του Νίκου Ασλανίδη
Έφυγε σήμερα από τη ζωή. σε ηλικία 104 ετών, η τελευταία πρόσφυγας πρώτης γενιάς που ζούσε στην προσφυγομάνα Καλαμαριά. Πρόκειται για τη Χρυσαυγή Ζουρελίδου- Παπαδοπούλου που είχε τρία παιδιά, επτά εγγόνια, επτά δισέγγονα και ένα τρισέγγονο...
Με τη συνάδελφο Χρύσα Αράπογλου, πριν από τρία χρόνια την επισκεφθήκαμε στο σπίτι της και μας εντυπωσίασε με την καταπληκτική διαύγεια που είχε.
Τη ζητήσαμε να μας δώσει συνέντευξη και δέχθηκε με χαρά. Μας μίλησε για την Τραπεζούντα από όπου έφυγε σε ηλικία έξι ετών.
«Γεννήθηκα το 1917 στην Τραπεζούντα. Δυστυχώς δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από την Τραπεζούντα γιατί φύγαμε με την ανταλλαγή όταν ήμουν έξι χρονών. Εκείνο που θυμάμαι είναι τον πατέρα μου που ήταν γλύπτης και έκανε ωραία έργα. Δούλευε σε έναν Τούρκο και του έκανε γλυπτά σε μια μεγάλη βρύση. Τότε αρρώστησε και τον πήγαν στο νοσοκομείο όπου πέθανε. Έτσι μείναμε ορφανά. Η μάνα μου είχε τρία παιδιά και ήταν έγκυος στο τέταρτο. Μας πήρε και μαζί με τη γιαγιά μου μπήκαμε σε ένα βαπόρι το 1923 και ήρθαμε στην Καλαμαριά. Δεν θυμάμαι τίποτα από το βαπόρι και απορώ. Αργότερα η μάνα μου, μου έλεγε πως δεν μας άφηνε να βλέπουμε τον κόσμο που πέθαινε και τον πετούσαν στη θάλασσα. Εκείνο που θυμάμαι όμως πολύ έντονα ήταν μόλις πάτησα το πόδι μου στην Αρετσού. Εκεί ήταν τα απολυμαντήρια και μας βάλανε να πλυθούμε. Πρώτα όμως μας έκοψαν τα μαλλιά γιατί είχαμε ψείρες...»
Η κ. Χρυσαυγή με την οικογένεια της εγκαταστάθηκαν στους θαλάμους που υπήρχαν στην περιοχή κοντά στο σημερινό ναό της Μεταμορφώσεως. Σε αυτούς τους θαλάμους μείνανε 20 ολόκληρα χρόνια...
"Ήταν μεγάλοι ξύλινοι θάλαμοι που κάθε οικογένεια είχε ένα μικρό χώρο» πρόσθεσε η κ. Χρυσαυγή. «Επειδή δεν υπήρχαν ενδιάμεσοι τοίχοι, για να μην βλέπει η μια οικογένεια την άλλη βάζαμε σεντόνια, κιλίμια και ψάθες. Αυτά τα χωρίσματα έγιναν αιτία και έχασε το μάτι του ο άνδρας μου. Όταν ήταν 11 χρονών παιδάκι προσπαθούσε με τον πατέρα του να κάνει ένα τέτοιο χώρισμα με πανί. Ο πατέρας του έραβε το πανί με μια μεγάλη βελόνα από τη μια πλευρά και ο Σάββας από την άλλη έπαιρνε τη βελόνα και την έδινε πίσω. Κάποια στιγμή όμως ο πατέρας του χωρίς να το καταλάβει τον κάρφωσε με τη βελόνα στο μάτι...".
Στους θαλάμους αυτούς ζούσαν περισσότερες από 200 οικογένειες. Δεν υπήρχε κουζίνα και η κάθε νοικοκυρά μαγείρευε μέσα στο χώρο της με αποτέλεσμα πολλές φορές οι ξύλινοι τοίχοι να αρπάζουν φωτιά και να κινδυνεύουν ζωές. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και το βράδυ όλοι χρησιμοποιούσαν γκαζόλαμπες. Υπήρχε μόνο μία βρύση σε κάθε συνοικία και όλοι στήνονταν στην ουρά για να πάρουν νερό. Πολλές φορές οι γυναίκες πιάνονταν από τα μαλλιά όταν η μία έπαιρνε τη σειρά της άλλης… Το τηλέφωνο ήταν άγνωστη λέξη και όταν αρρώσταινε κάποιος έπρεπε να πάει σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης.
«Θυμάμαι ότι επειδή οι παράγκες είχαν για σκεπή λαμαρίνες, το καλοκαίρι έκανε πολύ ζέστη και έτρεχε η μύτη μου αίμα. Είχα πάθει και ελονοσία και πήγα στο νοσοκομείο. Τότε για να πας στη Θεσσαλονίκη έπρεπε να πας με τα πόδια μέχρι το Ντεπό και μετά παίρναμε το τραμ. Είχε πολλές λάσπες γι’ αυτό και λέγανε την Καλαμαριά «τσαμούρια”...Κάποιοι έπαιρναν μαζί τους και δεύτερο ζευγάρι παπούτσια για να μην μπαίνουν στο τραμ λασπωμένοι... Υπήρχε πολύ φτώχεια. Κοιμόμασταν όλοι στρωματσάδα και είχαμε γεμίσει ψύλλους και τσιμπούρια. Η μάνα μου έριχνε ζεματιστό νερό και μια κίτρινη σκόνη για να τα περιορίσει. Για να μας μεγαλώσει δούλευε σε ξένα σπίτια πλουσίων. Μαγείρευε και έκανε διάφορες δουλείες. Μόλις τελείωσα το δημοτικό σχολείο με έστειλε να δουλέψω σ’ ένα εργοστάσιο που έκανε χαλιά. Εκεί η διευθύντρια όταν με είδε, δεν με κράτησε, γιατί είπε ότι ήμουνα πολύ μικρή για τέτοια δουλειά. Μετά ήρθε ο πόλεμος και έφυγε ο μεγάλος μου αδελφός στο αλβανικό μέτωπο. Μόλις γύρισε παντρεύτηκα τον Σάββα μέσα σε αυτούς τους θαλάμους. Θυμάμαι ήρθε ο παπά Νικόλας και μας πάντρεψε νύχτα... Ήταν πολύ καλός παπάς και δεν έπαιρνε λεφτά. Στην ανταλλαγή είχε χάσει την παπαδιά και τον μονάκριβο γιο του γι αυτό πάντα ήταν λυπημένος...".