«Αυτοσυγκράτηση» συνιστά σε ανακοίνωσή του ο τομέας Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ, απευθυνόμενος στην κυβέρνηση με αφορμή την επικύρωση από τη Eurostat του πλεονάσματος και του δημοσίου χρέους.
Με τίτλο «Ας κοπάσουν οι χοροί…», τονίζει:
Με αφορμή την επικύρωση από τη Eurostat του πλεονάσματος και του δημοσίου χρέους Γενικής κυβέρνησης για το 2022, και τους πανηγυρισμούς για τη δημοσιονομική βελτίωση της χώρας συνιστούμε αυτοσυγκράτηση.
Η καταγραφή βελτιωμένου πρωτογενούς αποτελέσματος το 2022 ως προς το 2021 προκύπτει κυρίως ως απόρροια των επιπτώσεων του πληθωρισμού στο σκέλος των εσόδων με την ετήσια αύξηση αυτών (13,7% σε ετήσια βάση) να είναι πολλαπλάσια του ρυθμού ανόδου των πρωτογενών δαπανών (μόλις 4% σε ετήσια βάση).
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί για την οικονομική αφαίμαξη των νοικοκυριών μεταξύ 2022 και 2021, με τα συνολικά έσοδα να αυξάνονται κατά περίπου 13 δισεκ. και τις συνολικές πρωτογενείς δαπάνες μόλις κατά περίπου 4 δισεκ. ευρώ. Η εικόνα υπερ-απόδοσης εσόδων και της επίτευξης οριακού πρωτογενούς πλεονάσματος νωρίτερα του αναμενομένου δεν συνάδει με τον όγκο των απλήρωτων υποχρεώσεων αλλά και την παρατηρηθείσα υπο-εκτέλεση κατηγοριών κοινωνικού προϋπολογισμού (κατά περίπου 430 εκ. ευρώ), όπως προκύπτει από τα στοιχεία εκτέλεσης προϋπολογισμών γεγονός που ακυρώνει κάθε έννοια ανταποδοτικότητας ενός δίκαιου φορολογικού συστήματος.
Αυτό που δεν διευκρινίζεται στους πανηγυρισμούς της Κυβέρνησης είναι το κατά πόσο έχει βελτιωθεί και η φοροδοτική ικανότητα της οικονομίας γεγονός που θα επέτρεπε την δικαιότερη αναδιανομή και μόνιμη και αποτελεσματική ενίσχυση κρίσιμων τομέων του κοινωνικού κράτους (Υγεία, Παιδεία κλπ.) τα επόμενα χρόνια. Επ’ αυτών η κυβέρνηση σιωπά.
Σχετικά με την εξέλιξη του δημοσίου χρέους και τη μείωση που παρατηρείται για το ίδιο έτος έναντι του 2021, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο πληθωρισμός μέσω της επίδρασης του παρονομαστή μαζί με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους (μέση ληκτότητα, χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης, και χαμηλό επιτοκιακό ρίσκο κλπ) επιτρέπουν τη ραγδαία απομείωση του ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η αύξηση του ενδοκυβερνητικού χρέους στα 400 δισ. ευρώ σε κάθε περίπτωση δημιουργεί υποχρεώσεις στην κεντρική κυβέρνηση αποστερώντας πόρους και διαθέσιμα για την προώθηση πλήθους αναπτυξιακών και λοιπών πρωτοβουλιών ευρύτερα από της Γενικής κυβέρνησης.
Τέλος, αναφορικά με την συνολική δημοσιονομική θέση επισημαίνουμε ότι τόσο το 2023 όσο και το 2024 αποτελούν σημαντικά έτη προσαρμογής που θα απαιτήσουν τη σταθεροποίηση της οικονομίας σε συστηματικά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, δεδομένου των υφεσιακών επιδράσεων του πληθωρισμού (που αργά αποκλιμακώνεται) και των υψηλότερων επιπέδων επιτοκίων. Ως τότε υπάρχει ακόμα δρόμος.