Όπως στην καθημερινή ζωή γίνεται διάκριση μεταξύ νομίμου και ηθικού, έτσι και στην εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία, γίνεται διάκριση μεταξύ δικαίου και συμφέροντος.
Τα κράτη δεν ασχολούνται με το δίκαιο. Παρά όταν τα συμφέρει. Τα κράτη, ασχολούνται με το συμφέρον τους. Το δίκαιο είναι για μας, τους απλούς ανθρώπους που σκεφτόμαστε την σωτηρία των ψυχών μας.
Στο εσωτερικό των κοινωνιών το δίκαιο και το ηθικό πρέπει να έχει καταλυτική παρουσία για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Στις εξωτερικές σχέσεις των κρατών, πάντοτε προείχε το συμφέρον.
Αυτά και πολλά άλλα τα διδάσκει άριστα ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Το θέμα που απασχολεί το άρθρο είναι το σκοπιανό- μακεδονικό, όπως θέλετε πάρτε το αλλά θα κάνω, προηγουμένως, μια αναφορά στον Θουκυδίδη, από το βιβλίο του W. Robert Connor που κυκλοφόρησε, προσφάτως, στα ελληνικά, σε επιστημονική επιμέλεια Γιάννη Τζιφόπουλου.
Τω καιρώ εκείνω, λοιπόν, οι Μυτιληναίοι επαναστάτησαν κατά της Αθήνας και ο Αθηναίος Αρχηγός Πάχης, καταστέλλει την επανάσταση.
Οι Αθηναίοι, οι οποίοι δεν έδειξαν την βαρβαρότητα της ισχύος τους μόνο στους Μήλιους, (αυτό είναι δικό μου σχόλιο) αποφασίζουν ότι όλοι οι ενήλικοι Μυτιληναίοι πρέπει να εκτελεστούν και όλες οι γυναίκες και τα παιδιά να πουληθούν σαν δούλοι.
Αποστέλλεται μια τριήρης για να κοινοποιήσει την απόφαση στον Πάχη.
Παρόλο που η τριήρης βρίσκεται ήδη εν πλω, οι Αθηναίοι αποφασίζουν ότι πρέπει να επανεξετάσουν την απόφασή τους, επειδή αρχικά είχαν πάρει την απόφασή τους κάτω από συναισθηματική φόρτιση. Τώρα, όμως, αναθεωρούν και ισχυρίζονται ότι η «απόφασή τους ήταν απολίτιστη και υπερβολική». Όχι, φυσικά για πρώτη φορά. Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός είναι ένα φαινόμενο που διατρέχει την ιστορία. Και σήμερα έχει τις σύγχρονες, αποικιοκρατικές διαστάσεις του. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. (Και αυτό είναι δικό μου σχόλιο)
Το επεισόδιο περιγράφεται από τον Θουκυδίδη στην ιστορία του και ο μεγάλος ιστορικός εστιάζει στην αντιπαράθεση Κλέωνα και Διόδοτου που διαμόρφωσαν με την ρητορική τέχνη τους τις δύο απόψεις των Αθηναίων.
Ο Κλέων εστιάζει στα λάθη που έχουν διαπράξει συλλήβδην όλοι οι Μυτιληναίοι εναντίον των Αθηναίων και λαμβάνοντας υπόψη τις ηθικές αξίες των Ελλήνων έχει ένα ισχυρό επιχείρημα: Επαναστάτησαν χωρίς συγκεκριμένη αφορμή, αθέτησαν τους όρκους πίστης στους Αθηναίους και ζήτησαν βοήθεια από τον χειρότερο εχθρό της Αθήνας. (Τους Σπαρτιάτες). Οι ίδιοι οι Αθηναίοι αναγνωρίζουν ότι η τιμωρία εναντίον ολόκληρου του πληθυσμού θα ήταν ένα πολύ αυστηρό μέτρο αλλά όχι αδικαιολόγητο.
Ο Κλέων ισχυρίζεται ότι θα ήταν σωστό και συμφέρον η τιμωρία των Μυτιληναίων να λειτουργήσει παραδειγματικά:
«Για να τα συνοψίσω όλα, σας λέω, με μία λέξη ότι αν ακολουθήσετε τη συμβουλή μου θα πάρετε απόφαση δίκαιη για την τιμωρία των Μυτιληναίων και σωστή για τα συμφέροντά σας. Διαφορετικά και την δική τους ευγνωμοσύνη δεν θα κερδίσετε και την δική σας Πολιτεία θα καταδικάσετε (με την απώλεια της ηγεμονίας σας)».
Απέναντι σε αυτόν τον εξαιρετικά αποτελεσματικό λόγο ο Διόδοτος επινοεί μία αξιοσημείωτη στρατηγική. Αφού επιβεβαιώνει την καταλληλότητα της αναθεώρησης, στρέφει τη συζήτηση σε άλλη κατεύθυνση.
«Εγώ όμως δεν ανέβηκα στο βήμα για να αναιρέσω τα όσα άλλοι είπαν εναντίον των Μυτιληναίων, ούτε για να τους κατηγορήσω. Και τούτο επειδή αν είμαστε σώφρονες, δεν πρέπει να ασχολούμεθα με το αν μας αδίκησαν ή όχι αλλά να πάρουμε τη συμφερότερη για μας απόφαση. Και αν ακόμα σας αποδείξω ότι μας έκαναν αδικία μεγάλη, δεν θα σας συμβούλευα για αυτό να τους σκοτώσουμε Παρά μόνο αν τούτο είναι το συμφέρον μας. Αλλά κι αν είχαν κάποια δικαιολογία, πάλι δεν θα σας συμβούλευα να τους συγχωρήσετε αν δεν ήταν το συμφέρον μας».
Η στρατηγική του δεν είναι να αρνηθεί τη δίκαιη απόφαση να τιμωρήσουν τους Μυτιληναίους αλλά να απορρίψει τη σχετικότητα της προσέγγισης του Κλέωνα με το ζήτημα και να μετατοπίσει τη συζήτηση από ένα επιχείρημα κυρίως για το σωστό ή λάθος(το δίκαιον) σε ένα για το συμφέρον(το ξυμφέρον). Η άποψη του αποβλέπει και στην πρακτική χρησιμότητα αλλά συγχρόνως βασίζεται στους κανόνες της αρχαίας ρητορικής. Σε πρακτικό, λοιπόν, επίπεδο ο Διόδοτος τονίζει τα πλεονεκτήματα μιας μετριοπαθούς πολιτικής που έρχεται σε αντίθεση με την αυστηρότητα τουΚλέωνα. Υπογραμμίζει ότι η καταδίκη των απλών ανθρώπων της Μυτιλήνης θα ενθάρρυνε άλλες πόλεις που θα αποφάσιζαν να επαναστατήσουν, να ασκήσουν μεγαλύτερη και σκληρότερη αντίσταση. Ισχυρίζεται ότι όπως έχουν τώρα τα πράγματα:
«Ο απλός λαός είναι με το μέρος μας ή δεν συμμετέχει στις επαναστάσεις των ολιγαρχικών η αν αναγκαστεί είναι από την αρχή εχθρικός προς τους υποκινητές. Έτσι όταν ξεκινήσετε εναντίον της επαναστατημένης πολιτείας θα έχετε κιόλας σύμμαχο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της.
Σκέψεις ως προς το σωστό και το λάθος πρέπει να υποχωρήσουν μπροστά σε σκέψεις για το τι είναι συμφέρον να γίνει:
«Και ζητώ από σας να μην παρασυρθείτε από την ελκυστική επιχειρηματολογία του περιφρονώντας την απλότητα της δικής μου. Σας κατέχει αυτή τη στιγμή ο θυμός εναντίον των Μυτιληναίων και ίσως σας παρασύρει η αγόρευση του Κλέωνος που σας προτρέπει να πάρετε το δίκιο σας αλλά εμείς δεν είμαστε δικαστές (δικαζόμεθα) για να εξετάσωμε την άποψη του δικαίου(των δικαίων). Συσκεπτόμαστε (βουλόμεθα) για να πάρουμε για τους Μυτιληναίους μίαν απόφαση που εξυπηρετεί το συμφέρον μας».
Στον Φαιδρό του Πλάτωνα αναφέρεται ότι ο ρήτορας Λυσίας παρότρυνε κάθε πλευρά να χρησιμοποιεί ψέματα σε κάποιες περιστάσεις έτσι ώστε να δημιουργείται μία υπόθεση πιο πειστική από ότι αν παρουσίαζαν την αλήθεια. Ο Διόδοτος ίσως είχε πάρει αυτό το μάθημα.
Για την ιστορία, ανατρέποντας την προηγούμενη άσχημη κατάσταση ο Διόδοτος πέτυχε τον στόχο: Μία δεύτερη τριήρης αποστέλλεται με σκοπό να ανασταλεί η ποινή που είχε αποφασιστεί αρχικά να επιβληθεί και όπως είδαμε στην εισαγωγή ο αναγνώστης μοιράζεται την αγωνία που επικρατεί να φτάσει αυτή εγκαίρως:
«Κωπηλατώντας έτρωγαν ζυμάρι από αλεύρι και κρασί ή λάδι. Έκαναν βάρδιες ώστε μερικοί να κοιμούνται και άλλοι να κωπηλατούν. Ευτυχώς δεν φύσηξε άνεμος ενάντιος. Έτσι ενώ το πρώτο καράβι ταξίδευε αργά έχοντας να μεταφέρει μία παραγγελία που μπορούσε να προκαλέσει αντίποινα, το δεύτερο εβίαζε την πορεία του. Για αυτό και το πρώτο έφτασε με με τόση μόνο διαφορά όση ώρα χρειάστηκε ο Πάχης να διαβάσει το ψήφισμα και να ετοιμαστεί να εκτελέσει τη διαταγή. Το δεύτερο καράβι προλαβαίνει να φτάσει (επικατάγεται) και να εμποδίσει την καταστροφή. Από τόσο μόνο γλίτωσε η Μυτιλήνη τη συμφορά».
Τα θυμήθηκα και τα έγραψα όλα αυτά για μια, σύγχρονη προσέγγιση του σκοπιανού- μακεδονικού αφού τα αποτελέσματα της Συμφωνίας που υπογράφηκε αρχίζουν να γίνονται αντιληπτά.
Το Πρωτοδικείο Φλώρινας ενέκρινε το καταστατικό ΜΚΟ για τη διδασκαλία της Μακεδονικής- όπως αναγνωρίσθηκε από τη Συμφωνία των Πρεσπών- γλώσσας.
Τέτοιες- και άλλες εξελίξεις- είναι αναμενόμενες. Το ζήτημα είναι αν πως αντιμετωπίζονται, σύμφωνα με το κρατικό συμφέρον.
Ποιο είναι εν προκειμένω το κρατικό συμφέρον; Και πως και από ποιον προσδιορίζεται;
Τα κράτη, υπάρχουν, εξ ορισμού για να παρέχουν ασφάλεια στους πολίτες τους. Αυτό είναι το πρώτο μέλημά τους. Το ελληνικό κράτος με την συμφωνία που υπέγραψε, παρέχει αυτήν την ασφάλεια; Σημειωτέον, ότι η ευημερία έπεται της ασφάλειας. Αν δεν έχεις ασφάλεια, δεν μπορείς να ευημερήσεις. Η ευημερία των υπόδουλων Ελλήνων επι οθωμανικής κατοχής ήταν επισφαλής.
Η συμφωνία συνήφθη κάτω υπό τρείς προϋποθέσεις:
Aπό τη μια πίεζε και μπορεί να απειλούσε ο διεθνής παράγων διότι ήθελε να εντάξει τη γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ και ει δυνατόν στην Ε.Ε.
Από την άλλη, οι κυβερνώντες, τότε, στην Αθήνα πίστευαν ότι έπρεπε να βγάλουν την Ελλάδα από το κάδρο μιας διπλωματικής φθοράς.
Υπάρχει και κάτι άλλο. Το mentalité της Αριστεράς που τότε κυβερνούσε. Ό,τι και να λένε, είναι σύμφυτη στην ιδεολογία της Αριστεράς η αυτονόμηση ομάδων που νοιώθουν διαφορετικοί ή η αναγνώρισή τους ως μειονότητας. Η Αριστερά δεν λειτουργεί στη βάση των εθνοτήτων. Αλλά των τάξεων και της πάλης τους. Έτσι, δεν την ενδιαφέρει αν αναγνωρισθεί μια χώρα με το όνομα Μακεδονία, ή αν υπάρξει στη χώρα που δρα μειονότητα με το όνομα Μακεδονική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση της εξέλιξης του Μακεδονικού επί Εμφυλίου. Ο υπουργός εξωτερικών που υπέγραψε τη Συμφωνία είχε επίγνωση των παραπάνω. Από δηλώσεις, του, όμως, εκείνο που βάρυνε είναι να «λύσει» ένα ζήτημα ώστε να εστιάσει στην αντιμετώπιση της Τουρκίας.
Εδώ ταιριάζει η αναφορά στον Φαίδρο του Πλάτωνα και στον ρήτορα Λυσία που παρότρυνε κάθε πλευρά να χρησιμοποιεί ψέματα σε κάποιες περιστάσεις έτσι ώστε να δημιουργείται μία υπόθεση πιο πειστική από ότι αν παρουσίαζαν την αλήθεια.
Αυτήν την μέθοδο την αξιοποίησαν στο έπακρον τα κυβερνητικά στελέχη του Συριζα και την προώθησαν με την αναπαραγωγή της με τρόπο που αποκαλείται, σήμερα, bulling, οι οπαδοί του. (Αν επιδιώκετο λύση σαν και αυτήν του Συριζα, το σκοπιανό θα είχε λυθεί πριν της δημιουργίας του).
Το αποτέλεσμα ήταν η συμφωνία να περάσει, να γίνουν ορισμένες διαδηλώσεις αλλά το τίμημα για τον Συριζα να μην είναι ακριβό. Σήμερα, διεκδικεί την επάνοδό του στην εξουσία επι ίσοις όροις με το κυβερνών κόμμα.
Η στάση του συγκυβερνώντος, τότε, κόμματος το οποίο βάσιζε την ύπαρξή του στην αντίθεση υποχωρήσεων σαν και αυτές που έγιναν, δείχνει πως τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, δεν έχουν ιδεολογικό έρμα. Αλλά ούτε και ο λαϊκός παράγων ανησυχεί σοβαρά. Για να έχει ήσυχη τη συνείδησή του συμμετέχει σε μιαν διαδήλωση και μετά, επιστροφή στην καθημερινότητα.
Το ίδιο και η στάση του κυβερνώντος, σήμερα, κόμματος το οποίο, τότε, ήταν αντιπολίτευση. Ευχόταν να υπογραφεί η συμφωνία αλλά με την δική του δημόσια αντίθεση για να εισπράξει το πολιτικό όφελος. Ο πολιτικός αμοραλισμός στο απόγειό του.
Ποια είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά της Συμφωνίας;
Το μόνο θετικό για την Ελλάδα είναι ότι βγήκε από το κάδρο των πιέσεων και από την σπατάλη που στο Υπουργείο Εξωτερικών χαρακτηρίζουν ως διπλωματικό κεφάλαιο.
Τα αρνητικά:
Κανείς δεν πιστεύει πως με την αναγνώριση του καταστατικού της ΜΚΟ για την διδασκαλία της Μακεδονικής, όπως αποδέχθηκε η Αθήνα, γλώσσας, εκείνο που επιδιώκεται- ΜΟΝΟ- είναι η διάσωση ενός πολιτιστικού στοιχείου που ομιλείται από κάποιους ανθρώπους στην Δυτική και Κεντρική Μακεδονία. Αν επρόκειτο περί αυτού έπρεπε να βοηθηθεί η προσπάθεια.
Οι ηγεσίες και οι λαοί που συνορεύουν με την Ελλάδα είναι σταθεροί στα στερεότυπα που έχουν σχηματίσει από το μέσα του 19ου αιώνα. Για την Βόρειο Μακεδονία, μάλιστα, η εμμονή σε μια επίπλαστη ιστορική αναφορά και η διεκδίκηση εδαφών που στο όνομα αυτής της αναφοράς θεωρούνται δικά τους, στην φαντασίωσή τους, είναι όρος υπαρξιακός.
Ας μην τρέφουν στην Αθήνα φρούδες ελπίδες. Μετά την γλώσσα, θα τεθεί θέμα μειονότητας και στο βάθος, ένωσής της με την μητέρα πατρίδα.
Ούτε ο κ. Μητσοτάκης, ούτε ο κ Κοτζιάς, ούτε ο κ. Τσίπρας θα βρίσκονται κάπου για να σκεφθούν τι έκαναν και τι αποφάσισαν. Θα είναι πολύ αργά. Το θέμα θα κληθούν να χειρισθούν άλλοι, σε άλλο περιβάλλον και με άλλες πολιτικές αναφορές.
Ποιες μπορεί να είναι αυτές;
Εδώ και καιρό γράφω για κάτι που στην διεθνή ειδησεογραφία θεωρείται κοινοτοπία. Γράφω για την συγκέντρωση του παγκόσμιου πληθυσμού σε ορισμένες πόλεις, τις Megacities. Για ορισμένους οι πόλεις αυτές είναι προσδιορισμένες. Η Αθήνα δεν περιλαμβάνεται σε αυτές. Ή, τουλάχιστον, δεν περιλαμβανόταν. Στην περιοχή μας μόνο η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στον σχετικό χάρτη. Οι πόλεις αυτές πρέπει να διακρίνονται από ορισμένα χαρακτηριστικά και ο πληθυσμός και οι υποδομές τους είναι από αυτά. Το Σύστημα, λοιπόν, της Ελλάδας, αποφάσισε να τα αποκτήσει η Αθήνα. Έτσι, οτιδήποτε γίνεται από πλευράς υποδομών και επενδύσεων γίνεται στην Αθήνα και τραβά και το σύνολο του πληθυσμού, διότι οι άνθρωποι συγκεντρώνονται εκεί που θα βρουν εργασία για να ζήσουν.
Το αποτέλεσμα δεν είναι, μόνο, ότι ερημώνει η περιφερειακή Ελλάδα. Αλλά ότι καθώς από αυτήν την ερήμωση δεν υπάρχει κοινωνία των πολιτών εκτός Αθηνών για να διεκδικήσει την ύπαρξή της, η Αθήνα την αντιμετωπίζει με όρους αποικιοκρατικούς.
Αυτή η δυναμική δεν έχει κανέναν αντίλογο. Διότι όλα τα Μέσα Ενημέρωσης που θα μπορούσαν να το κάνουν έχουν την έδρα τους στην Αθήνα και δεν υπάρχει ούτε ένα περιφερειακό ΜΜΕ με εμβέλεια που θα μπορούσε να θέσει το θέμα σε δημόσιο προβληματισμό.
Οποιοσδήποτε το επιχειρεί, πολύ πριν πέσει επάνω του το ελληνικό βαθύ κράτος για να τον εξαφανίσει, ακόμη και βιολογικά αν χρειαστεί, τον αναλαμβάνουν τα δημοσιογραφικά, επικοινωνιακά και, «πνευματικά», ας τα πούμε έτσι, κοράκια του Συστήματος.
Αυτή η δυναμική παράγει ιδεολογία. Και η ιδεολογία είναι ο σύγχρονος αθηναϊσμός. Είναι η ιδεολογία μιας σύγχρονης πόλεως-κράτους, που στην ελληνική περίπτωση ήταν συνηθισμένη. Δεν καλλιεργήθηκε από τους Βαυαρούς, όπως λέει γνωστός καθηγητής. Διατρέχει το νοτιοελλαδικό mentalité από αρχαίας εποχής.
Αυτή η ιδεολογία δεν έχει πρόβλημα αν εξασθενήσει η σχέση της με την επικράτεια σε περίπτωση που πιεσθεί. Η αντίδρασή της και η διαχείριση της είδησης για την διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας αλλά κυρίως η απουσία οποιουδήποτε προβληματισμού για τη δυναμική των εξελίξεων προδίδει τις διαθέσεις της.
Και ενώ παρακολουθούμε στον ελλαδικό χώρο μια ιστορία με προβλέψιμη εξέλιξη και προβλέψιμη, δυστυχώς, κατάληξη, στην γειτονική χώρα από προσωπική εμπειρία μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως υπάρχουν θύλακες ελληνισμού, που δεν τολμούν, ακόμη και σήμερα, να εκδηλωθούν. Όπως και στην Τουρκία. Δεν μιλώ για τους αριθμούς της φαντασίας της Τσουδερού αλλά γνωρίζω πως θύλακες υπάρχουν. Γνωρίζουν πως αν εκδηλωθούν θα συναντήσουν την αντίδραση του βαθέος γειτονικού κράτους αλλά και την αδιαφορία της ελληνικής- αθηναϊκής πολιτείας να τους υποστηρίξει.
Όσοι, λοιπόν, θεωρούν σημαντική την αναπαραγωγή της ύπαρξής τους με βάση την ελληνική ταυτότητα, τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική διαχρονική αναφορά, αρχίζουν να συνειδητοποιούν πως είναι μόνοι, χωρίς πολιτική- κρατική υποστήριξη σε ένα αναδυόμενο πρόβλημα. Δεν είναι ασυνήθιστη τακτική στην εξέλιξη του νεοελληνικού κράτους.
Ο αθηναϊσμός ως ιδεολογία δεν θα τους υποστηρίξει την κρίσιμη στιγμή και δεν έχει το σφρίγος και την διάθεση να διαχειριστεί την ανάδυση αποδομητικών εξελίξεων και με άλλες ομάδες οι οποίες είτε αυτόνομα, είτε καθοδηγούμενες θέλουν να συγκροτηθούν ως μειονοτικές.
Και εδώ τίθεται το μέγιστο πρόβλημα: Τι κάνουμε χωρίς ηγεσία, με την κυρίαρχη ιδεολογία της χώρας να μην ενδιαφέρεται και με ομάδες που ανασυγκροτούνται διεκδικώντας ακόμη και ρεβάνς;
Είμαι σίγουρος ότι το πολιτικό σύστημα, η ηγεμονεύουσα οικονομική τάξη αλλά και η πνευματική ηγεσία της χώρας τα θεωρούν όλα αυτά πολύ υπερβολικά. Αλλά, δυστυχώς, όσοι τα βιώνουν καθημερινά, γνωρίζουν καλά πως δεν είναι.