‘’Είναι περίεργο πώς ο θάνατος ενός ανθρώπου φέρνει ριζική αλλαγή σε μία χώρα. Προηγουμένως είχε σκοτωθεί σε ύποπτο αυτοκινητιστικό ατύχημα ο Σαράφης, που τον θεωρούσαν ενδοξότερη φυσιογνωμία από τον Λαμπράκη. Αρχηγός του ΕΛΑΣ. Δεν συνέβη αυτό. Πιστεύω ότι ήταν και όλη η εποχή. Ο Χαρίλαος Φλωράκης την έλεγε «γκαστρωμένη εποχή», για να γεννήσει το καινούργιο πράγμα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μας κάλεσαν στην ΕΔΑ, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μανώλη Γλέζο τον Γιάννη τον Ιμβριώτη και εμένα, και μας είπαν να πάμε στη Θεσσαλονίκη, για να παραστούμε στην αγωνία του Λαμπράκη.
‘’Μπήκαμε στο αεροπλάνο λοιπόν, ήρθαμε στην Θεσσαλονίκη και μετά βίας χωρέσαμε σε ένα ταξί όλοι μαζί. Καταλαβαίνετε ποια ήταν η κατάσταση τότε και τα οικονομικά μας. Στο ταξί μέσα ο ταξιτζής μάς είπε μια κουβέντα που μας τάραξε. «Ξέρετε», λέει, «εδώ οι νοικοκυρές δεν μαγειρεύουν». Δηλαδή, έδωσε μία αίσθηση ότι στη Θεσσαλονίκη σταμάτησε η ζωή.
Μέναμε σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί. . Ένα παλιό ξενοδοχείο ήταν, στην Εγνατία, νομίζω.
Πήγαμε αμέσως στο ΑΧΕΠΑ. Τον είδαμε λοιπόν, ήταν ημίγυμνος από τη μέση και πάνω, με τα αθλητικά του μπράτσα, τα μάτια ορθάνοιχτα, ζωντανός σαν εικόνα, με ένα μηχάνημα με το οποίο ανέπνεε. Είδαμε τον Οικονόμου, ο οποίος ήταν ο χειρούργος, ο οποίος είπε ότι ‘’δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να τα καταφέρει, δεν πηγαίνει οξυγόνο στο κεφάλι’’. Κατά περίεργη σύμπτωση, αυτός που του έκανε την ακτινογραφία ήταν ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, ο οποίος ήταν εφημερεύων και αυτός διαπίστωσε τον κλινικό θάνατο, δηλαδή ότι δεν έπαιρνε οξυγόνο ο εγκέφαλός του Γρηγόρη Λαμπράκη’’.
‘’Το βράδυ λοιπόν, θυμάμαι, όταν βγήκαμε έξω για να πάρουμε ταξί και να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο, ήταν πολλοί νέοι απέξω και με παρακάλεσαν εμένα και τον Ρίτσο να μείνουμε εκεί. Και μείναμε στο προαύλιο του ΑΧΕΠΑ. Ήταν 50-60 παιδιά, τα οποία κάθισαν κάτω στο προαύλιο και, παρουσία του Ρίτσου και εμού, άρχισαν να τραγουδούν τον «Επιτάφιο». Και να είναι και μέρα Μαγιού’’.
‘’ Ήταν σημαντικό, σημαδιακό, να είμαστε οι δύο δημιουργοί ενός έργου και να είναι μέσα, ας πούμε, ένας από τους ήρωες του «Επιτάφιου», να χαροπαλεύει, και έξω αυτό το σπέρμα αυτής της νεολαίας, η οποία ξαφνικά ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, με αυτά τα πενήντα παιδιά, για να πάρει το όνομα του Λαμπράκη και να φτάσει σε όλη την Ελλάδα και να γίνουν 300 χιλιάδες ‘.
‘’Κάποιο μήνυμα μου δίνει’’
‘’Επίσης, θυμάμαι, αν και έγιναν πολλά εκείνες τις ημέρες, ότι είπα στον Καψάσκη ―ήταν ιατροδικαστής τότε― «τι γίνεται μέσα με τον Γρηγόρη;». Μου λέει ότι αποφασίστηκε πλέον την Κυριακή να του βγάλουμε το μηχάνημα, οπότε θα έρθει και ο τυπικός θάνατος. Ε, τότε, λέω, να πάω να τον χαιρετήσω μέσα. Πάμε μέσα μαζί. Ο Λαμπράκης ήταν τόσο ζωντανός, που νόμιζες ότι σε βλέπει. Του λέω: «Γρηγόρη, καλό ταξίδι. Γεια σου». Και του έπιασα το χέρι για να τον χαιρετίσω. Και αυτός, αντανακλαστικά, μου πιάνει δυνατά το χέρι, μου το έσφιξε και μου το κράτησε. Τα έχασε λοιπόν ο Καψάσκης και άρχισε με μία καρφίτσα να του τσιμπάει τα πόδια, να δει αν έχει αντανακλαστικά. Επίσης, με ένα φακό έριχνε φως στα μάτια του, να δει αν ζει. Ήταν τόσο ζωντανό, αλλά του λέω «δεν είναι αυτό, με χαιρετάει ο Γρηγόρης, κάτι μου λέει, κάποιο μήνυμα μου δίνει με το χέρι του». Πήρα εγώ το μήνυμα και φεύγω. Τον χαιρέτησα. Και την άλλη μέρα έγινε αυτό που έγινε και πραγματικά άλλαξε όλη τη ζωή της Ελλάδας, γιατί πραγματικά με τον θάνατο του Λαμπράκη όλα άλλαξαν και πήραν έναν άλλο δρόμο, και είχαμε την εξέλιξη που είχαμε, με όλα τα εμπόδια. Μπήκε βέβαια η χούντα ανάμεσά μας κτλ. Αλλά τελικά από τότε, από το ’63, ξεκίνησε ο δρόμος για τον εκδημοκρατισμό, που είναι ο ίδιος δρόμος που σήμερα μας φέρνει να μιλάμε ελεύθερα, γιατί παλιά δεν μπορούσες να μιλήσεις ελεύθερα’’.