Στην εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου χάνονται τα ίχνη της ελληνικής παρουσίας στην Αραβική Χερσόνησο, ενώ στη νεώτερη ιστορία της παροικίας σημαντικοί σταθμοί αποτελούν οι έμποροι του 19ου , οι εργαζόμενοι στα πετρέλαια και τις κατασκευές τον 20ο αιώνα και οι νέοι επιστήμονες που αναζήτησαν την τύχη τους την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
«Μετά το 2008 έχουμε ένα πολύ μεγάλο κύμα ροής προς τις χώρες της αραβικής χερσονήσου που αφορά κυρίως νέους σε ηλικία επιστήμονες, γιατρούς, προσωπικό υψηλής ειδίκευσης και μόρφωσης», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ιστορικός-ερευνητής Αντώνης Χαλδαίος, συγγραφέας του βιβλίου «Η ελληνική παρουσία στην Αραβική Χερσόνησο».
Όπως επισήμανε, σήμερα στην περιοχή ζουν περίπου 10.000 Έλληνες, οι μισοί εκ των οποίων στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οι υπόλοιποι κυρίως στο Κατάρ και σε μικρότερο βαθμό στη Σαουδική Αραβία. Ασχολούνται με ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και οι περισσότεροι δραστηριοποιούνται στον κλάδο των κατασκευών. Πολλοί εργάζονται ως γιατροί στα ιδιωτικά και κρατικά νοσοκομεία, άλλοι στην εκπαίδευση, στις αεροπορικές εταιρείες κυρίως του Κατάρ και των Εμιράτων ή έχουν δημιουργήσει επιχειρήσεις στο χώρο των τροφίμων.
O Έλληνας επικεφαλής του γαλλικού προξενείου και ο συνέταιρος του Ρεμπώ
Οι χώρες της Αραβικής Χερσονήσου έγιναν γνωστές στους Έλληνες με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν και δημιουργήθηκαν εμπορικοί θύλακες στην περιοχή του Μπαχρέιν και του Κουβέιτ από τον ναύαρχο Νέαρχο. Η νεώτερη παρουσία ξεκινάει όταν Έλληνες έμποροι εντοπίζονται στα λιμάνια του Άντεν και της Μόκα στην Υεμένη και στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας.
Μετά το 1839, οπότε και το κομβικό λιμάνι του Άντεν πέρασε στα χέρια των Βρετανών, ξεκίνησε η εγκατάσταση χιλιάδων εμπόρων, διαφόρων εθνικοτήτων, Ευρωπαίων, Ινδών ή Αφρικανών. Υπήρχαν και αρκετοί Έλληνες την εποχή εκείνη, με σημαίνοντα ρόλο στο εμπόριο κυρίως του καφέ και της χαρακτηριστικής ποικιλίας μόκα, η οποία πήρε το όνομά της από την ομώνυμη περιοχή της Υεμένης. Στη Μόκα και στο Άντεν ονομαστοί έμποροι ήταν ο Μάρκος Δαλέντζας, οι αδερφοί Mουσάγια, οι αδερφοί Ρήγα και ο Σωτήρης Χρυσαίος, ο οποίος ήταν συνέταιρος με τον σημαντικό Γάλλο ποιητή Αρθούρο Ρεμπώ,
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Έλληνες δραστηριοποιούνταν έντονα και στο νότο της Υεμένης, στη Χοδέιδα, μια πόλη περίπου στη μύτη της Αραβικής Χερσονήσου. «Εκεί δραστηριοποιούνταν οι αδερφοί Λιβιεράτου, μια μεγάλη κεφαλονίτικη οικογένεια, που είχε ξεκινήσει από τη Ρουμανία, πήγε στην Αίγυπτο και στα μέσα του 19ου αιώνα πέρασε στην Υεμένη, αρχικά στο Άντεν και μετέπειτα στη Χοδέιδα, με πολύ μεγάλη δραστηριότητα. Μάλιστα, ο Αναστάσιος Λιβιεράτος κατάφερε να γίνει και επικεφαλής του γαλλικού προξενείου το 1897 μέχρι και το 1914 που έκλεισε, στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου», τόνισε ο κ. Χαλδαίος.
Κοιτάσματα πετρελαίου και ελληνικές εταιρείες
Στον 20ο αιώνα η παρουσία γενικά των Ευρωπαίων μειώθηκε αισθητά, κυρίως στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν μετά το 1930, με την ανακάλυψη των κοιτασμάτων πετρελαίου. Αμερικανικές και βρετανικές εταιρείες εγκαθίστανται στην περιοχή και στελεχώνονται από εξειδικευμένο, έμπειρο προσωπικό, μηχανικούς και τεχνίτες. Την περίοδο αυτή ξεκίνησε μια μικρή-αρχικά-ροή Ελλήνων στην περιοχή, η οποία έγινε έντονη μετά το 1955.
Όπως επισήμανε ο κ. Χαλδαίος, «την περίοδο 1955-1965 εγκαταστάθηκαν περίπου 3.000 Έλληνες, κατά βάση στο Κουβέιτ, στο Μπαχρέιν και στη Σαουδική Αραβία για να εργαστούν στις ξένες επιχειρήσεις στην περιοχή στο χώρο των πετρελαιοειδών, αλλά και στο χώρο γύρω από τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, όπου δημιουργούνταν ένας οικισμός, ο οποίος γινόταν πόλη και εκεί χρειαζόταν διάφορα έργα επέκτασης».
Την επόμενη, όμως, δεκαετία αριθμός τους δεκαπλασιάστηκε. Μεταξύ 1966 και 1976 περίπου 30.000 Έλληνες, μηχανικοί, τεχνίτες και άλλες ειδικότητες του χώρου των κατασκευών μετακινήθηκαν προς την περιοχή, οι μισοί από αυτούς στη Σαουδική Αραβία, περίπου 10.000 στο Κουβέιτ και 3.000 με 4000 στο Μπαχρέιν.
Το 1967 εγκαταστάθηκε και η πρώτη ελληνική εταιρεία στην περιοχή, η Αρχιρόδον, η οποία ανέλαβε τα έργα στο λιμάνι της Τζέντα και αλλού. Την επόμενη δεκαετία άρχισε σιγά-σιγά να επεκτείνεται στα Ηνωμένο Αραβικά Εμιράτα, στην Υεμένη και αργότερα στο Μπαχρέιν και σε άλλες χώρες της Χερσονήσου. Αξίζει να σημειωθεί πως το πρώτο ελληνικό σχολείο δημιουργήθηκε στο εργοτάξιο της εταιρείας, προκειμένου να μαθαίνουν ελληνικά τα παιδιά των εργαζόμενων.
Aκολούθησε η εταιρεία Πετρόλα του Ιωάννη Λάτση, η οποία ξεκίνησε με έργα που αφορούσαν στις θαλαμηγούς του Σαουδάραβα βασιλιά και είχε έντονη παρουσία στην περιοχή μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα.
Τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 άρχισαν περισσότερες ελληνικές και κυπριακές εταιρείες να δραστηριοποιούνται στην περιοχή και σήμερα όλες οι μεγάλες κατασκευαστικές (Άκτωρ, J&P Άβαξ, Μυτιληναίος, Τέρνα) υλοποιούν έργα δεκάδων έως εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ,
Με τον πρώτο πόλεμου του Κόλπου, το 1990-1991, έφυγαν οι περισσότεροι Έλληνες από το Κουβέιτ και από το Μπαχρέιν. «Ουσιαστικά οι Έλληνες εγκατέλειψαν τις χώρες αυτές τις τελευταίες δύο δεκαετίες», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χαλδαίος.
Μέσος χρόνος παραμονής τα πέντε με επτά χρόνια
Mετά το 2008, η μεταναστευτική ροή είναι συνεχής λόγω των υψηλών απολαβών και η ελληνική κοινότητα ακμάζει. «Οι Έλληνες εργάζονται στις χώρες της Αραβικής Χερσονήσου με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες ανανεώνονται. Συνήθως, ο μέσος χρόνος παραμονής τους είναι μεταξύ πέντε και επτά έτη. Οπότε, αυτό είναι ανασταλτικό στο να δημιουργηθούν περισσότερες κοινότητες και σχολεία ελληνικά», πρόσθεσε.
Το ελληνικό σχολείο στη Τζέντα είναι κλειστό λόγω έλλειψης μαθητών. Υπάρχουν τμήματα ελληνικής γλώσσας που λειτουργούν με ευθύνη των κοινοτήτων τα απογεύματα, ενώ οι Έλληνες στέλνουν τα παιδιά τους σε αγγλόφωνα ιδιωτικά σχολεία.
Η πρώτη ελληνική κοινότητα ιδρύθηκε στην Τζέντα το 1968 και σήμερα είναι πρακτικά ανενεργή.
Ιδιαίτερα δραστήρια είναι η ελληνική κοινότητα στη Ντόχα, η οποία ιδρύθηκε το 2019, ενώ από το 2016 υπάρχει και μια μικρή κοινότητα στο Μπαχρέιν.
Φιλελευθεροποίηση με αργό ρυθμό
O κ. Χαλδαίος υπογράμμισε ότι οι Έλληνες στην περιοχή περνούν τον περισσότερο χρόνο στην εργασία, λόγω των κοινωνικοπολιτικών και καιρικών συνθηκών.
«Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολύ σημαντικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης, αλλά γίνονται με αργό ρυθμό», επισήμανε και συμπλήρωσε ότι «ακόμα και η Σαουδική Αραβία που είναι οι πιο αυστηροί σε περιορισμούς και νομοθεσίες, έχει κάνει τα τελευταία δύο με τρία χρόνια σημαντικά βήματα προόδου και υπάρχει μεγαλύτερη άνεση των γυναικών να κυκλοφορήσουν, κάτι το οποίο παλαιότερα ήταν πιο δύσκολο, ακόμα και για τις γυναίκες που ήταν από την Ευρώπη».
O ίδιος τόνισε ότι στην περιοχή μεταναστεύουν και γυναίκες, ιδιαίτερα γυναικολόγοι και δερματολόγοι. «Γίνονται βήματα προόδου, αλλά και σε κάποιους τομείς υπάρχει συντηρητισμός. Οπότε, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για γυναίκες επιστήμονες στην ιατρική», είπε.