Για την αντιμετώπιση των ακραίων πυρκαγιών δεν αρκούν οι πυροσβέστες, χρειάζεται μια ομάδα επιστημόνων που να παρακολουθεί και να αναλύει τα χαρακτηριστικά της πυρκαγιάς, τονίζει, μιλώντας στη «ΜτΚ», ο Θοδωρής Γιάνναρος.
Ο πυρομετεωρολόγος και εντεταλμένος ερευνητής στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών διαπιστώνει διαπιστώνει ότι παρά τις πυρκαγιές του 2018 και του 2021, συζητάμε ακόμα τα ίδια ζητήματα, και σε επίπεδο στρατηγικής... μετά από την πρώτη επίθεση στη φωτιά «καταλήγουμε να κάνουμε άμυνα με τις εκκενώσεις» κάτι που όπως επισημαίνει δεν δείχνει ορθή διαχείριση.
Γίνεται να μην έχουμε πυρκαγιές το καλοκαίρι;
Τη φωτιά δεν μπορούμε να την αφανίσουμε από τον πλανήτη και υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να είναι ευεργετική, αν κάψει τον υπόροφο των δασών ώστε να μην αποκτήσει ένταση μια άλλη φωτιά. Θα πρέπει να μάθουμε να διαχειριζόμαστε της φωτιές και να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για τις ακραίες πυρομετεωρολογικές συνθήκες που πλέον θα εμφανίζονται όλο και πιο συχνά.
Έχουν αλλάξει οι πυρκαγιές σε σχέση με το παρελθόν;
Ξεκάθαρα ναι. Παρότι είχαμε και στο παρελθόν μεγάλες και καταστροφικές δασικές πυρκαγιές, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται διεθνώς μία αύξηση στη συχνότητα εκδήλωσης ακραίων πυρκαγιών.
Είναι αποτέλεσμα της κλιματικής κρίσης;
Η κλιματική κρίση ευθύνεται για τη δημιουργία εκείνων των πυρομετεωρολογικών συνθηκών που θα κάνουν μια φωτιά να αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά που θα την καταστήσουν ακραία, ανεξέλεγκτη και δυνητικά καταστροφική.
Όμως η κλιματική κρίση δεν βάζει φωτιά. Η φωτιά θα μπει συνήθως από ανθρώπινο χέρι, είτε από αμέλεια ή από πρόθεση ή από αστοχία των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Πώς αντιμετωπίζεται μια πυρκαγιά όταν γίνει ανεξέλεγκτη;
Τα εναέρια μέσα δεν σβήνουν την φωτιά, έχουν επικουρικό ρόλο. Θα ρίξουν νερό για να χαμηλώσει το θερμικό φορτίο, ώστε αυτοί που επιχειρούν στο πεδίο να μπορέσουν να περιορίσουν το μέτωπο. Αν οι συνθήκες δεν βοηθούν, και το πρώτο πυροσβεστικό πλήρωμα δεν καταφέρει να την καταστείλει στα πρώτα 15 λεπτά που είναι το παράθυρο ευκαιρίας, μία ακραία δασική πυρκαγιά είναι σχεδόν αδύνατον να σταματήσει. Θα σταματήσει μόνο όταν πλέον δεν έχει κάτι να κάψει ή όταν οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες το επιτρέψουν, αν π.χ. πέσει ο άνεμος ή έχουμε την εκδήλωση βροχής.
Αυτό ακούγεται λίγο μοιρολατρικό...
Αν η φωτιά γίνει τέρας δεν πας να επιτεθείς κατευθείαν στο τέρας. Χρειάζεσαι μία ομάδα ανάλυσης δασικών πυρκαγιών για να χτίσεις μια γραμμή άμυνας.
Θα πρέπει να αναλύσεις το πώς συμπεριφέρεται: Είναι η φωτιά καθοδηγούμενη από τον άνεμο; Είναι πυροεπαγωγική; Όλα αυτά πρέπει να αναλυθούν από μία task force για την επιτήρηση των περιβαλλοντολογικών συνθηκών σε πραγματικό χρόνο, ώστε να αναγνωρίζουμε πότε κάτι πάει να αλλάξει. Ταυτόχρονα χρειαζόμαστε και προγνώσεις για να γνωρίζουμε τι περιμένουμε τις επόμενες 6-12-24 ώρες, ώστε να μπορούμε να σχεδιάζουμε καλύτερα το πού θα «παίξουμε άμυνα» με τη φωτιά και πού έχουμε ευκαιρία να της επιτεθούμε και να την πνίξουμε.
Υπάρχει συνεργασία Πυροσβεστικής και μετεωρολόγων;
Δεν είναι δυνατόν το 2023 να πουν ότι άλλαξε ο άνεμος και δεν το γνωρίζαμε, είναι αστείο. Υπάρχουν τουλάχιστον 1-2 μετεωρολόγοι στο Πυροσβεστικό Σώμα που έχουν κάποια εμπειρία και θα μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι δεν υπάρχει καμία αξιοποίηση.
Ως πυρομετεωρολογική ομάδα Flame και ως ομάδα Μeteo δεν έχουμε καμία επίσημη συνεργασία με το Πυροσβεστικό Σώμα, δεν έχουμε κάποιον επίσημο δίαυλο επικοινωνίας.
Το 2017 αρχίσαμε την ανάπτυξη ενός μοντέλου που κάνει πρόγνωση της εκδήλωσης και εξάπλωσης μίας πυρκαγιάς για τις επόμενες 24 ώρες αλλά και του καιρού που δημιουργεί η φωτιά. Το IRIS αξιοποιήθηκε επιχειρησιακά από το Πυροσβεστικό Σώμα το 2019 και το 2020 σε περισσότερες από 40 δασικές πυρκαγιές και είχε καλά αποτελέσματα.
Μετά το 2020;
Θα ρωτήσετε το Πυροσβεστικό Σώμα και την πολιτική ηγεσία. Είναι θέμα βούλησης...
Δεν ισχυρίζομαι ότι το IRIS είναι πανάκεια, αλλά επικουρικά με όλα τα υπόλοιπα μπαίνει στη φαρέτρα για να σχεδιάσεις τη στρατηγική σου απέναντι στη φωτιά.
Έχουμε στρατηγική;
Αυτό που φαίνεται ότι κάνουμε σε πολλές περιπτώσεις είναι ότι απλά κάνουμε επίθεση στη φωτιά, το πρώτο χρονικό διάστημα, και επειδή δεν δουλεύει η επίθεση μετά καταλήγουμε να κάνουμε άμυνα με τις εκκενώσεις κλπ. Αυτό δεν δείχνει ορθή διαχείριση.
Ως πυρομετεωρολογική ομάδα, μέσα από το Meteo, από την αρχή αυτής της μακράς περιόδου εκδίδουμε προειδοποιήσεις και είχαμε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι η χώρα μπαίνει σε μία περίοδο που η επικινδυνότητα σταδιακά θα αυξανόταν για να φτάσει στα ακραία επίπεδα που έχουμε σήμερα.
Έχει περάσει το 2018, έχει περάσει το 2021, είμαστε στο 2023 κι ακόμη συζητάμε τα ίδια πράγματα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τις δασικές πυρκαγιές.
Χρειαζόμαστε ολοκληρωμένη στρατηγική διαχείρισης, από την πρόληψη, την καταστολή και την αποκατάσταση. Υπάρχει και ένα ενδιάμεσο κομμάτι που είναι η ετοιμότητα και τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης. Αν δουλέψουμε στο κομμάτι της ανάλυσης δασικών πυρκαγιών, θα μπορέσουμε να χτίσουμε καλύτερα την άμυνά μας. Ήρθε η ώρα να κάτσουμε στο ίδιο τραπέζι επιστήμονες από διαφορετικές ειδικότητες, π.χ. δασολόγοι και μετεωρολόγοι, επιχειρησιακοί και ερευνητικοί φορείς, και να δούμε τι έχει ο καθένας να προσφέρει, μαζί με τους ανθρώπους που είναι στο πεδίο.
Υπάρχει κάποιο καλό παράδειγμα στην Ευρώπη;
Η Πορτογαλία έχει εξειδικευμένη ομάδα η οποία, σε συνεργασία με τους επιχειρησιακούς φορείς της πολιτικής προστασίας και ερευνητικά ινστιτούτα κάνει αυτήν ακριβώς την διεπιστημονική δουλειά. Ο ερευνητής είναι σε ανοιχτή γραμμή με τον πυροσβέστη ή βρίσκεται ακόμα και στο πεδίο μαζί με την ομάδα του, που συλλέγει στοιχεία για να υποστηρίξει το έργο της πυρόσβεσης.
Το εκρηκτικό «πάντρεμα» φωτιάς και ατμόσφαιρας
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας ακραίας πυρκαγιάς;
Πρώτον, τα πάρα πολύ υψηλά θερμικά φορτία, μπορεί να είναι τριπλάσια ή και παραπάνω σε σύγκριση με μια «κανονική» δασική πυρκαγιά. Δεύτερον, οι πολύ πυκνές και χαοτικές κηλιδώσεις, δηλαδή η παραγωγή καυτρών και η μεταφορά τους σε μεγάλες αποστάσεις και κι έτσι έχουμε έναρξη νέων εστιών φωτιάς πολλές φορές έως και 3 χλμ από το κυρίως μέτωπο. Τρίτον τα πολύ μεγάλα μήκη φλογών: μπορεί να έχουμε φλόγες 20-30 μέτρα, όταν σε μια τυπική πυρκαγιά μπορεί να έχουν μήκος λιγότερο από 5-10 μέτρα. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό τους είναι ότι μπορούν να εμφανίσουν ακραίες ταχύτητες εξάπλωσης.
Μέσα από την καύση εκλύονται θερμότητα και υδρατμοί που αλλάζουν τη θερμοκρασία και την υγρασία του αέρα και μεταβάλλουν την ατμοσφαιρική πίεση. Όλο αυτό έχει ως αποτέλεσμα στην ευρύτερη περιοχή να τροποποιούνται οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες. Η ατμόσφαιρα «παντρεύεται» με τη φωτιά και έτσι η φωτιά δημιουργεί τον δικό της καιρό.
Σε ποιες συνθήκες έχουμε αυτό το εκρηκτικό «πάντρεμα»;
Θεωρητικά σε κάθε φωτιά, αλλά όσο πιο δυνατή είναι η φωτιά τόσο πιο ισχυρός θα είναι αυτός ο δεσμός που αναπτύσσεται. Για να είναι πολύ έντονη η καύση απαιτείται πλούσια καύσιμη ύλη και πάρα πολύ ξηρές και θερμές συνθήκες, όπως αυτές που αντιμετώπισε η χώρα μας το 2021 με όλα εκείνα τα πυρονέφη που δημιουργήθηκαν από την ίδια τη φωτιά.
Τα πυρονέφη βοηθούν στο να ανατροφοδοτείται η πυρκαγιά;
Ακριβώς. Δημιουργείται ένας κύκλος ανάδρασης ο οποίος ενισχύει τη συμπεριφορά της φωτιάς. Ο καιρός επηρεάζει το πώς θα εξαπλωθεί η φωτιά, η οποία με τη σειρά της μεταβάλλει τον καιρό και ο νέος καιρός που δημιουργεί η φωτιά επηρεάζει ξανά τη συμπεριφορά της. Όλος αυτός ο καυτός αέρας αρχίζει και ανεβαίνει με πολύ βίαιο τρόπο προς τα πάνω, δημιουργείται ένα «κενό» το οποίο τρέχει να καλύψει ο αέρας από γύρω και καθώς ο αέρας πηγαίνει εκεί που γίνεται η φωτιά δέχεται περισσότερο και ακόμα περισσότερο οξυγόνο κι αυτό ενισχύει την καύση. Φουντώνει τη φωτιά και κάνει ακόμα πιο έντονες τις ανοδικές κινήσεις, ακόμη πιο έντονη την εισροή του αέρα.
Είναι πιο επικίνδυνο να έχουμε μελτέμια ή παρατεταμένο καύσωνα;
Το μελτέμι, που είναι πολύ συνήθης άνεμος για τη χώρα μας το καλοκαίρι, συχνά συνδυάζεται με σχετικά υψηλές θερμοκρασίες και ξηρές συνθήκες. Ο θερμός, ξηρός και ανεμώδης καιρός είναι εξαιρετικά επικίνδυνος για φωτιές όπως αυτές στην Ανατολική Αττική και στα Δερβενοχώρια. Όμως δεν είναι απαραίτητο στοιχείο ο άνεμος.
Το 2021 οι ακραίες πυρκαγιές εκδηλώθηκαν υπό ασθενείς ανέμους και ακριβώς επειδή ο άνεμος ήταν ασθενής πήραν αυτή τη μορφή που πήραν. Εμείς τις χαρακτηρίζουμε πυροεπαγωγικές ή αυτοκαθοδηγουμενες πυρκαγιές. Όταν ο άνεμος πνέει ασθενής, υπάρχει πλούσια και ξηρή καύσιμη ύλη, και εκδηλωθεί φωτιά, αυτή έχει πάρα πολύ μεγάλη ένταση, επειδή όλο αυτό το σύννεφο του καπνού αρχίζει να ανεβαίνει κατακόρυφα και να δημιουργεί τα φαινόμενα που περιγράψαμε.
Η πυρκαγιά στη Ρόδο μπορεί να χαρακτηριστεί ακραία;
Το Σάββατο (22/7), στο κομμάτι της αναζωπύρωσης, συνέβη αυτό που εμείς ονομάζουμε έκρηξη της δασικής πυρκαγιάς, «blow up fire». Λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν, τον πάρα πολύ θερμό και ξηρό καιρό και ταυτόχρονα τον παράγοντα του ανέμου, η πυρκαγιά κατάφερε να αποκτήσει εκείνη την ένταση που χρειαζόταν ώστε να παρατηρηθεί αυτή η έκρηξη στην συμπεριφορά της. Για αυτό το λόγο παρατηρήσαμε και το σχηματισμό ενός πυροστρόβιλου.
Έτσι θα είναι από εδώ και πέρα τα καλοκαίρια μας;
Αυτό που πρέπει να αποδεχτούμε, όχι μοιρολατρικά, αλλά λαμβάνοντας άμεσα μέτρα από χθες, όχι αύριο, είναι ότι χρειάζεται άμεση δράση για την αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας. Η επιστημονική κοινότητα και για τους καύσωνες είχε προειδοποιήσει εδώ και δεκαετίες αλλά και για τις δασικές πυρκαγιές.
Πλέον η συντριπτική πλειοψηφία συμφωνεί ότι αυτά που βλέπουμε είναι το παρόν μας και το μέλλον μας.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 30.07.2023