Το διαχρονικά «βουβό» έγκλημα της κακοποίησης ανήλικων παιδιών ακόμα και βρεφών είναι το θέμα των ημερών, με την προστασία του παιδικού πληθυσμού να αποτελεί μια ανάγκη πιο επιτακτική από ποτέ!
Η εκπαίδευση και η ετοιμότητα που δείχνουν οι γιατροί, οι ιατροδικαστές, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ψυχολόγοι, οι αστυνομικοί αλλά και οι εκπαιδευτικοί αποδεικνύεται υψίστης σημασίας προκειμένου να εντοπίζουν γρήγορα τα δείγματα κακοποίησης και να σωθούν αθώες ζωές!
Φως στην παιδική κακοποίηση και στις σημαντικότερες μορφές της (συναισθηματική, φυσική και σεξουαλική) προσπάθησαν να ρίξουν ειδικοί επιστήμονες κι επαγγελματίες που εμπλέκονται στην πρόληψη, την αναγνώριση και αντιμετώπισή της, σε όλες της τις μορφές, στο πλαίσιο του διαδικτυακού σεμιναρίου που διοργάνωσε η Ιατρική Εταιρεία Θεσσαλονίκης, χθες Τετάρτη 19 Οκτωβρίου.
Για ένα «αφανές έγκλημα» με τεράστιες διαστάσεις που συνήθως συμβαίνει μέσα από συγγενικά πρόσωπα μίλησε ο Πρόεδρος Ιατρικής Εταιρείας Θεσσαλονίκης, Απ. Αθανασιάδης, κατά τον χαιρετισμό του στην εκδήλωση, σκιαγραφώντας το πρόβλημα.
Η πρώτη ιατρική ειδικότητα με την οποία έρχεται σε επαφή ένα παιδί που έχει πέσει θύμα κακοποίησης είναι ο παιδίατρος. Η παιδίατρος – νεφρολόγος Στέλλα Σταμπουλή εξήγησε ότι η κακοποίηση μπορεί να πάρει πολλές μορφές. «Στην ουσία η δημιουργικότητα του θύτη συχνά ξεπερνά τη φαντασία και εντυπωσιάζει. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ περίπου ένα δισ. παιδιά ηλικίας 2-17 ετών βίωσαν σωματική, σεξουαλική, συναισθηματική κακοποίηση, βία ή παραμέληση το 2020, ενώ σχεδόν τρία στα τέσσερα παιδιά ηλικίας 2-4 ετών υφίστανται τακτικά σωματική τιμωρία ή ψυχολογική βία στα χέρια γονέων η και φροντιστών».
Ποιο όμως είναι το προφίλ των παιδιών που συνήθως βρίσκονται σε κίνδυνο για κάθε μορφή κακοποίησης;
Πρόκειται για παιδιά με ειδικές ανάγκες, με διανοητική αναπηρία, νευρολογική διαταραχή, χρόνια νοσήματα και αναγνώριση ομοφυλοφιλίας. Επίσης αυτά που ζουν με γονείς ή φροντιστές που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών, έχουν ψυχική ή νευρολογική διαταραχή ή εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες.
Οι οικονομικές δυσκολίες, η ακραία φτώχεια, οι οικογενειακές κρίσεις, η βία μεταξύ μελών της οικογένειας και η κοινωνική απομόνωση συνθέτουν ένα περιβάλλον που ευνοεί την κακοποίηση των παιδιών, όπως εξηγεί η κ. Σταμπουλή.
Η πρώτη και πιο συχνή μορφή κακοποίησης είναι η σωματική. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο παιδίατρος διακρίνει στο σώμα του παιδιού τραύματα που παρουσιάζουν μια κλιμάκωση. Μπορεί δηλαδή να εντοπίζει από μώλωπες, εγκαύματα, κατάγματα και κακώσεις μέχρι σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες.
Οι ανεξήγητοι είτε από το γονέα/ φροντιστή του παιδιού είτε από το ίδιο το παιδί τραυματισμοί βάζουν το γιατρό σε υποψίες για κακοποίηση, όπως και η συμπεριφορά του παιδιού, όταν πχ. κλαίει που βλέπει τους γονείς του.
Εξίσου οδυνηρή με τη σωματική κακοποίηση μπορεί να είναι και η συναισθηματική κακοποίηση, καθώς και οι λέξεις βλάπτουν, με ένα γονιό που υποτιμά, κακολογεί και κατηγορεί το παιδί για τα προβλήματα που έχει ή υπάρχει παραμέληση. Αποτέλεσμα αυτών η καθυστερημένη συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού, η κοινωνική απομόνωσή του, η απώλεια αυτοπεποίθησης, η κατάθλιψη κ.α.
Τέλος υπάρχει και η πιο αποκρουστική μορφή κακοποίησης, που κάποιος εμπλέκει ένα παιδί σε σεξουαλική δραστηριότητα. Η κακοποίηση αυτή μπορεί να είναι σωματική, λεκτική ή και συναισθηματική.
Σύμφωνα με την ίδια, «θα αναζητήσουμε κάθε είδους παραμέληση, εγκατάλειψη, φυσική, ιατρική, συναισθηματική ή εκπαιδευτική σε παιδιά με χαμηλό βάρος ή παχυσαρκία, κακή υγιεινή, ακατάλληλα για την εποχή ή παλιά ρούχα. Επιπλέον σε παιδιά που ζητιανεύουν ή κλέβουν τροφή ή χρήματα, κρύβουν φαγητό για αργότερα, έχουν φτωχό ιστορικό σχολικής φοίτησης, έλλειψη κατάλληλης ιατρικής ή οδοντιατρικής φροντίδας, απουσία εμβολιασμών και μένουν χωρίς επίβλεψη στο σπίτι για μεγάλα χρονικά διαστήματα».
Όπως επισημαίνει η κ. Σταμπουλή «η παιδική κακοποίηση έχει ως συνέπεια μειωμένη διά βίου σωματική και ψυχική υγεία με κοινωνικές και επαγγελματικές προεκτάσεις. Ένα παιδί που κακοποιείται είναι πιο πιθανό να κακοποιεί άλλους ως ενήλικας με αποτέλεσμα η βία να μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη».
Πώς αναγνωρίζεται και πώς εκτιμάται η κακοποίηση
O παιδοχειρουργός Βασίλειος Λαμπρόπουλος μίλησε για τον τρόπο που αναγνωρίζεται η όποια υπόνοια φυσικής και σεξουαλικής κακοποίησης. «Οι γιατροί πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν οποιοδήποτε σημάδια κακοποίησης, όπως σβήσιμο τσιγάρου στο σώμα του παιδιού, εγκαύματα, εντυπωματα δακτύλων επάνω του, μελανώματα, κακώσεις κλπ».
Υπογράμμισε επίσης τη σπουδαιότητα λήψης λεπτομερούς ιστορικού αλλά και των φωτογραφιών του παιδιού, πριν από οποιαδήποτε θεραπεία. «Το κακό με τη σεξουαλική κακοποίηση είναι πως είναι πολύ δύσκολο να διαγνωστεί. Ποσοστό κάτω από 10% των παιδιών έχει κλινικά ευρήματα κατά την εξέταση», σημείωσε.
«Ελλείψει καλλιέργειας ίσως αλλά και φροντίδας των γονέων, το 60% της παιδικής κακοποίησης οφείλεται στην παραμέληση και εγκατάλειψη του παιδιού, την οποία και πολύ δύσκολα καταλαβαίνει κανείς».
Αναφέρθηκε και στον σωστό τρόπο προσέγγισης του γιατρού με το θύμα, λέγοντας πως είναι μια δύσκολη υπόθεση. «Ο γιατρός πρέπει να επικοινωνήσει με απλές λέξεις με το παιδί, χωρίς παράλληλα να το καθοδηγεί για να μιλήσει.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία από τις ΗΠΑ, στην προ covid-19 εποχή το 10% των παιδιών που βρέθηκαν στα επείγοντα των νοσοκομείων είχαν υποστεί φυσική κακοποίηση. Ένα ποσοστό που δεν απέχει από τα ελληνικά δεδομένα. Μέσα στη διαφοροδιάγνωση των γιατρών στα νοσοκομεία πρέπει πάντα να συμπεριλαμβάνεται και η κακοποίηση».
Από την πλευρά του, ο παιδοψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής, Διευθυντής Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του Ιπποκράτειου Βάϊος Νταφούλης, εστίασε στα τραύματα που δεν φαίνονται στο σώμα ενός κακοποιημένου παιδιού, δίνοντας παράλληλα τα ποσοστά περιστατικών που έφτασαν στην κλινική.
«Με την πανδημία είχαμε μια αύξηση των περιστατικών παιδικής κακοποίησης. Από το 2019 έως τον Σεπτέμβριο του 2022, διερευνήθηκαν και αξιολογήθηκαν 117 περιπτώσεις καταγγελλόμενης κακοποίησης κυρίως σεξουαλικής, αλλά και σωματικής και συναισθηματικής κακομεταχείρισης-παραμέλησης ανηλίκων.
Οι περιπτώσεις μέσα στο 2022 ήταν 32. Οι ανήλικοι αντιμετωπίστηκαν κατά κανόνα στα εξωτερικά ιατρεία, νοσηλεύτηκαν σε ποσοστό 7-10%, ενώ σε ποσοστό 80% πιθανολογήθηκε ισχυρά η κακοποίηση των παιδιών. Τα έτη 2021- 2022 το 65%-75% των καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση αφορούσε παιδιά ηλικίας 3-7 ετών με το 92% των δραστών να προέρχεται από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον. Πλέον δεχόμαστε στην κλινική τέτοια περιστατικά σε εβδομαδιαία βάση».
Σχετικά με την ψυχική εικόνα των παιδιών, έκανε λόγο για παιδιά με μετατραυματικό στρες, ψυχοσωματικά ενοχλήματα, εφιάλτες, πτώση σχολικής επίδοσης, φόβο και ντροπή να πουν την αλήθεια. «Το παιδί πρέπει να μάθει να μιλάει για να προλάβουμε πολλές από αυτές τις συνέπειες», πρόσθεσε.
Καθοριστικός ο ρόλος του εκπαιδευτικού
Καθοριστικός θεωρείται και ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην αναγνώριση της παιδικής κακοποίησης. «Έρχονται στα ΚΕΔΑΣΥ για εκπαιδευτική αξιολόγηση αλλά αντιμετωπίζονται από την διεπιστημονική ομάδα του Κέντρου. Το παιδί συναντάται με κοινωνικό λειτουργό, εκπαιδευτικό, ψυχολόγο και αν χρειαστεί και με λογοθεραπευτή ή και φυσιοθεραπευτή. Οι επιστήμονες αυτοί μπορούν να παρατηρήσουν τις ενδείξεις κακοποίησης ή παραμέλησης.
Τα σημάδια στο σώμα, η φοβισμένη συμπεριφορά, η παραβατική συμπεριφορά, η καθυστερημένη αποχώρηση από το σχολείο ή η προσέλευση πολύ νωρίτερα, οι μαθησιακές δυσκολίες που δεν σχετίζονται με παθολογικά και ψυχολογικά αίτια, ο μεγάλος αριθμός απουσιών, η ξαφνική πτώση της σχολικής επίδοσης, η κόπωση, το χαμηλό σωματικό βάρος, η κακή σωματική υγιεινή είναι ενδείξεις ότι ένας μαθητής είναι θύμα κακοποίησης ή παραμέλησης», τονίζει ο προϊστάμενος του 1ου Κέντρου Διάγνωσης Αξιολόγησης και Υποστήριξης Β' Θεσσαλονίκης, Νίκος Απτεσλής.
Παράλληλα σημειώνει ότι όταν αντιλαμβάνονται οι εκπαιδευτικοί ότι έχει διαπραχθεί κακοποίηση σε βάρος ανηλίκου, καταφεύγουν στις αρμόδιες υπηρεσίες, στην αστυνομία και τον εισαγγελέα.
Ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού
Όπως εξηγεί η κοινωνική λειτουργός στο νοσοκομείο «Παπαγεωργίου», Κατερίνα Φωτιάδου «ο κοινωνικός λειτουργός εμπλέκεται στην ανίχνευση κακοποίησης κάνοντας συναντήσεις με την οικογένεια και σε κάποιες περιπτώσεις με το ίδιο το παιδί. Με τη λήψη ενός ολοκληρωμένου κοινωνικού ιστορικού γίνεται συλλογή πληροφοριών για το παιδί και την οικογένειά του.
Εφόσον μετά τη διαδικασία ανίχνευσης συλλέξει πληροφορίες που οδηγούν σε βάσιμη υποψία κακοποίησης, αναφέρει το περιστατικό στις αρμόδιες αρχές. Δηλαδή κάνει εισήγηση στον εισαγγελέα και ζητά να αξιολογηθεί το οικογενειακό περιβάλλον και ο εισαγγελέας με τη σειρά του διατάσσει κοινωνική διερεύνηση που πραγματοποιεί ο κοινωνικός λειτουργός της περιοχής κατοικίας».
Αναφερόμενη στην παιδική προστασία η κ. Φωτιάδου τόνισε πως,» ο τρόπος που συμπεριφερόσαστε στην ενήλικη ζωή είναι άμεσα συνδεδεμένος με τις εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας. Η γνώση ή η άγνοια της κοινωνίας μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη διάσωση ή τη διατήρηση της κακοποιητικής συμπεριφοράς».
Πού μπορούμε να αναφέρουμε περιστατικά κακοποίησης;
Μπορούμε να αναφέρουμε περιστατικά κακοποίησης γραπτώς:
- Στις εισαγγελικές αρχές
- Στην Ελληνική Αστυνομία, στο Τμήμα Ανηλίκων της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων, της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης
- Στον Συνήγορο του Πολίτη-Συνήγορο του Παιδιού
και προφορικά
- Στην 24ωρη Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά 1056 του Συλλόγου Χαμόγελο του Παιδιού, χωρίς χρέωση.
- Στην 24ωρη Εθνική Γραμμή Παιδικής Προστασίας 1107 του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
- Στην τηλεφωνική γραμμή «Μαζί για το Παιδί» 115 25.
Τι προσφέρει το Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων
Η αρμοδιότητα για την έρευνα εγκλημάτων όπως ο βιασμός, η προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, η ασέλγεια, η αποπλάνηση , η πορνογραφία και η μαστροπεία ανήκει στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων. Μια υπηρεσία που βρίσκεται Αστυνομικό Μέγαρο που με εξειδικευμένο προσωπικό διαθέσιμο επί 24ωρου βάσεως.
«Ο κώδικας ποινικής δικονομίας, που αφορά τον τρόπο εξέτασης των ανήλικων θυμάτων απαιτεί διορισμό παιδοψυχίατρου-ψυχολόγου, συνεργασία με ανακριτικούς υπαλλήλους και καταχώρηση της κατάθεσης σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, ενώ απαγορεύει τις παραπειστικές ερωτήσεις. Επομένως, για να δώσει κατάθεση ένα παιδί, πρέπει υποχρεωτικά πρώτα να το δει ο ψυχολόγος, ο οποίος θα δώσει την άδεια ώστε οι αστυνομικοί να μιλήσουν με το παιδί και να του πάρουν κατάθεση, στον έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο που έχουμε στην υπηρεσία», δηλώνει ο υπαστυνόμος Β΄ Λάζαρος Γρηγοριάδης, στο Τμήμα Ανηλίκων της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων στη Θεσσαλονίκη.
«Αυτό που προσπαθούμε, όσο είναι δυνατόν, οι αστυνομικοί της υπηρεσίας μας είναι να πάρουμε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούμε με μια και μόνο κατάθεση του παιδιού, ώστε να μην το “τραυματίζουμε” ή το ταλαιπωρούμε». Σημείωσε δε ότι για το τρέχον έτος στο Τμήμα Ανηλίκων της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων στη Θεσσαλονίκη, έφτασαν 55 περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης.
Εκτινάχθηκαν τα περιστατικά παιδικής κακοποίησης τα τελευταία 2-3 χρόνια
Η προϊσταμένη της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, ιατροδικαστής Ελένη Ζαγγελίδου αναφέρθηκε στην «ανθρωπογεωγραφία» των θυμάτων και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ίδια η υπηρεσία.
«Στην υπηρεσία είμαστε τρεις ιατροδικαστές που καλούμαστε να καλύψουμε περιστατικά σε ολόκληρη την Κεντρική Μακεδονία, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι πως η υπηρεσία μας, λόγο του νομικού πλαισίου της, δεν έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει νυχτερινές ώρες, κάτι που συχνά είναι καταλυτικό, μιας και πολλές περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης απαιτούν άμεση εξέταση. Όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από το συμβάν, τόσο λιγότερα ευρήματα έχουμε».
Οι γονείς εργαλειοποιούν τα παιδιά
Η κ. Ζαγγελίδου αναφέρθηκε και σε ένα παράδοξο φαινόμενο που παρατηρούν οι ιατροδικαστές το τελευταίο διάστημα σε πολύ συχνούς ρυθμούς. «Είναι εντυπωσιακό το ότι έχουμε πολλά ενδοοικογενειακά περιστατικά εργαλειοποίησης των παιδιών από τους γονείς, σε περιπτώσεις συγκρουσιακών διαζυγίων συνήθως. Οι γονείς αλληλοκατηγορούνται για πιθανή κακοποίηση του παιδιού, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσουν τα ευρήματα της εξέτασης ως προς την επιμέλεια του παιδιού».
Επεσήμανε ότι «κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης εκτινάχτηκαν τα περιστατικά σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, με εβδομαδιαία περιστατικά, υπογραμμίζοντας πως η ραγδαία αυτή αύξηση οφείλεται στο γεγονός ότι «ο ίδιος ο άνθρωπος έχει διαφοροποιηθεί πια και εκφράζεται μέσω της βίας μέσα σε μια βίαιη κοινωνία. Το 2022 είχαμε 102 περιστατικά σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης. Δεχόμαστε περιστατικά αυξημένης υποψίας κακοποίησης μιας και στην υπηρεσία μας δεχόμαστε περιστατικά προανακριτικής ή ανακριτικής διερεύνησης».
Το πρόβλημα της κακοποίησης είναι πολύ πιο εκτεταμένο από αυτό που φτάνει και καταγράφεται στις υπηρεσίες, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι υπηρεσίες δεν είναι αποκεντρωμένες, δεν υπάρχει η κατάλληλη εκπαίδευση των παιδιάτρων ώστε να αναγνωρίζουν το πρόβλημα και δεν υπάρχει κατάλληλος χώρος, όπου μπορούν να διενεργηθούν όλα όσα απαιτούνται για πλήρη έλεγχο που δεν υποβάλλει το παιδί σε ταλαιπωρία.
«Ευχής έργον θα ήταν η δημιουργία μιας δομής, όπως μια παιδοψυχιατρική κλινική, όπου όλοι οι επαγγελματίες υγείας να εξετάζουν το παιδί ταυτόχρονα και να ανταλλάζουν τις πληροφορίες που συλλέγει ο καθένας, ώστε να μην θυματοποιείται το παιδί πολλές φορές», σημειώνει.