεταμέλεια, αφού δήλωνε αθώος, ήταν προκλητικά προσβλητικός προς τα (με δικαστική απόφαση) θύματά του, ενώ την ημέρα της αποφυλάκισης βγήκε περίπου ως αθώος να μας πει πως τώρα θα μιλήσει αυτός.

Πού θέλω να καταλήξω; Πως η απόφαση για την αναστολή της ποινής του Λιγνάδη εφόσον καταδικάστηκε για δύο βιασμούς ανηλίκων προσκρούει και στην κοινή λογική και φυσικά στο περί δικαίου αίσθημα. Όμως, η συσχέτισή της λόγω της θέσης που κατείχε ο Λιγνάδης, με την πολιτική ζωή του τόπου, ειδικά σε μία περίοδο με τρομακτική τοξικότητα, μπορεί να φέρει μόνο χειρότερα...


This page might use cookies if your analytics vendor requires them.