ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οι «πράσινες» αμαρτίες στην ελληνική οικονομία. Του Φάνη Ουγγρίνη

Φάνης Ουγγρίνης03 Ιουλίου 2024

Πριν μια εβδομάδα είχαμε το μνημόσυνο του Ανδρέα Παπανδρέου. Με αφορμή το γεγονός τούτο, στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ πλειοδότησαν σε εγκώμια για τον αποθανόντα ηγέτη, εκθειάζοντας τα επιτεύγματα του.

Ομολογουμένως -και χάρη στην ένταξή μας στην ΕΟΚ- η συμβολή Παπανδρέου στην κοινωνική ανανέωση της χώρας υπήρξε καθοριστική: το νέο οικογενειακό δίκαιο διόρθωσε παραλογισμούς δεκαετιών, ο μετεμφυλιακός φόβος του χωροφύλακα μειώθηκε (μάλλον υπερβολικά), η θέση της γυναίκας εξισώθηκε νομικά με εκείνη του άνδρα, πάρθηκαν αναγκαία μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, η λειτουργία του ΕΣΥ ανέβασε την ποιότητα ζωής των χαμηλότερων στρωμάτων, οι άλλοτε τεντιμπόηδες νεαροί αντιμετωπίστηκαν με πρωτοφανή κατανόηση, οι… πολίτες β’ κατηγορίας αναθάρρησαν, η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα έκανε τους Έλληνες να αισθανθούν πολύ πιο Ευρωπαίοι, πολύ πιο τολμηροί.

Ωστόσο η παρακαταθήκη του εκλιπόντος έχει και πολλές μελανές σελίδες, κυρίως στο πεδίο της εθνικής οικονομίας. Η μεγέθυνση του δημόσιου χρέους ξεκίνησε επί δικής του θητείας και υπήρξε καταιγιστική, σχεδόν διπλασιάστηκε στην πρώτη πενταετία. Στη φάση εκείνη οι δυσμενείς επιπτώσεις της υπερχρέωσης έγιναν ορατές, οπότε μετά τις εκλογές του ‘85 η κυβέρνηση επιχείρησε να αλλάξει ρότα ασκώντας σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, με αποτέλεσμα να πέσει ο ρυθμός διόγκωσης του χρέους μέχρι το 1989. Στη συνεχεία βέβαια μεσολάβησε η υπόθεση Κοσκωτά, οπότε οι εκλογικές σκοπιμότητες έφεραν το αλησμόνητο «Τσοβόλα δώσ’τα όλα», με αποτέλεσμα νέα άνοδο

Όσοι παρακολουθούσαν τις περονικές πολιτικές εκείνης της περιόδου σίγουρα θυμούνται τα περί… αναθέρμανσης της οικονομίας. Ως αναθέρμανση λογιζόταν η ανάταση της εγχώριας παραγωγής μετά τις δύο απανωτές πετρελαϊκές κρίσεις και την μείωση των δασμών σε ευρωπαϊκά βιομηχανικά και αγροτικά αγαθά. Ηλιθιωδώς, ορισμένοι μανδαρίνοι θεώρησαν ότι θα επιτυγχανόταν αλλαγή κλίματος μέσω κεϋνσιανών μέτρων: με γενναιόδωρες χρηματικές παροχές (επιδόματα, άνευ εισφορών συντάξεις Εθνικής Αντίστασης, ΟΓΑ και ΝΑΤ κοκ, κυρίως χάρη σε εσωτερικό μα και εξωτερικό δανεισμό) και με αντίστοιχες αυξήσεις μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (45% το ‘82, διπλή από τον πληθωρισμό), οι οποίες νομοτελειακά θα προκαλούσαν τεχνητή μεγέθυνση της ζήτησης και του ΑΕΠ. Εκτός των πληθωριστικών πιέσεων, τα εν λόγω μέτρα επέφεραν εξίσωση αμοιβών μεταξύ υψηλόβαθμων και χαμηλόβαθμων εργαζομένων, μεταξύ ικανών και μη, μεταξύ εργατικών και οκνηρών, και κατ’ επέκταση απαξίωση της συνέπειας και της δημιουργικότητας.

Ταυτόχρονα, υπονομεύονταν οι πάσχουσες ιδιωτικές επιχειρήσεις: ο στασιμοπληθωρισμός τις αποδυνάμωνε κεφαλαιακά, η υπερφορολόγηση εξαφάνιζε την κερδοφορία τους, υποκινούμενοι συνδικαλιστές αναστάτωναν τη λειτουργία τους, δημόσιες υπηρεσίες αυθαιρετούσαν ασύστολα σε βάρος τους, κρατικές τράπεζες δανειοδοτούσαν βάσει κομματικών κριτηρίων, χρήματα από τα ΜΟΠ μοιράζονταν αποκλειστικά σε ημέτερους, το ΠΔΕ ιδεολογικοποιήθηκε, οι κρατικοποιημένες «προβληματικές» έχαιραν προνομιακής αντιμετώπισης εις βάρος του ανταγωνισμού, η νεολαία σπρωχνόταν μαζικά σε θεωρητική αντί σε τεχνική εκπαίδευση. Την ίδια στιγμή ουδεμία σοβαρή προσπάθεια γινόταν για να προσελκυστούν άμεσες ξένες επενδύσεις από χώρες εκτός ΕΟΚ, οι οποίες τότε ανησυχούσαν για κλείσιμο των ευρωπαϊκών αγορών στα προϊόντα τους (πχ οι Ιάπωνες έστηναν άρον άρον παραρτήματα των αυτοκινητοβιομηχανιών τους στη δυτική Ευρώπη). Ούτε καν η ρωσική αλουμίνα φάνηκε ποτέ, ώστε να καλύψει κάπως το κενό που άφησε η Goodyear και άλλα αμερικανικά εργοστάσια. Αναπόφευκτα εξαρθρώθηκε η μεταποίηση και έκτοτε δεν έχει ανακάμψει • σε μόλις δέκα χρόνια η παραγωγικότητα μειώθηκε κατά 5,5% (έναντι αντίστοιχης αύξησης 20,1% στην EE-15), η δε ανεργία πήγε από 2,7% στο 7,0%. Αντίθετα με τα προσδοκώμενα, οι αυξήσεις στα μεροκάματα (σε συνδυασμό με αυτές του μη μισθολογικού κόστους) προκάλεσαν έκρηξη της ανεργίας, επιβράδυνση της ανάκαμψης, επίμονο πληθωρισμό και μείωση επενδύσεων και ρυθμών ανάπτυξης. Είναι ομολογουμένως κωμικοτραγικό το ότι ο πρωθυπουργός που θα μας προστάτευε από το να γινόμασταν τα γκαρσόνια της Ευρώπης μας οδήγησε σε αυτόν ακριβώς το δρόμο, καθώς φέρει βαρύτατη ευθύνη για την επακόλουθη αποβιομηχάνιση.

Εντέλει, στη διάρκεια της υπό συζήτηση δεκαετίας το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε ελάχιστα (6,8%, έναντι ενωσιακής αύξησης 26,5%), ενώ η κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας διεύρυνε το έλλειμμα Ισοζυγίου Πληρωμών (3% του ΑΕΠ, έναντι μόλις 0,6% το 1980), παρά τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της δραχμής. Τα πρωτογενή ελλείμματα οδήγησαν σε εκτίναξη του δημοσίου χρέους από το 22,7% του ΑΕΠ το 1980 στο 72,5% του ΑΕΠ το 1990. Ταυτόχρονα, οι δαπάνες για αποπληρωμή τόκων του δημοσίου χρέους ανέβηκαν από το 2% του ΑΕΠ το 1980, στο 4,9% το 1985 και στο 6,7% το 1989. Η Ελλάδα μετέβη από καθεστώς σταθερών ισοτιμιών στο γνωστό της συστηματικής διολίσθησης (πέραν των υποτιμήσεων 1983 και 1985). Η τακτική αυτή άσκησε αρνητική επίδραση στις αυξήσεις των πραγματικών αποδοχών: ενώ μεταξύ 1975-1979 αυξάνονταν ετησίως κατά 7,2%, στη δεκαετία 1980-1989 η μεσοσταθμική αύξησή τους σχεδόν εκμηδενίστηκε, στο 0,2%. Οι υψηλές αυξήσεις των κατώτατων μισθών (μέσω ΑΤΑ) τελικά δεν οδήγησαν σε αυξήσεις των πραγματικών αποδοχών, καθώς ανέβαζαν τον πληθωρισμό σε περιβάλλον μηδενικής ανάπτυξης. Με απλά λόγια, δεδομένης της στάσιμης παραγωγικότητας η υιοθετηθείσα πολιτική βελτίωσε μόνο ονομαστικά το εισόδημα των εργαζομένων • το 1982, οι μέσες αποδοχές αυξήθηκαν επισήμως κατά 27,5%, όμως στην πραγματικότητα μόνο κατά 5,3%.

Αμέσως μετά τις διασωστικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις μεταξύ 1990-1993 το δημόσιο χρέος εξακολούθησε να αυξάνεται, φτάνοντας στο 111,6% του ΑΕΠ το ‘93.

Στη δυσμενή αυτή εξέλιξη συνέβαλαν δύο σοβαροί παράγοντες: η αυξημένη ετήσια επιβάρυνση λόγω μεταφοράς καταβολής τόκων (από 1,3 τρισ. δρχ το 1990 σε 2,7 τρισ. δρχ το 1993) και η δημοσιονομική απογραφή Μητσοτάκη, εξαιτίας της οποίας ενσωματώθηκαν κρυφά χρέη (πχ συναλλαγματικές διαφορές της ΤτΕ, καταπτώσεις εγγυήσεων, οφειλές ΔΕΚΟ κλπ). Πάντως επιστρέφοντας στο Μαξίμου ο Ανδρέας άλλαξε τροπάρι. Πλέον θα δήλωνε πως «αν η χώρα δεν κατορθώσει να αφανίσει το χρέος, το χρέος θα αφανίσει τη χώρα» και πως «δεν πρέπει να καταναλώνουμε περισσότερο από όσο παράγουμε». Κατά συνέπεια, μετά τη μεγάλη άνοδο του 1993, το δημόσιο χρέος παρέμεινε σταθερό ως και το ‘96 (~110% του ΑΕΠ, με μικρές αποκλίσεις), και άρχισε να υποχωρεί το 1997, για να πέσει στο 105,1% του ΑΕΠ το 1999, ικανοποιώντας έτσι το κρισιμότερο κριτήριο για συμμετοχή στην ΟΝΕ. Το θετικό αυτό αποτέλεσμα οφείλεται στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική Σημίτη, στα swaps με τη Goldman Sachs, και στη συνέχιση των αποκρατικοποιήσεων. Δυστυχώς δεν οφείλεται σε άμεσες ενέργειες του ΑΠ. Αυτοκριτική δεν έκανε ποτέ, όμως στη δύση του βίου του ο πρώην καθηγητής του Μπέρκλεϊ είχε τουλάχιστον αποδεχτεί την πραγματικότητα. Υποθέτω ότι η μεταστροφή του οφείλεται στην παρουσίαση του πραγματικού δημόσιου χρέους, στην προγραμματιζόμενη ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση και φυσικά στην ψυχροπολεμική ήττα του Υπαρκτού, ήττα που διέσυρε τη σοσιαλιστική οικονομική σκέψη και έφερε την παντοδυναμία του Νεοφιλελευθερισμού.

Πολλά δημοσιονομικά αίτια των μνημονίων γεννήθηκαν λοιπόν στις πρώτες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, και έμμεση συνέχιση τους ήταν οι παρασπονδίες πράσινων και γαλάζιων διαδόχων. Μετά τη Lehman Brothers και τα Δεκεμβριανά του 2008 εκτροχιαστήκαμε τελείως, μέχρι να καταλήξουμε έρμαια ανίδεων λαϊκιστών με… καινούργιες μαγικές λύσεις, όπως οι διαγραφές κρατικών και ιδιωτικών χρεών, οι γερμανικές αποζημιώσεις και οι αγορές που -έντρομες- θα χόρευαν υπό τους χτύπους του βαρουφάκειου ταμπούρλου. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι χαίνουσες πληγές του δημόσιου χρέους και της χαμηλής παραγωγικότητας έχουν εν πολλοίς τις ρίζες του σε πρακτικές της δεκαετίας του ‘80. Της δεκαετίας που ίσως υπήρξε η καταστροφικότερη για την οικονομική ζωή (υπό συνθήκες ειρήνης) μέχρι το Καστελόριζο.

Ίσως όμως η διαχρονικότερη ζημιά που προκλήθηκε έχει να κάνει με την κουλτούρα διοίκησης του κράτους και με την παντοδυναμία των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών. Εξυπακούεται πως η χώρα μας δεν ήταν… παρθεναγωγείο πριν το Νοέμβριο του ‘81: ο κρατισμός, οι πελατειακές σχέσεις και οι διαπλεκόμενοι βαρώνοι υπήρχαν ήδη από το 1830, και γνωρίζουμε καλά τις ποικίλες αριστερίζουσες πρωτοβουλίες Κωνσταντίνου Καραμανλή στα ρευστά πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Όμως, επί ηγεμονίας Παπανδρέου εξευτέλιστηκαν ως… διδακτορικές απλές λέξεις όπως ιεραρχία, πειθαρχία, αξιοκρατία, τυπικότητα και λειτούργημα στο όνομα ενός κακώς εννοούμενου εκδημοκρατισμού. Ποικιλοτρόπως προσελήφθησαν εκατοντάδες χιλιάδες ατάλαντοι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ μεγάλος αριθμός άξιων είτε συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα, είτε περιθωριοποιήθηκε (όταν ο Πεπονής θεσμοθέτησε το ΑΣΕΠ η ζημιά είχε γίνει). 

Επίσης εσωστρέφεια κυριάρχησε μετά την εμφάνιση ενός ιδιότυπου ακαδημαϊκού εθνικισμού, ο οποίος διέκοψε την εισαγωγή βέλτιστων πρακτικών και κατόπιν εξέθρεψε την υφιστάμενη βιομηχανία μελετών. Τέλος η νομοθεσία έγινε χαοτική και η απονομή δικαιοσύνης κατέστη τυπολατρική και βραδεία. Όσο για τα… νέα τζάκια, αυτά επικεντρώθηκαν στο κατά προτεραιότητα μασούλημα κρατικού, ενωσιακού και χρηματιστηριακού χρήματος, αδιαφορώντας για την εξωστρέφεια και την καινοτομία. Άλλωστε γιατί να επένδυαν σε στρατηγικά πρότζεκτ, όταν οι προνομιακές σχέσεις με την εξουσία θα τους εξασφάλιζαν πολύ ταχύτερες αποδόσεις; Αποτέλεσμα; Χώρες σα την Ιρλανδία που άλλοτε ήταν σαν εμάς να βρίσκονται σήμερα στην κορυφή της ΕΕ, χώρες της πρώην Κομεκόν να έχουν υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, κι εμείς να παραμένουμε στον πάτο, ανταγωνιζόμενοι τη Βουλγαρία σε χαμηλή αγοραστική δύναμη. Λυπάμαι, μα δε βρίσκω κάποιο οικονομικό επίτευγμα για το οποίο δικαιούνται να καμαρώνουν οι νοσταλγοί του Ανδρέα.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30.06.2024

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.