«Η νύχτα των μυστικών» τον περικυκλώνει. Ο Ορέστης Τζιόβας πρωταγωνιστεί στο έργο του Άκη Δήμου που έρχεται για παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για ένα έργο που πραγματεύεται και με ρεαλισμό αλλά και με έναν ιδιαίτερο και αλληγορικό τρόπο την έννοια της κακοποίησης σε όλα τα επίπεδα μιας σχέσης και σε όλες τις εκφάνσεις. Όλα αυτά συμβαίνουν ένα βράδυ μέσα στον γοητευτικό, αλλά και απρόβλεπτο κόσμο ενός τσίρκου στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
«Το τσίρκο είναι μία κλειστή κοινωνία που τη διέπουν άλλοι κανόνες, συνήθως διαφορετικοί. Υπάρχουν εκεί άνθρωποι που μπορεί να βρίσκονται στο περιθώριο της κανονικής κοινωνίας και το τσίρκο είναι γι’ αυτούς μία αγκαλιά, μία οικογένεια, με όλα τα στοιχεία που αυτή μπορεί να έχει, είτε θετικά είτε αρνητικά. Υπάρχει για παράδειγμα υπερβολική τριβή και εξάρτηση του ενός από τον άλλον.
Ειδικά όταν έχουμε ιεραρχία δημιουργούνται κάποιες περίεργες σχέσεις. Ο συγγραφέας όμως το χρησιμοποιεί και ως προς τη μαγεία που μπορεί να έχει ένα τσίρκο, μιας και ο επικεφαλής του τσίρκου, ο μάγος, ο ρόλος που υποδύομαι, έχει χάσει την ικανότητα της μαγείας και τη χρησιμοποιεί ως αλληγορία για το πώς μπορείς να δώσεις μαγεία στη ζωή και να την κάνεις πιο θετική», λέει στη «ΜτΚ» ο ηθοποιός.
Πάνω στον καυγά ενός ζευγαριού η κοπέλα μπαίνει στο τσίρκο για να βρει καταφύγιο.
«Υπάρχει μία κακοποιητική σχέση ανάμεσά τους. Μπαίνει τελείως τυχαία και έρχονται αντιμέτωποι με τους ανθρώπους του τσίρκου την ώρα της πρόβας, απόγευμα, πριν αρχίσει η παράσταση. Ο μάγος βλέπει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τον εαυτό του στο ζευγάρι σχετικά με το δικό του παρελθόν. Έτσι αποφασίζει να το κρατήσει με τον τρόπο του ώστε να λειτουργήσει μία μεγάλη διεργασία αναγνώρισης του ενός από τον άλλον. Σαν να μαγεύεται η κοπέλα και να αρχίζει να αντιμετωπίζει στα ίσια τον κακοποιητή της. Υπάρχει μία τεράστια απορία σε αυτό και, τελικά, μία κάθαρση», τονίζει ο Ορέστης Τζιόβας.
Ο ίδιος αισθάνεται να εξελίσσεται από κάθε έργο με το οποίο καταπιάνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με το συγκεκριμένο.
«Όταν ενσαρκώνουμε χαρακτήρες και πολύ περισσότερο όταν ερμηνεύουμε ρόλους οι οποίοι είναι πολύ αντίθετοι από εμάς, δηλαδή διαφωνούμε σε πολλά μαζί τους και αν τους συναντούσαμε έξω δεν θα θέλαμε να τους έχουμε δίπλα μας, τότε κερδίζουμε πολλά πράγματα. Μπαίνοντας στην ψυχολογία τους και πώς θα τους επαληθεύσεις, πώς θα δικαιολογήσεις τις πράξεις τους, πώς θα τους συμπαρασταθείς, πώς θα έρθεις κοντά τους να σκέφτεσαι όπως αυτοί είναι κάτι που σίγουρα σε κάνει πολύ πιο πλούσιο».
«Άλλοι πληγώνονται και άλλοι πληγώνουν. Έτσι όμως είναι η ζωή»
Μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη ο Ορέστης Τζιόβας έφυγε σε ηλικία μόλις 21 ετών από την πόλη για να κυνηγήσει την τύχη του στην Αθήνα σπουδάζοντας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
«Λείπω εδώ και πολλά χρόνια και, δυστυχώς, λόγω των υποχρεώσεων που έχω οι επισκέψεις μου είναι πολύ αραιές και σύντομες. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι οι γονείς μου έχουν μετακομίσει σε ένα χωριό της λίμνης Δοϊράνης, όταν ανεβαίνω πηγαίνω συνήθως να τους δω γιατί τους έχω μακριά και έτσι δεν μένω στη Θεσσαλονίκη. Πάντως, εμένα κάπως με έπνιγε λίγο αυτή η πόλη. Ήταν η γενέτειρά μου, αλλά ήθελα να πάω αλλού. Είδα ότι η Αθήνα είναι μία μητρόπολη που έχει περισσότερες ευκαιρίες, ειδικά στη δουλειά μας. Η Θεσσαλονίκη μου δημιουργεί μία αίσθηση ασφυξίας όταν έρχομαι, αλλά θεωρώ ότι το καλλιτεχνικό της κομμάτι έχει πάντα μία καλή πρόταση. Ξεκινούν ωραία πράγματα και ωραίοι καλλιτέχνες από τη Θεσσαλονίκη», υποστηρίζει ο Ορέστης Τζιόβας.
Ωστόσο, παραδέχεται ότι ο δρόμος για την επιλογή του να φύγει από την οικογένεια και την πόλη του τόσο νωρίς δεν ήταν σπαρμένος με ροδοπέταλα.
«Έπρεπε και να εργάζομαι παράλληλα με τις σπουδές μου, καθώς δεν μπορούσαν να με στηρίξουν οι γονείς μου όσο χρειαζόμουν. Δόξα τω Θεώ ήμουν και σε μία κρατική σχολή που ήταν δωρεάν, αλλιώς δεν θα μπορούσα να παρακολουθήσω μαθήματα σε κάποια ιδιωτική. Κατάφερα να επιβιώσω κάνοντας δουλειές στην εστίαση που δεν χρειάζεται ειδίκευση, κουραστικές μεν, αλλά με καλά χρήματα. Αυτό το έχω μάθει και δεν μου φαίνεται ακραίο, το έχω κάνει και σχετικά πρόσφατα. Σε κάποιους ανθρώπους που έχουν μεγαλώσει στα μαλακά και εύκολα, φαίνεται βουνό να αφήσουν τη δουλειά τους και να κάνουν κάτι άλλο για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα. Τους καταλαβαίνω. Αυτό όμως εμένα με σκλήρυνε και με δυνάμωσε περισσότερο, αλλά μεγαλώνοντας κουράζομαι», λέει.
Ηθοποιός που έχει παρουσία στο θέατρο αλλά και στην τηλεόραση τονίζει πως θα έκανε πιο προσεκτικά βήματα στη μικρή οθόνη αν είχε μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια.
«Έχω κάνει συχνά εκπτώσεις στις επιλογές μου», παραδέχεται και συμπληρώνει: «Πέρα από τη δική μας δουλειά το πόσο προστατεύεται ο καθένας, το τι επιλογές κάνει και το πώς τον ορίζουν αυτές στο μέλλον, έχει να κάνει πάρα πολύ με την κουλτούρα του, την παιδεία του και το πώς αντιμετωπίζει συνολικά τη ζωή. Δηλαδή νομίζω ότι είναι υπερβολικό το να πεις ότι έκανα μία δουλειά στην τηλεόραση που με κατέστρεψε και μου κόστισε.
Αν πούμε ότι υπάρχει το ποιοτικό, το εμπορικό, ο τηλεοπτικός ή θεατρικός ηθοποιός, στα οποία εγώ δεν πιστεύω, θεωρώ ότι μπορείς να κάνεις μια τηλεοπτική δουλειά και να συνεχίσεις να είσαι ένας καλός θεατρικός και ποιοτικός ηθοποιός. Έχει να κάνει πολύ με την εσωτερική δύναμη και τη στάση ζωής. Έχω πει πάρα πολλά όχι και πάρα πολλά ναι σε τηλεοπτικές παραγωγές. Κάποια μου κόστισαν οικονομικά, κάποια καλλιτεχνικά. Κάθε πράγμα έχει το κόστος του. Θεωρώ ότι πάντα μπορείς να κινήσεις την κατάσταση προς τα εκεί που θέλεις».
Στις μέρες μας που η μοναξιά και η μοναχικότητα είναι κυρίαρχες τάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης ο ίδιος δηλώνει ξεκάθαρα υπέρ της συντροφικότητας.
«Δεν είμαι σίγουρος αν υποστηρίζω τη δυαδική ή την ομαδική συντροφικότητα. Όσον αφορά τις ερωτικές σχέσεις υπάρχει μία ρευστότητα στα συναισθήματα οπότε άλλες φορές πιστεύω στις δυαδικές σχέσεις και άλλες όχι. Με κλονίζει η απόρριψη, η απογοήτευση, η ατομικότητα, η ανεξαρτησία που μπορεί να κουβαλάει ο καθένας. Αυτά είναι ωραία χαρακτηριστικά, αλλά όταν δεν συμβαδίζουν ως προς αυτά δύο άνθρωποι δεν είναι και το πιο ευχάριστο που μπορεί να συμβεί. Από εκεί και πέρα άλλοι πληγώνονται και άλλοι πληγώνουν. Έτσι όμως είναι η ζωή».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25-26.02.2023