Δεύτερες και τρίτες σκέψεις, επανασχεδιασμό στρατηγικής των επενδυτών βάσει των νέων δεδομένων που προέκυψαν και πάγωμα μέχρι νεωτέρας στην αγορά ακινήτων της Θεσσαλονίκης φέρνουν οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία, όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς στην πόλη.
Μετά από ένα μακρύ διάστημα κατά το οποίο η κτηματαγορά είχε πατήσει γκάζι, ανασφάλεια, αγωνία, προβληματισμό και ανησυχία έφερε στους επενδυτές ο αντίκτυπος της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα τα σχέδια που υπήρχαν, προσωρινά τουλάχιστον, είτε να έχουν παγώσει είτε να παίρνουν μετάθεση για αργότερα, μέχρι να αποκρυσταλλωθεί το νέο σκηνικό.
Η εξέλιξη αυτή θεωρείται κατά πολλούς αναμενόμενη, αφού η ανασφάλεια αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα οποιασδήποτε επενδυτικής κίνησης, ενώ στο παζλ προστίθεται και το εκρηκτικό θέμα της γενικότερης ακρίβειας των τελευταίων μηνών και του ξέφρενου ράλι των τιμών ενέργειας που ροκανίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και περιορίζουν σημαντικά την αγοραστική τους δύναμη.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία, έφερε σύννεφα αβεβαιότητας, φρέναρε την αγορά «μουδιάζοντας» ταυτόχρονα την οικονομική δραστηριότητα και το Real Estate.
Σε αυτή τη φάση και με το τοπίο ακόμα να παραμένει θολό, η ψυχρολουσία που παρατηρείται οφείλεται στο κλίμα αστάθειας. Ως γνωστόν η αγορά και η οικονομία είναι πρωτίστως κλίμα. Οι εξωφρενικές αυξήσεις στην ενέργεια καθιστούν ήδη δυσχερή την έγκαιρη καταβολή του ενοικίου (και σε κατοικίες αλλά κα σε επαγγελματικά ακίνητα) και αν δεν υπάρξει μία σχετική ομαλοποίηση της κατάστασης τα «φέσια» θα απογειωθούν, με την αγορά να κλυδωνίζεται για μία ακόμα φορά.
Έτσι, η βασική πηγή ανησυχίας για την αγορά ακινήτων αφορά κυρίως το ενεργειακό κόστος και το ιλιγγιώδες ύψος που έχουν φτάσει οι λογαριασμοί του ρεύματος, το οποίο λειτουργεί ανασχετικά για την αγορά ακινήτων, προκαλώντας παράλληλα έναν «ακήρυχτο πόλεμο» ενοικιαστών - ιδιοκτητών ακινήτων με τους πρώτους να ζητούν μειώσεις στα μισθώματα για να αντισταθμίσουν ένα μέρος του αυξημένου κόστους.
Στη μεγάλη εικόνα όμως, αξίζει να σημειωθεί πως δεν επηρεάζονται τα σχέδια που ήδη έχουν δρομολογηθεί. Υπό αυτό πρίσμα, επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ πρόκειται να προσελκύσει στο αμέσως προσεχές διάστημα η πόλη της Θεσσαλονίκης, με τους εκπροσώπους της ξενοδοχειακής βιομηχανίας να έχουν εντάξει την πόλη στα χαρτοφυλάκιά τους, αφού κατά κοινή παραδοχή τους, η πόλη αποτελεί σημαντική αγορά-στόχο διεθνώς.
Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Θεσσαλονίκης, σε σχέση με τα Βαλκάνια και τη ΝΑ Ευρώπη, η ταχύτητα με την οποία προχωρούν σημαντικά έργα υποδομών, αλλά και τα πλούσια στοιχεία φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς σε συνδυασμό με τη γαστρονομία και τη νυχτερινή ζωή, καθιστούν την πόλη ιδανική για διακοπές και εξορμήσεις.
«H κτηματαγορά Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής έχει επηρεαστεί εξ ολοκλήρου αναφορικά με τους Ρώσους, υπήρχε ένα σεβαστό κομμάτι που σχεδίαζε επενδύσεις. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα θα έχουν συνέπειες και μακροπρόθεσμα, όχι μόνο για το διάστημα που θα διαρκέσει ο πόλεμος», σημειώνει ο πρόεδρος του παρατηρητηρίου τιμών και εκτίμησης ακινήτων, Κώστας Γεωργάκος.
«Στην αγορά υπάρχουν δύο τάσεις: Κάποιοι λόγω του φόβου έχουν παγώσει επενδυτικά σχέδια μικρής ή μεγάλης κλίμακας ενώ μία άλλη μερίδα επενδυτών βλέπει την κατάσταση σαν ευκαιρία για να πιέσει προς τα κάτω τις τιμές. Οι κατασκευαστές αν και τα κόστη ανεβαίνουν δεν έχουν επηρεαστεί στις αποφάσεις τους για αγορά ή αντιπαροχή οικοπέδων», αναφέρει. «Οι τιμές μίσθωσης και πώλησης αν και θα έπρεπε να ακολουθήσουν καθοδικές τάσεις δεν νομίζω να επηρεαστούν καθώς πρόκειται για κάτι προσωρινό», καταλήγει.
Μέχρι το Πάσχα εκτιμάται πως θα έχει ξεκαθαρίσει η εικόνα, προκειμένου να γίνουν πλήρως αντιληπτές οι επιπτώσεις που θα έχει στην Ελλάδα, αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά η πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία.
Όπως αναφέρει σε πρόσφατη ανάλυση της η Alpha Bank «η εξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών από την προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία είναι ιδιαίτερα σημαντική και ενδεχόμενη διακοπή της τροφοδοσίας θα προκαλούσε πλείστα προβλήματα. Είναι σαφές ότι σε ενδεχόμενη κλιμάκωση των εν εξελίξει στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ακόμα και εάν η τροφοδοσία φυσικού αερίου μέσω των αγωγών συνεχιστεί απρόσκοπτα, οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου (η Ρωσία μαζί με τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία είναι οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς πετρελαίου παγκοσμίως) αναμένεται να καταγράψουν, βραχυπρόθεσμα, μεγάλη άνοδο. Η εξέλιξη αυτή θα ήταν ιδιαίτερα αρνητική για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πλειονότητα των οποίων παρουσιάζει υψηλό ποσοστό εξάρτησης από τις εισαγωγές φυσικού αερίου. Επιπλέον, θα προκαλούνταν περαιτέρω αύξηση του ενεργειακού κόστους, αφενός συμπιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και αφετέρου αυξάνοντας το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα αυτών θα ήταν να ενταθούν οι πληθωριστικές πιέσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, υποχρεώνοντας, ενδεχομένως, τις εθνικές κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων».
Επιπλέον, η αύξηση των τιμών των οικοδομικών υλικών είναι ένα πρόβλημα που απασχολεί την αγορά εδώ και περίπου ένα χρόνο, με τους κατασκευαστές δημοσίων και ιδιωτικών έργων να κρούουν συνεχώς το «καμπανάκι».
Πλέον και με τις τελευταίες εξελίξεις η κατάσταση γίνεται οριακή με τις ανατιμήσεις των πρώτων υλών κατασκευής να καταγράφουν αυξήσεις περί του 40%, ένα κόστος που σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί να απορροφηθεί ούτε από τον κατασκευαστή αλλά ούτε και να μετακυλιστεί στον αγοραστή.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 20.03.2022