Οι ΗΠΑ, η αμυντική συμφωνία και ο λαϊκισμός
Κάποτε, σε τούτη τη χώρα, σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής προσπαθούσαμε να έχουμε συγκλίσεις. Ιδίως την τελευταία δεκαετία, το πλαίσιο συμμαχιών είναι σταθερό και δεν αμφισβητείται από κανέναν (πλην ΚΚΕ). Μάλιστα, οι σχέσεις Ελλάδας - ΗΠΑ γνώρισαν μία άνθιση -σε λεκτικό επίπεδο που ουδόλως εντέλει συνοδεύτηκε από κάτι χειροπιαστό- την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στο πλαίσιο αυτό, η αντιπαράθεση στη βουλή κατά τη διάρκεια κύρωσης της αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας - ΗΠΑ, ξενίζει.
Πρώτα πρώτα θα έπρεπε να μας προβληματίσει η φρασεολογία που επιλέχθηκε. Και μπορεί στη συνήθη λαϊκίστικη μανιέρα να είναι εύλογο να δηλώνει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ ότι «θα επαναδιαπραγματευτεί τη σύμβαση» όταν γίνει κυβέρνηση (πάλι καλά που δεν «θα την καταργήσει με ένα νόμο και ένα άρθρο»), αλλά να κακίζει ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (που τάχθηκαν υπέρ) περί «έλλειψης υπερηφάνειας» υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, δίχως να προσδίδει κάτι ουσιώδες.
Παράλληλα, να αναμένουμε από μία αμυντική συμφωνία (με οποιαδήποτε χώρα) να παρέχει «εγγυήσεις ασφάλειας» πέραν της συνήθους και γενικόλογης «αμοιβαίας συνδρομής» υπερακοντίζει το πλαίσιο των διεθνών συμφωνιών και περνάει λάθος μηνύματα στο εσωτερικό της χώρας. Η εξωτερική πολιτική συνδιαμορφώνεται στο πλαίσιο ταύτισης εθνικών συμφερόντων και όχι συμβατικών κειμένων. Κάθε σοβαρό κράτος πρέπει να στηρίζεται πρώτα στις δικές του δυνάμεις και έπειτα να προστρέχει σε ξένη βοήθεια. «Πατερούληδες» και «αδελφά έθνη» δεν υπάρχουν στο σύγχρονο κόσμο. Αλίμονο, εάν νομίζουμε ότι με μία αμυντική σύμβαση λύνουμε τα προβλήματά μας. Συνεπώς, τέτοιου είδους συμβάσεις δεν είναι πανάκεια.
Κινείται, όμως, η συγκεκριμένη σύμβαση προς τη σωστή κατεύθυνση; Είναι επωφελής για τα εθνικά μας συμφέροντα; Θα μπορούσε να είναι καλύτερη; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θα έπρεπε να μας προβληματίσουν. Η αλήθεια είναι ότι με τη συγκεκριμένη συμφωνία αναβαθμίζεται γεωστρατηγικά η χώρα, με την «ξεχασμένη» Αλεξανδρούπολη να αποκτά κομβικό ρόλο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η δημόσια δυσαρέσκεια της Άγκυρας για το ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η συγκεκριμένη περιοχή, στο πλαίσιο της συνεργασίας Ελλάδας - ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα, όμως, η συγκεκριμένη συμφωνία παρουσιάζει μία σημαντική υστέρηση. Στο χρόνο διάρκειάς της. Τέτοιου είδους συμφωνίες είναι ορισμένου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση, στο άρθρο 1 υπάρχει συγκεκριμένη πρόβλεψη που την καθιστά ουσιαστικά αόριστης διάρκειας προβλέποντας μεν δυνατότητα καταγγελίας από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά με προμήνυση δύο ετών! Χρόνος υπερβολικός και ασυνήθης σε τέτοιου είδους συμβάσεις, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι υπερβαίνει το προσδόκιμο βίο της παρούσας διακυβέρνησης.
Η συγκεκριμένη σύμβαση αναδείκνυε και μια ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ. Να δείξει μεν υπεύθυνη στάση (όπως και το έκανε τασσόμενο υπέρ της σύμβασης) αλλά διαφοροποιούμενο στο ζωτικό ζήτημα της χρονικής διάρκειας αυτής. Οι αμυντικές - στρατιωτικές συμβάσεις, ιδίως με τις ΗΠΑ, είναι ένα εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής και διαπραγμάτευσης. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να απεμπολείται. Πέντε χρόνια από σήμερα, μια άλλη κυβέρνηση θα μπορούσε να επιβάλλει διαφορετικό πλαίσιο συνεργασίας, πιο ανταποδοτικό στο πλαίσιο στρατιωτικών ή οικονομικών ανταλλαγμάτων. Για ποιο λόγο να το στερηθεί; Μπορεί, λοιπόν, ο Αμερικανός συγγραφέας Μ. Τουέιν -τον οποίο επικαλέστηκαν τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης- να υποστήριζε «ότι πατριωτισμός είναι να στηρίζεις την χώρα σου συνεχώς και την κυβέρνηση όταν το αξίζει», αλλά πρέπει να δίνεις τα αναγκαία εργαλεία σε μια μελλοντική κυβέρνηση να δείξει τι αξίζει…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.05.2022