ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Οι γυναικοκτονίες στο μικροσκόπιο των ειδικών

Βιολέτα Φωτιάδη27 Ιουλίου 2021

Η πρόσφατη γυναικοκτονία της 26χρονης Γαρυφαλλιάς στη Φολέγανδρο αλλά και η γυναικοκτονία της 20χρονης Καρολάιν στα Γλυκά Νερά άνοιξαν και πάλι το θέμα της νομικής αναγνώρισης του φαινομένου ως κάτι διακριτό από την ανθρωποκτονία από πρόθεση.

Φορείς, οργανώσεις και πολίτες διχάζουν τον νομικό κόσμο όταν αιτούνται την αναγνώριση του όρου από τους νομοθέτες προκειμένου να σταματήσει να μεγαλώνει η «λίστα» των γυναικών που βρήκαν τραγικό θάνατο από τα χέρια των συντρόφων τους.

Η καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ στον τομέα του ποινικού δικαίου, Ελισάβετ Συμεωνίδου - Καστανίδου εξηγεί γιατί το ήδη υπάρχον νομικό πλαίσιο καλύπτει και τις γυναικοκτονίες.

«Ως όρος η γυναικοκτονία υπάρχει και χρησιμοποιείται και στον χώρο της εγκληματολογίας για να αποδώσει ακριβώς το έγκλημα που γίνεται λόγω διάκρισης φύλου. Μέχρι στιγμής, όλα τα εγκλήματα που έχουμε στον ποινικό κώδικα αναφέρονται σε όλους τους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες. Η δολοφονία ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε αδύναμη θέση, ανεξάρτητα αν είναι η γυναίκα ή ένας πατέρας που δεν μπορεί να προστατέψει τον εαυτό του από τον βίαιο γιο του ή ένα παιδί το οποίο σκοτώνει ο πατέρας του, δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι ο θύτης αφαιρεί μία ανθρώπινη ζωή και άρα μιλάμε για ανθρωποκτονία η οποία έχει τη βαρύτερη ποινή, ισόβια κάθειρξη δηλαδή, ή πρόσκαιρη τουλάχιστον 10 ετών. Υπάρχουν δύο διατάξεις στον ποινικό κώδικα στις οποίες έχει συνυπολογιστεί όλο αυτό. Η μία είναι η διάταξη στο άρθρο 82 η οποία λέει ότι όταν έγκλημα οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο φύλο επαυξάνεται η ποινή. Εδώ βέβαια εφόσον έχουμε ισόβια κάθειρξη η ποινή είναι η μεγαλύτερη αλλά αυτό αποτελεί μία επιπλέον επιβαρυντική περίσταση. Επίσης υπάρχει το άρθρο 79 του ποινικού κώδικα που λέει τι λαμβάνεται υπέρ του κατηγορουμένου και τι λαμβάνεται σε βάρος του. Ένα από αυτά λαμβάνονται σε βάρος του και άρα δικαιολογούν την επιβολή της ισόβιας κάθειρξης είναι όταν το έγκλημα τελείται από κάποιον εναντίον ενός προσώπου που βρίσκεται σε αδύναμη θέση. Υπό αυτή την έννοια το να γίνει ρητή αναφορά στον όρο γυναικοκτονία θεωρώ ότι δεν συμβαδίζει με τη γενική και αφηρημένη μορφή που έχουν οι κανόνες του ποινικού δικαίου».

Στον αντίποδα όλων των παραπάνω η δικηγόρος και μέλος της νομικής πρωτοβουλίας «Νομικά θέματα - Συνεπιμέλεια», Φανή Γιωτάκη, κάνει λόγο για ανάγκη καθιέρωσης και επίσημης αναγνώρισης του όρου ώστε η κοινωνία να αντικρίσει κατάματα το εγκληματικό αυτό φαινόμενο.

«Για την ανθρωποκτονία προβλέπεται η εσχάτη των ποινών που είναι η ισόβια κάθειρξη. Εμείς περισσότερο λέμε ότι πρέπει να καθιερωθεί στον ποινικό κώδικα ο όρος γυναικοκτονία για παιδευτικούς λόγους. Να εξοικειωθούμε με αυτό τον όρο για να αναγνωρίσουμε αυτό το φαινόμενο».

Παράλληλα, η κ. Γιωτάκη εξηγεί γιατί ο κατάλογος των διακρίσεων που προσδίδουν ρατσιστικά χαρακτηριστικά στο έγκλημα δεν περιλαμβάνει τη διάκριση με βάση το φύλο και γιατί μπορεί και πρέπει να επεκταθεί.

«Σε περίπτωση που προβλέπεται πρόσκαιρη κάθειρξη για το έγκλημα, το άρθρο 82α προβλέπει την αύξηση της ποινής σε περίπτωση που υπάρχουν διακρίσεις λόγω εθνότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.λπ. Μέσα σε αυτές τις διακρίσεις υπάρχει η ταυτότητα φύλου και τα χαρακτηριστικά φύλου. Ο πρώτος όρος διαχωρίζει την προσωπική αίσθηση του φύλου από αυτό που αποδόθηκε κατά τη γέννηση (τρανς ή διεμφυλικά άτομα) και ο δεύτερος όρος, τα σωματικά χαρακτηριστικά που εμφανίζονται σε άτομα που δεν ανήκουν αναγκαία στο φύλο που αποδόθηκε κατά τη γέννηση (intersex άτομα). Οπότε ο κατάλογος με τις ιδιότητες που προσδίδουν στο έγκλημα τα ρατσιστικά χαρακτηριστικά μπορεί να επεκταθεί και να περιλαμβάνει την διάσταση του φύλου αυτού καθ’ εαυτού όπως προσδιορίζεται και στο άρθρο 21 του χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ. Όπου αναφέρεται ότι απαγορεύονται διακρίσεις λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής κ.λπ.».

Τελικά μήπως έδινε δικαιώματα;

Φράσεις όπως «γιατί δεν έφευγε», «γιατί δεν μίλησε» και, όσον αφορά το θύτη, «δεν είχε δώσει κανένα δικαίωμα» είναι μόνο μερικά από όσα ακούγονται κάθε φορά που ένα νέο περιστατικό έμφυλης βίας βγαίνει στο φως της δημοσιότητας ενώ σε αρκετούς επικρατεί ακόμα η αντίληψη πως η κακοποίηση και η βία κατά των γυναικών συνδέεται με τη μόρφωση και την κοινωνική θέση του θύτη.

Η κοινωνική λειτουργός και ψυχολόγος, Ζωή Καρούστα αποδομεί όλα τα παραπάνω ξεκινώντας από τον «έντιμο πρότερο βίο» του θύτη, επιχειρώντας παράλληλα να σκιαγραφήσει το προφίλ μιας κακοποιητικής σχέσης.

«Η έμφυλη βία μπορεί να έχει διάφορες μορφές και να είναι λεκτική, σωματική, σεξουαλική, συναισθηματική. Ο θύτης δεν ξυπνάει μία μέρα και ασκεί ακραία μορφή βίας. Θα έχει εκδηλώσει από πριν κάποια σημάδια και ενδεχομένως να παρατηρήσουμε και στη συμπεριφορά του θύματος κάποια δείγματα τα οποία θα υποδεικνύουν ότι του ασκείται κάποιας μορφής βία. Αν για παράδειγμα ο ένας από τους δύο προσπαθεί να κυριαρχήσει έναντι του άλλου, αν τον κάνει να αισθάνεται φόβο και ανασφάλεια, όταν υπάρχει έλλειψη σεβασμού και αν ο ένας αντιμετωπίζει με κυνικό τρόπο τον άλλο τότε εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια μιας τοξικής σχέσης. Αυτό μπορεί να παραμείνει εκεί αλλά μπορεί να εξελιχθεί και σε κάτι χειρότερο. Δεν είναι απόλυτο ότι ένας σύντροφος που εκδηλώνει αυτές τις συμπεριφορές θα καταλήξει στον ξυλοδαρμό πόσο μάλλον στον φόνο, αλλά αν ανατρέξει κανείς στο παρελθόν των ζευγαριών που κατέληξαν σε κάτι από τα δύο θα δει κάποια σημάδια τοξικής σχέσης».

Αναφορικά με τους λόγους που μία απλή προτροπή όχι μόνο δεν αρκεί ώστε το θύμα να εγκαταλείψει το κακοποιητικό περιβάλλον αλλά μπορεί να αποβεί και μοιραία για τη σωματική του ακεραιότητα, η κ. Καρούστα εξηγεί:

«Όταν μία σχέση παγιώνει τον ρόλο του θύτη και του θύματος αυτό είναι δύσκολο να αλλάξει όσο περνάει ο καιρός. Εκεί προκύπτει και από πολλούς το ερώτημα γιατί το θύμα δεν αποφασίζει να φύγει. Είναι πολλά τα συναισθήματα που δρουν ανασταλτικά στη φυγή. Μπορεί το θύμα να φοβάται, να του έχει μεταφερθεί τόσο έντονα από το θύτη η εξουσία που να φοβάται τί θα γίνει αν φύγει ή ενδεχομένως ακόμα και να πιστεύει λόγω της εξουσιαστικής συμπεριφοράς του συντρόφου ότι δεν αξίζει κάτι καλύτερο. Φυσικά έχει να κάνει και με τον κίνδυνο μίας τέτοιας απόφασης. Ο θύτης μπορεί να γίνει επικίνδυνος και μόνο στο άκουσμα ή την υποψία του χωρισμού και γι’ αυτό το θύμα να φοβάται για τη σωματική του ακεραιότητα και να μην φεύγει».

Η παιδική ηλικία και όχι το μορφωτικό επίπεδο φαίνεται να παίζει κυρίαρχο ρόλο σύμφωνα με την ειδικό, τόσο για την εκδήλωση όσο και για την αποδοχή της κακοποιητικής συμπεριφοράς.

«Η μόρφωση ενός ανθρώπου δεν συνδέεται με το αν θα γίνει βίαιος σύντροφος. Πολλές φορές μπορεί να εξαρτάται από την παιδική ηλικία. Σε μία έρευνα που έγινε για τη βία κατά των γυναικών το 2012 είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται ότι περίπου 13 εκατομμύρια γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν πέσει θύματα σωματικής βίας τους 12 μήνες που προηγήθηκαν της συνέντευξης. Και αυτά είναι μόνο τα φανερά περιστατικά γιατί πολλά περιστατικά βίας δεν φτάνουν ποτέ στις αρχές», επισημαίνει η ίδια και συμπληρώνει πως «από την ίδια έρευνα φαίνεται ότι αν κάποιος δεχθεί κακοποίηση ή έχει βιώματα κακοποίησης σε νεαρή ηλικία, αυτό θα συνδέεται με την ενήλική του ζωή. Αν κάποιος έχει μία παιδική ηλικία που του επιτρέπει να εκφράζει τα συναισθήματά του, που δεν θα έχει μνήμες κακοποιητικής συμπεριφοράς είναι πιο δύσκολο να τα δεχθεί σε μεγαλύτερη ηλικία».

Τέλος, η κ. Καρούστα κάνει λόγο για ένα μοντέλο ανατροφής, κυρίως των αγοριών, προηγούμενων γενεών που συντηρεί αναχρονιστικά κατάλοιπα και ενθαρρύνει την άσκηση εξουσίας πάνω στη γυναίκα. «Κυρίως οι προηγούμενες γενιές μεγάλωναν τα αγόρια με ένα κυρίαρχο μοντέλο όπου ο άνδρας δεν κλαίει, είναι πάντα ο δυνατός και η γυναίκα η αδύναμη κ.λπ. μέσα από το οποίο υποτιμάται η γυναίκα και ενθαρρύνεται η εξουσία πάνω σε αυτή. Παρόλα αυτά έχουν γίνει βήματα τα τελευταία χρόνια και ελπίζω μελλοντικά οι επόμενες γενιές να αποφύγουν τέτοια μοντέλα ανατροφής».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25 Ιουλίου 2021
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.