Το ραντεβού μας δεν έγινε σε καλή μέρα για το ΚΘΒΕ. Με βυθισμένο στο πένθος τον οργανισμό από τις απώλειες δύο αγαπημένων ανθρώπων (Αθηνά Σαμαρτζίδου και Γιώργος Κοτανίδης) δεν ήταν ίσως η καταλληλότερη συνθήκη για την πρώτη μας συνέντευξη με το νέο καλλιτεχνικό διευθυντή Νίκο Κολοβό. Ωστόσο, όταν ο επαγγελματισμός επιτάσσει διεκπεραίωση ανειλημμένων υποχρεώσεων που δεν επιδέχονται αναβολής, όσο πικρό και αν ακούγεται αυτό, παίρνεις βαθιές αναπνοές και αφήνεις για λίγο στην άκρη πόνο και θλίψη.
Έτσι το είδε κι εκείνος… Συναντηθήκαμε στο επιβλητικό γραφείο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και οι συστάσεις επιβεβαίωσαν τις πρώτες πληροφορίες που μιλούσαν για έναν άνθρωπο ανοιχτό και επικοινωνιακό. Από τα πρώτα πράγματα που σχολιάζω είναι πως η θητεία του ξεκίνησε με το μεγάλο θόρυβο που προκλήθηκε από τον τρόπο απομάκρυνσης του προκατόχου του. «Δεν θέλω να πω πολλά», απαντά, αλλά επιμένω. «Ποτέ ένας θόρυβος δεν βοηθάει τα πολιτιστικά. Ιδιαίτερα όταν είναι ετερογενής και ετεροβαρής. Θέλω να σημειώσω μόνο ότι όταν έχεις εσύ τη δύναμη του δικαιώματος της υπογραφής, τότε την αναγνωρίζεις και στους ανωτέρους σου. Τότε η δική σου απόλυση, που ασφαλώς είναι πάντα οδυνηρή, είναι ένα μέρος μέσα σε όλα τα πεπραγμένα, μεταξύ των οποίων και τα δικά σου. Και ο τρόπος με τον οποίο την αντιμετωπίζεις είναι ζήτημα προσωπικής αξιοπρέπειας. Τίποτε περισσότερο», συμπληρώνει.
«Το ΚΘΒΕ είναι ένα γιγάντιο ακορντεόν»
Αλλάζει συζήτηση φέρνοντας στο επίκεντρο το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ως ηθοποιός γνώρισε όλους τους καλλιτεχνικούς διευθυντές του, το ξέρει καλά. Πώς το ζει το τελευταίο τρίμηνο μέσα από τη νέα του ιδιότητα ως επικεφαλής; «Είναι ένα γιγάντιο ακορντεόν, που πρέπει να δώσει τον κατάλληλο ήχο, ώστε να πετύχει ένα πραγματικά μελωδικό αποτέλεσμα. Αλλά έτσι όπως έχει γιγαντωθεί, και δικαίως, είναι ένας τεράστιος και μοναδικός πολιτιστικός πνεύμονας. Έχει τρεις μεγάλες σκηνές και δύο μπουτίκ, και αυτό το τεράστιο σύστημα πρέπει να προσαρμοστεί για να δουλεύει για τα επί σκηνής συμβαίνοντα», κάνει μια επιγραμματική σκιαγράφηση του οργανισμού.
Μια πρώτη κίνηση για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι η ίδρυση μιας «Επιτροπής μη παρέμβασης», όπως την ονομάζει. «Θα αποτελείται από τρεις, αρχικά, ειδικούς ανθρώπους που θα περιφρουρούν το καλλιτεχνικό έργο από την αρχή ως πρόθεση μέχρι το τέλος ως εκτέλεση. Τα μέλη της θα είναι μέσα από το θέατρο. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο πρέπει να υπάρχει, για να μην εξοκείλει το όραμα άνευ λόγου και αιτίας. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επιβάλλουμε κανονιστικές διατάξεις άνωθεν που να περικόπτουν, να περιορίζουν ή να λοβοτομούν την ιδιωτική πρωτοβουλία της έμπνευσης. Πρέπει να είμαστε στοργικοί απέναντί της, να προσέχουμε να μην τη βλάψει κάποιος άλλος παράγοντας, όπως κάποια αστοχία», εξηγεί.
Άλλη μια προτεραιότητά του είναι η ίδρυση της Μικρής Ακαδημίας Θεάτρου, που θα στεγάζεται στους χώρους του ΚΘΒΕ. «Αν αυτό γίνει μεθοδικά και με στόχευση προς το κλασικό θέατρο και το αρχαίο δράμα, τότε θα οδηγήσει στην εξεύρεση νέων ταλέντων και στην προπόνησή τους έτσι ώστε η διαρκής αυτή δραστηριότητα να οδηγεί στην τελειοποίηση. Μιλούμε για εκπαιδευτές που θα αναλάβουν να συμμετέχει σπουδάζοντας σε αυτήn την ελεύθερη προσέγγιση καλλιέργειας όλη η Θεσσαλονίκη, μέσα ασφαλώς από ένα βασικό ξεσκαρτάρισμα», συμπληρώνει.
Η αδράνεια και η ρουτίνα, τα δύο μεγαλύτερα προβλήματα
Τον απασχολούν όμως και άλλα πολλά. «Ονειρευόμαστε 4 - 5 υπερπαραγωγές με επώνυμους που θέλουν να βοηθήσουν το θέατρο, ένα εναλλασσόμενο ρεπερτόριο στις δύο μικρές σκηνές που να δίνει εναλλακτικές πολλών εμπνεύσεων, πρέπει να μιλήσουμε στη γλώσσα της νεολαίας, μα πάνω από όλα πρέπει να γεμίσουμε τις μεγάλες σκηνές των εξακοσίων θέσεων γιατί έχουμε χάσει την έννοια του sold out, διότι ήμασταν μειωμένων προσδοκιών», συνοψίζει μερικούς από τους βασικούς στόχους του.
Στηρίζεται για όλα αυτά στο ντόπιο δυναμικό, αλλά και σε καλλιτέχνες από όλη την Ελλάδα. Προς το παρόν, δύο από τα γνωστά ονόματα που θα πλαισιώσουν σίγουρα το νέο πρόγραμμα είναι ο Τάκης Χρυσικάκος, που θα σκηνοθετήσει τη «Βαβυλωνία» του Δημητρίου Βυζάντιου, και ο Γιάννης Ρήγας, που θα σκηνοθετήσει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη (επιδαύρεια καλοκαιρινή παραγωγή), ενώ στα σχέδια είναι και το ανέβασμα του έργου του Πέτερ Βάις «Μαρά - Σαντ» σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη.
Ο Νίκος Κολοβός όμως δεν είναι μόνο καλλιτέχνης. Έχει θητεύσει ως μάνατζερ στις εταιρείες «Mentor» και «Mentor Finance», αλλά και στον Τύπο ως γενικός διευθυντής της εφημερίδας «Εγνατία». «Μας χρειάζεται μια οικονομία μεταξύ τέχνης, πολιτισμού και οικονομικών δυνατοτήτων. Οι πόροι μας πρέπει να διοχετεύονται στο καλλιτεχνικό έργο με καλλιτεχνικό τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι σίγουρα δεν είναι πάντα απαραίτητη η αύξηση των πιστώσεων. Ωστόσο, όταν αυτό το κωδικοποιούμε, το φορμάρουμε, το προσφέρουμε σε σκηνές, σε αυλαίες, σε φώτα, σε εργαζόμενους ανθρώπους, δεν σημαίνει ότι όλους αυτούς μπορούμε να τους απασχολούμε απλήρωτους», τονίζει.
Είναι όμως και μαθηματικός, που δεν άσκησε το επάγγελμα. «Η γεωμετρία είναι η αρχή και το τέλος όλης της σκηνικής οικονομίας. Δεν ανακαλύψαμε εμείς τους ρυθμούς. Ρυθμός είναι η καρδιά μας, η αναπνοή μας, το βάδισμά μας. Είμαστε μέσα σε αυτήν τη μαθηματική διαδικασία, που θεωρητικά προϋπήρξε και του ανθρώπου. Άρα ακολουθούμε τη μοίρα μας. Το θέατρο είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Τι δεν έχουμε δημιουργήσει που, δυστυχώς ή ευτυχώς, ακολουθεί μόνο μαθηματικές φόρμες;», λέει για τη σχέση της επιστήμης των μαθηματικών και του θεάτρου.
Μια άλλη ιδιότητά του στο παρελθόν ήταν και αυτή του συνδικαλιστή. Πόσο αυτός ο ρόλος μπορεί να συγκρουστεί με εκείνον του διευθυντή; «Καταρχήν αγαπώ τους συναδέλφους μου. Τα περισσότερα αιτήματα των γενικών συνελεύσεων είναι κλαδικά, σχετίζονται με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και είναι για το καλό του τελικού καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Η ιδιοτέλεια του καθενός είναι ατομικό και προσωπικό στοίχημα για κάθε εργασία και ισχύει παντού. Εκείνο που έχει σημασία όμως είναι το πού συμπλέουμε», λέει.
Άλλωστε για εκείνον το ατού ενός καλού μάνατζερ είναι το ένστικτο. Με οδηγό αυτό και την παρατηρητικότητα εντοπίζει τα δύο πιο σοβαρά προβλήματα που αυτήν τη στιγμή έχει το ΚΘΒΕ. «Είναι η αδράνεια και η ρουτίνα. Ο ανθρώπινος παράγων είναι η θρησκεία μου. Μπορεί να επιτελέσει θαύματα, αρκεί να ενεργοποιηθεί σωστά», καταλήγει.