Δεν είναι μία, δεν είναι δύο, είναι αρκετές οι εισηγμένες επιχειρήσεις στο Χρηματιστήριο, οι οποίες, έχουν πέσει σε ύπνωση επί σειρά ετών, καθώς οι τιμές των μετοχών τους που έχουν ελάχιστη εμπορευσιμότητα και, κατ΄επέκταση η κεφαλαιοποίησή τους, είναι κάτω της εύλογης αξίας τους . Και αυτό, δεν είναι τυχαίο, είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα της ανυπαρξίας στρατηγικής χρηματιστηριακού μάρκετινγκ.
Το φαινόμενο στο οποίο γίνεται αναφορά, δεν είναι σπάνιο, αντίθετα παρατηρείται σε αρκετές εισηγμένες, μικρομεσαίου μεγέθους ως επί το πλείστον, οι οποίες κάποια στιγμή, προ της μεγάλης οικονομικής κρίσης, είχαν εισαχθεί το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, άντλησαν ορισμένα επενδυτικά κεφάλαια, έδειξαν μία πρόσκαιρη κινητικότητα , αλλά μετά, έπεσαν σε ύπνωση σε ό,τι τουλάχιστον αφορά στη συγεκριμένη Αγορά.
Οι εταιρείες αυτές, τις οποίες για ευνόητους λόγους δεν κατονομάζουμε, αν και δημόσιες, χαρακτηρίζονται από την τυπική οικογενειοκρατική αντίληψη του μάνατζμεντ. Το μεγαλύτερο, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των μετοχών τους ανήκει στα μέλη της οικογένειας των ιδρυτών και βασικών μετόχων και όσες κινήσεις, αγοραπωλησίες καταγράφονται, συνήθως αφορούν των πώληση ή αγορά κάποιων μικρών πακέτων, από από τα μέλη της οικογένειας που συνεχίζει να έχει και το day to day management της επιχείρησης.
Κάποιες από τις εταιρείες αυτές, που επιμένουν να είναι στην Αγορά του ΧΑΑ, είναι καλές επιχειρήσεις, με προοπτικές ανάπτυξης όπως λέγεται, οι οποίες όμως, αν και κερδοφόρες σήμερα, είχαν γράψει ζημίες στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οπότε ακόμη δεν διανέμουν μέρισμα ή επιλέγουν να έχουν πολύ σφικτή μερισματική πολιτική, προκειμένου να μειώσουν δραστικά τις υποχρεώσεις προς τις Τράπεζες ή για να χρηματοδοτούν ανετότερα επενδύσεις.
Ωστόσο, οι «καλές προοπτικές», αν δεν συνδυάζονται με τις σωστές κινήσεις σε επίπεδο Αγοράς, δεν αρκούν για να αξιοποιεί, μία εταιρεία, στο μέγιστο βαθμό την παραμονή της στο ΧΑΑ που φυσικά συνοδεύεται από τη συμμόρφωση στο κανονιστικό πλαίσιο για τις εισηγμένες και το αναπόφευκτο κόστος που αυτό συνεπάγονται .
Οι προοπτικές είναι κάτι που ανήκει στο μέλλον. Ο κάτοχος μετοχών δεν είναι συλλέκτης, θέλει να εισπράττει μέρισμα αλλά και να έχει στα χέρια του, τίτλους, τους οποίους εάν πωλήσει θα του αποφέρουν κέρδος. Βεβαίως, υπάρχουν και πιο δύσκολες χρονιές, χρήσεις που αφήνουν ζημιογόνα αποτελέσματα ή χρονιές με σημαντικά δανειακά ανοίγματα λόγω επενδυτικών κινήσεων, που δεν αφήνουν περιθώρια για τη διανομή μερισμάτων που θα ικανοποιούν τους μικρότερους μετόχους. Αλλά μέτοχος που δεν ανταμείβεται, μέτοχος που δεν μπορεί να κερδίσει από υπεραξίες, είναι μέτοχος εγκλωβισμένος ή τουλάχιστον, έτσι θεωρεί τον εαυτό του. «Τι να το κάνω το «χαρτί», αν δεν έχει αντίκρισμα; » . Απόλυτα λογική θέση.
Όπως οι καλά γνωρίζοντες υποστηρίζουν, οι βασικοί μέτοχοι μίας εισηγμένης, πρέπει να φροντίζουν τους μετόχους τους , τονώνοντας παράλληλα την εμπορευσιμότητα της μετοχής της εταιρείας. Και αυτά τα δύο, πέραν των οικονομικών δυνατοτήτων μίας επιχείρησης, είναι ζητήματα χρηματιστηριακού μάρκετινγκ.
Οι έχοντες μία κάπως πιο παραδοσιακού τύπου αντίληψη, τηρούν στάση επιφύλαξης απέναντι σε τέτοια εργαλεία που ουσιαστικά σκοπούν στο να στηρίξουν το περιουσιακό στοιχείο που είναι η μετοχή μίας εταιρείας. Δείχνουν να παραμένουν στο ΧΑΑ για να έχουν τον τίτλο της εισηγμένης, που οπωσδήποτε προσδίδει κύρος σε μία επιχείρηση ή, όπως κάποιος θα υπέθετε, για να βρούνε ευκολότερα στρατηγικό επενδυτή. Εν’ τούτοις, η Αγορά μπορεί και πρέπει να λειτουργεί προς όφελος όλων και, μέσω αυτής, να αντλούνται πόροι για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, αρκεί αυτές να αντιλαμβάνονται ότι το Χρηματιστήριο συνεπάγεται και ένα διαφορετικό τρόπο λειτουργίας, πέραν φυσικά των όσων επιβάλλει η νομοθεσία .