«Οι οικονομίες ανακάμπτουν γρήγορα μετά από εξωγενή σοκ, όπως αυτό της πανδημίας. Όμως, στην παρούσα συγκυρία το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη αβεβαιότητα λόγω των μεταλλάξεων του COVID-19. Το ήδη πολύ υψηλό δημόσιο χρέος απαιτεί επαγρύπνηση», τονίζει στη «ΜτΚ» ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου, προσθέτοντας ότι όσο η χώρα βαδίζει στο δρόμο των διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων το μεγάλο επενδυτικό κενό και η ανεργία μπορούν να μειωθούν.
Την Πέμπτη ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για τις νέες επικουρικές συντάξεις. Επιγραμματικά τι αλλαγές επιφέρει; Και από πότε;
Η μεγάλη αλλαγή που εισάγεται μέσω του νομοσχεδίου είναι η σταδιακή μετατροπή της επικουρικής ασφάλισης από διανεμητική σε κεφαλαιοποιητική. Αυτό σημαίνει ότι οι εισφορές των ασφαλισμένων του νέου συστήματος θα κατευθύνονται σε ατομικούς λογαριασμούς και θα επενδύονται σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους. Η σύνταξη που τελικά θα λάβει ο ασφαλισμένος θα εξαρτάται από το ύψος των εισφορών που έχει καταβάλλει και από την απόδοση των επενδύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί με αυτές. Τη διαχείριση αυτής της διαδικασίας θα αναλάβει ένας νέος δημόσιος φορέας, το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες. Στο ΤΕΚΑ θα ενταχθούν όλοι οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας από 01/01/2022 που έχουν υποχρέωση επικουρικής ασφάλισης. Επιπλέον, μέσα στο 2022 θα δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενος μέχρι 35 ετών να επιλέξουν αν θέλουν να ενταχθούν στο νέο σύστημα.
Ποιος ο λόγος που επέβαλε αυτές τις αλλαγές, όταν μάλιστα η προηγούμενη μεταρρύθμιση που έγινε το 2020 εμφανίζονταν ότι θα είναι βιώσιμη για πολλά χρόνια;
Όπως έχω τονίσει πολλές φορές, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος δεν αμφισβητείται. Το πρόβλημα με το υφιστάμενο σύστημα επικουρικών συντάξεων σχετίζεται με την αναμενόμενη μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης δηλαδή της αναλογίας της επικουρικής σύνταξης προς τον μισθό. Αυτό οφείλεται στο ότι στο υφιστάμενο σύστημα «νοητής κεφαλαιοποίησης», χονδρικά, το σύνολο των πληρωμών για επικουρικές συντάξεις δεν μπορεί να υπερβαίνει το σύνολο των σχετικών εισφορών. Λόγω της δημογραφικής γήρανσης, τις επόμενες δεκαετίες αναμένεται αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων και, αργότερα, μείωση του αριθμού των εργαζομένων, γεγονός που οδηγεί σε σημαντική μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης. Με βάση την εμπειρία χωρών όπου κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα λειτουργούν εδώ και δεκαετίες εκτιμούμε ότι με την επιχειρούμενη αλλαγή, οι συνταξιούχοι του νέου συστήματος καταβάλλοντας τις ίδιες εισφορές θα λάβουν σημαντικά υψηλότερες συντάξεις σε σύγκριση με αυτές του υφισταμένου συστήματος.
Η μεταρρύθμιση αυτή στοχεύει (α)στον περιορισμό των επιπτώσεων του δημογραφικού στο σύνολο του ασφαλιστικού συστήματος, (β)στη δημιουργία αποταμιεύσεων, σημαντικό τμήμα των οποίων θα επενδυθεί στην εγχώρια οικονομία, δίνοντας ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, (γ) στη διασφάλιση υψηλότερων συντάξεων για τους μελλοντικούς συνταξιούχους όπως ήδη ανέφερα, και,(δ) στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της νέας γενιάς στην κοινωνική ασφάλιση και στη δημιουργία ισχυρών αντικινήτρων για ανασφάλιστη εργασία.
Γιατί αυτό το τόσο σημαντικό νομοσχέδιο δεν κατάφερε να έχει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης και τελικά ψηφίστηκε μόνο από τη ΝΔ;
Κύριε Οικονόμου, νομίζω ότι το ερώτημα αυτό πρέπει να το απευθύνετε στα κόμματα της αντιπολίτευσης και όχι στην κυβέρνηση που προσήλθε στο δημόσιο διάλογο με στοιχεία, διαφάνεια και συναινετική διάθεση. Δεν σας κρύβω ότι βρήκα τουλάχιστον οξύμωρο το γεγονός ότι μέρος της αντιπολίτευσης μας κατηγορούσε για τη μετατροπή της επικουρικής σε κεφαλαιοποιητική την ίδια στιγμή που υποστήριζε την άποψη ότι πρέπει να ενισχυθούν τα επαγγελματικά ταμεία που είναι, επίσης, κεφαλαιοποιητικά. Δυστυχώς, συχνά το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος φαίνεται να υπερτερεί όταν λαμβάνονται αποφάσεις για το μέλλον του ασφαλιστικού μας συστήματος, ακόμα και αν γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο ορίζοντας των αλλαγών ξεπερνά κατά πολύ τους εκλογικούς κύκλους.
Θα σας αναφέρω μερικές κριτικές που ακούστηκαν για το νέο νόμο: Πρώτον ότι πλήττει τόσο τους σημερινούς όσο και τους μελλοντικούς συνταξιούχους ως προς το ύψος της τελικής σύνταξης που θα λάβουν, καταλύοντας την αλληλεγγύη των γενεών. Τι απαντάτε;
Η διαγενεακή αλληλεγγύη είναι αμφίδρομη έννοια. Σε ένα διανεμητικό σύστημα, όπως το υφιστάμενο, η δημογραφική γήρανση επιβαρύνει υπέρμετρα τη νέα γενιά, αφού όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι πρέπει να χρηματοδοτούν τις συντάξεις όλο και περισσότερων συνταξιούχων, με προφανείς συνέπειες για το ποσοστό αναπλήρωσης και πιθανές πιέσεις για περεταίρω αύξηση εισφορών. Αντιθέτως, με την εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων, ενισχύεται η διαγενεακή αλληλεγγύη, καθώς αναμένουμε υψηλότερες συντάξεις για τη νέα γενιά χωρίς αύξηση εισφορών. Ταυτόχρονα, με το νόμο που ψηφίστηκε, παρέχεται ρητή εγγύηση για τους παλαιούς συνταξιούχους, ότι οι συντάξεις τους θα καταβάλλονται με βάση τους υφιστάμενους κανόνες, χωρίς καμία περικοπή.
Πάντως η μετάβαση στην νέα ασφάλιση θα έχει κόστος. Δεν θα επιβαρύνει την ανάπτυξη της χώρας;
Το νομοσχέδιο για την επικουρική ασφάλιση συνοδεύτηκε από τρεις μελέτες: αναλογιστική, μακροοικονομικών επιπτώσεων και βιωσιμότητας δημοσίου χρέους. Στην αναλογιστική μελέτη, εκτιμήθηκε το ακαθάριστο κόστος της μεταρρύθμισης, περίπου 56 δισ. σε βάθος πεντηκονταετίας. Όμως, η μακροοικονομική μελέτη δείχνει ότι οι επενδύσεις του ΤΕΚΑ στην ελληνική οικονομία οδηγούν σε υψηλότερο ΑΕΠ και απασχόληση, με αποτέλεσμα αυξημένα δημοσιονομικά έσοδα περίπου 50 δισ. στο ίδιο χρονικό διάστημα. Επομένως, πέρα από τις θετικές επιδράσεις της μεταρρύθμισης στο σύνολο της οικονομίας, το κόστος μετάβασης είναι απολύτως διαχειρίσιμο.
Ένα μεγάλο αγκάθι παραμένουν οι συντάξεις που εκκρεμούν. Ποιες είναι οι σκέψεις για να έχουμε γρήγορα καλύτερα αποτελέσματα;
Το ζήτημα των εκκρεμών συντάξεων είναι μεγάλο και χρόνιο πρόβλημα για τη λύση του οποίου εργαζόμαστε σκληρά. Τα μέτρα που έχουμε λάβει είναι αφενός ανακουφιστικά για τους πολίτες, όπως η προκαταβολή σύνταξης για όσους έχουν καταθέσει αίτηση συνταξιοδότησης, και αφετέρου μέτρα που αφορούν τη διαδικασία εκκαθάρισης των αιτημάτων συνταξιοδότησης. Ενδεικτικά, τέτοια μέτρα είναι η αναβάθμιση της υλικοτεχνικής υποδομής και των διαδικασιών του e-ΕΦΚΑ αλλά και η πρόσληψη projectmanager, ο οποίος ασχολείται αποκλειστικά με το θέμα των εκκρεμών συντάξεων. Ταυτόχρονα, οι πιστοποιημένοι λογιστές και δικηγόροι στους οποίους θα ανατίθενται αιτήματα συνταξιοδότησης βρίσκονται στη φάση της εκπαίδευσης και σύντομα θα μπουν και αυτοί στη μάχη της επίλυσης του προβλήματος.
Τα μέχρι στιγμή αποτελέσματα είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά καθώς ο Ιούνιος ήταν ο ένατος συνεχόμενος μήνας μείωσης των εκκρεμών αιτημάτων συνταξιοδότησης. Αναμένουμε ακόμα μεγαλύτερη μείωση των εκκρεμοτήτων εντός του 2021 και οριστική επίλυση του προβλήματος εντός του 2022. Όμως απαιτούνται και περαιτέρω δομικές αλλαγές για να αφήσουμε πίσω οριστικά το ζήτημα των εκκρεμών συντάξεων. Η πρώτη είναι η ψηφιοποίηση της ασφαλιστικής ιστορίας κάθε ασφαλισμένου -που έχει ήδη ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης- και η δεύτερη είναι η απλοποίηση και η κωδικοποίηση των ασφαλιστικών νόμων η οποία έχει ήδη ξεκινήσει.
Για το τέλος μία εκτίμηση πολιτική αλλά και οικονομική: Mετά την πανδημία τα σενάρια για την παγκόσμια οικονομία δεν είναι ιδιαίτερα θετικά, ενώ είναι πιθανό να έχουμε επιστροφή σε πιο σφιχτές πολιτικές εντός της ΕΕ. Τι προβλέπετε για το μέλλον;
Οι οικονομικές συνέπειες των μέτρων περιορισμού τα πανδημίας ήταν πολύ σημαντικές παγκοσμίως, ιδίως σε χώρες όπου κλάδοι που επλήγησαν με ιδιαίτερη δριμύτητα -όπως ο τουρισμός- είχαν μεγάλη συμβολή στο ΑΕΠ και την απασχόληση. Στην Ελλάδα, η αναστολή των περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας σε συνδυασμό με την συμμετοχή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, οδήγησαν σε απρόσκοπτο δανεισμό με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, επιτρέποντας τη γενναία στήριξη της οικονομίας, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων με μεταβιβάσεις που ξεπέρασαν τα 40 δισ.
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι συνήθως οι οικονομίες ανακάμπτουν γρήγορα μετά από εξωγενή σοκ, όπως αυτό της πανδημίας. Όμως, στην παρούσα συγκυρία το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη αβεβαιότητα λόγω των μεταλλάξεων του COVID-19. Ως προς τη χώρα μας, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ είναι μια ευκαιρία αλλαγής παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας. Οι πόροι αυτοί θα βοηθήσουν στην επιστροφή της οικονομίας σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και την αποκατάσταση των οικονομικών και δημοσιονομικών ζημιών σε περιβάλλον δημοσιονομικής σταθερότητας. Το ήδη πολύ υψηλό δημόσιο χρέος απαιτεί επαγρύπνηση. Πάντως, όσο η χώρα μας βαδίζει στο δρόμο των διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το μεγάλο επενδυτικό κενό και η ανεργία μπορούν να μειωθούν, τροφοδοτώντας την ανάπτυξη και μειώνοντας το λόγο χρέους/ΑΕΠ.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 11-12 Σεπτεμβρίου 2021.