Από εφαρμογές και ιστοσελίδες για chat και dating που αγνοούμε την ύπαρξή τους μέχρι τις πιο δημοφιλείς πλατφόρμες ευρείας χρήσης απλώνουν τα δίχτυα τους τα «online αρπακτικά» για να προσεγγίσουν ανήλικα.
To καθεστώς της ανωνυμίας, το ψευδώνυμο, η μη προαιπετούμενη εγγραφή και επιβεβαίωση των στοιχείων για χρήση διευκολύνει ακόμα περισσότερο την φρικτή δράση τους.
«Υπάρχουν άπειρες ιστοσελίδες και εφαρμογές όπως αυτή που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση της 12χρονης. Κάποιες λειτουργούν αποκλειστικά μέσω browser και κάποιες χρησιμοποιούνται από smart συσκευές. Έχουν υπάρξει οχλήσεις από γονείς που έφτασαν σε εμάς που κάποια στιγμή το παιδί τους ανέφερε περίεργη δραστηριότητα σε αυτές», εξηγεί στο makthes.gr η Κέλλυ Ιωάννου, διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSI Institute).
Η αποπλάνηση ανηλίκων ή η διακίνηση παιδοφιλικού περιεχομένου δεν λαμβάνει πλέον χώρα μόνο στο λεγόμενο «dark web», ειδικά για τους δράστες με λιγότερες τεχνολογικές γνώσεις οι οποίοι φαίνεται να «προτιμούν» κρυπτογραφημένες εφαρμογές αλλά και φαινομενικά «αθώες» πλατφόρμες ευρείας χρήσης. Μάλιστα η κ. Ιωάννου τονίζει πως οι δράστες ακολουθούν συγκεκριμένη μεθοδολογία και «μυρίζονται» τα κενά που υπάρχουν στις ιστοσελίδες και τις εφαρμογές τα οποία χρησιμοποιούν προς όφελός τους:
«Τα online αρπακτικά, και τα ονομάζω έτσι γιατί μέσα σε αυτή την ονομασία περιλαμβάνονται και οι παιδόφιλοι και οι παιδεραστές, έχουν μία συγκεκριμένη μέθοδο αποπλάνησης που κάνουν πάντα σε οποιαδήποτε εφαρμογή. Ο τρόπος με τον οποίο αποπλανούν τα παιδιά είναι ίδιος και αυτό που αλλάζει είναι το μέσο. Η αποπλάνηση μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε εφαρμογή ακόμα και ευρείας χρήσης είτε πρόκειται για social media είτε για dating app είτε μία εφαρμογή για gaming.»
Κατακόρυφη αύξηση στη χρήση εφαρμογών που λειτουργούν υπό το καθεστώς της ανωνυμίας σημειώθηκε κυρίως την περίοδο της πανδημίας με τον κίνδυνο να καραδοκεί σε κάθε «κλικ» για τους ανήλικους χρήστες οι οποίοι σύμφωνα με την κ. Ιωάννου θέλοντας να σπάσουν τη μονοτονία του εγκλεισμού άρχισαν να εξερευνούν ανάλογες πλατφόρμες αγνοώντας ποιος κρύβεται στην άλλη άκρη της συνομιλίας.
Παρόλο που τα περισσότερα chat rooms και apps «απαιτούν» την ενηλικίωση όσων επιθυμούν να τα χρησιμοποιήσουν, αρκετά από αυτά δεν φαίνεται να μπορούν να διασφαλίσουν με κάποιο τρόπο το 18+ των χρηστών τους. Η ασφάλεια που διατείνονται ότι διέπει τις συνομιλίες, όπως φαίνεται και στην υπόθεση της 12χρονης, δεν προβλέπεται με κάποιον αυτόματο τρόπο αλλά όπως αναφέρει και η κ. Ιωάννου, βασίζεται στην αναφορά που θα κάνει ο χρήστης:
«Αυτές οι εφαρμογές υποτίθεται ότι έχουν ένα λογισμικό που μπορεί να εντοπίσει αν κάποιος χρήστης κάνει προσβλητικά σχόλια ή αν κάποιος κάνει ανακύκλωση προσβλητικού περιεχομένου και ο οποιοσδήποτε άλλος χρήστης μπορεί να κάνει μία αναφορά στην πλατφόρμα ή στην εταιρία. Όμως καταγγελία από καταγγελία διαφέρει. Για να μπορούμε να πούμε αν υπάρχουν κι άλλα τέτοιου είδους κυκλώματα θα πρέπει γίνει καταγγελία στις αρχές και να ξεκινήσει η διερεύνηση. Για να ανοίξουν οι ιδιωτικές συνομιλίες που εμπεριέχονται σε όλα αυτά τα chat rooms πρέπει να έχει δοθεί εισαγγελική παραγγελία και αυτό προϋποθέτει να έχουν γίνει κατάσχεση όλων των συσκευών που έχει γίνει χρήση των εφαρμογών και των ιστοσελίδων αυτών και έπειτα να γίνει η ποινική διερεύνηση για να βρεθούν αρχεία που μπορεί ακόμα και να έχουν διαγραφεί.»
Για ακόμα μία φορά η διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προτείνοντας παράλληλα μία λύση για να καλυφθούν κάποια από τα κενά ασφαλείας που εντοπίζονται αναφορικά με τους ανήλικους χρήστες. «Πολλές φορές έχω επισημάνει ότι σε αντίστοιχες πλατφόρμες υπάρχουν άπειρες φωτογραφίες με ανήλικα τις οποίες κάποιος διαχειρίζεται. Δεν έχουν όλες οι πλατφόρμες το λογισμικό που φιλτράρει το περιεχόμενο και ακόμα και να το έχουν πρέπει να υπάρξει άμεση συνεργασία με τον πάροχο και τις αρχές κάτι που στο εξωτερικό ήδη εφαρμόζεται».
Σύμφωνα με την ίδια, το λογισμικό που αναφέρει «σέβεται» μεν την ιδιωτικότητα των συζητήσεων αλλά ταυτόχρονα μπορεί να εντοπίζει ύποπτες λέξεις που έχουν οριστεί ως τέτοιες και την ταυτότητα ορισμένων φωτογραφιών που επισημαίνονται ως ύποπτες. «Αν φανταστούμε λοιπόν ότι κάποιος διακινεί δύο φορές μία φωτογραφία η οποία έχει οριστεί από το λογισμικό ως ύποπτη ενημερώνεται άμεσα ο πάροχος και στη συνέχεια και η αστυνομία. Θα μπορούσε μάλιστα η φωτογραφία αυτή να μην είναι καν πορνογραφικού περιεχομένου αλλά οποιαδήποτε φωτογραφία ενός ανηλίκου ώστε να υπάρχει ολοκληρωτική προστασία», καταλήγει.