Η εποχή του «φθηνού» χρήματος λαμβάνει απότομο τέλος την ώρα που το πληθωριστικό ράλι επιταχύνει δοκιμάζοντας τα όρια κρατών και πολιτών. Το κόστος ζωής σημειώνει απότομα άλματα με την αδηφάγα ακρίβεια να ανατροφοδοτεί τον πληθωρισμό (τον ρυθμό αύξησης των τιμών δηλαδή) ο οποίος με τη σειρά του κρατά σε ομηρία ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα, πιέζοντας τα οικονομικά μεγέθη.
Από τον Σεπτέμβριο και μετά, που θα ακολουθήσει και δεύτερη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ μετά από αυτή του Ιουλίου που ανέβασε κατά 25 μονάδες βάσης τα επιτόκια, οι έξοδοι της Ελλάδας στις αγορές θα γίνονται σε πολύ πιο αντίξοο περιβάλλον σε σχέση με το σημερινό, αφού θα έχει προηγηθεί σειρά αυξήσεων των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα μέχρι πρότινος αρνητικά επίπεδα, κάτι που μέχρι πρόσφατα περιμέναμε να συμβεί προς το τέλος του έτους, οπότε θα είχε ολοκληρωθεί το πρόγραμμα δανεισμού του ελληνικού δημοσίου για το 2022. Βέβαια η χώρα μας διατηρεί ταμειακά αποθέματα περί τα 40 δισ. ευρώ, γεγονός που τη «θωρακίζει» απέναντι στο τσιμπημένο κόστος δανεισμού με τις εξόδους στις αγορές να περιορίζονται σε... λίγες και καλές.
Η άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων (δηλαδή οι επενδυτές λόγω αυξημένου ρίσκου δανείζουν ακριβότερα τη χώρα) αυξάνει τους κινδύνους προκαλώντας επιφέροντας μία σειρά (ελεγχόμενων;) επώδυνων επιπτώσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Το σφίξιμο των λουριών και η ταχεία αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της EKT, την οποία και επιβάλλει το παρατεταμένο πληθωριστικό σοκ που σφυροκοπά την Ευρωζώνη, έχει σοβαρό αντίκτυπο για την Ελλάδα, καθώς δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τους όρους πρόσβασης στις αγορές, με την αύξηση των επιτοκίων να ακριβαίνει τον δανεισμό. Ταυτόχρονα φρενάρει ο ρυθμός μείωσης του ελληνικού χρέους, με το μέσο σταθμικό κόστος του ανεξόφλητου χρέους να αυξάνεται. Αυτό θα έχει τεράστιο αντίκτυπο και στο κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά και στο πληγωμένο πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας σε μία περίοδο που ακόμα η χώρα παλεύει να ανακτήσει την αξιοπιστία της.
Η πιο άμεση επίπτωση από τις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ αναμένεται να αντικατοπτριστεί στο κόστος δανεισμού. Τόσο για τους ιδιώτες όσο και για τα κράτη, ειδικά για εκείνα με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα.
Οι σημαντικότερες επιπτώσεις με τις οποίες θα έρθουν αντιμέτωποι πολίτες, επιχειρείν και οικονομία θα είναι οι εξής:
1) Άνοδος των επιτοκίων στα δάνεια ακόμα και αυτών με κυμαινόμενο επιτόκιο που δεν λαμβάνεται υπόψη η αρνητική τιμή του euribor καθώς ήδη για διάρκειες 3 μηνών είναι θετικό. Αυτό αφορά κυρίως τα επιχειρηματικά και τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά κυμαινόμενου επιτοκίου. Για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ, η αύξηση κατά 0,50 στο επιτόκιο σημαίνει ότι μηνιαίως τα νοικοκυριά θα δαπανούν 25 ευρώ περισσότερα για να εξυπηρετήσουν τη δόση του δανείου τους, με ένα μέσο επιτόκιο 3,5% από 3%.
Είναι προφανές πως τα νοικοκυριά θα υποστούν ένα ακόμα πλήγμα πέραν της εντεινόμενης ακρίβειας με την καθημερινότητά τους να δυσχεραίνει έτι περαιτέρω. Από το 2023 πρέπει να αναμένεται σημαντική αύξηση στα σταθερά επιτόκια των νέων στεγαστικών δανείων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το υπόλοιπο των δανείων προς το σύνολο του ιδιωτικού τομέα ανέρχεται σήμερα σε 109 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 60 δισ. ευρώ αφορούν επιχειρηματικά δάνεια, τα 40 δισ. ευρώ στεγαστικά και τα υπόλοιπα είναι καταναλωτικά. Η συντριπτική πλειονότητα των δανείων στην ελληνική αγορά, σχεδόν το 95%, συνδέεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, κυρίως με το διατραπεζικό επιτόκιο euribor 3 μηνών, το οποίο σήμερα είναι αρνητικό. Τα δάνεια ιδιωτών είναι κατά 90% κυμαινόμενου επιτοκίου. Στα επιχειρηματικά δάνεια, σχεδόν όλα έχουν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
2) Δυσκολία άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές για τις επιχειρήσεις, κάτι που θα τις αναγκάσει να ακολουθήσουν μία αμυντική στρατηγική αναβάλλοντας ενδεχόμενες επενδύσεις που σχεδίαζαν, παγώνοντας παράλληλα σχέδια επέκτασης.
3) Αύξηση επιτοκιακών εσόδων για τις τράπεζες κατά περίπου 250-300 εκατ. ευρώ (ετήσια βάση) κυρίως από την πλευρά των δανείων αλλά και σοβαρός κίνδυνος για την «γέννηση» νέας γενιάς κόκκινων δανείων την ώρα που φαινόταν πως πήγαιναν να ξεμπερδέψουν με τα παλιά.
4) Σχεδόν μηδενική αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, καθώς αυτή έρχεται με άνοδο των επιτοκίων της ΕΚΤ πάνω από το 0,5%. Συνεπώς οι καταθέτες δεν θα πρέπει να έχουν και μεγάλες προσδοκίες.
5) Επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης (θα δίνονται δυσκολότερα δηλαδή νέα δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρείν) λόγω αύξησης του κόστους δανεισμού και κυρίως εάν το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού αυξηθεί (ονομαστικό - πληθωρισμός). Γενικά, ο πληθωρισμός ενισχύει την πιστωτική επέκταση, αρκεί το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού να είναι αρνητικό ή μικρό. Η κτηματαγορά είναι λίαν πιθανό να επηρεαστεί καθώς θα υπάρξει μείωση ζήτησης για στεγαστικά δάνεια. Ο αντίλογος εδώ λέει ότι ο πληθωρισμός μπορεί να μετατρέψει τα ακίνητα σε καταφύγιο και προστασία κατά της μείωσης του εισοδήματος από την άνοδο των τιμών.
6) Μείωση ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αύξηση του πραγματικού επιτοκίου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα υπολογίζεται πως οδηγεί σε μείωση του ΑΕΠ κατά 0,5%. Η επιβράδυνση της οικονομίας από την άνοδο των επιτοκίων είναι απότοκο της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας (πτώση επενδύσεων, υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης), η οποία δίνει τη θέση της σε αύξηση της αποταμίευσης.
Σε κάθε περίπτωση, μέχρι τουλάχιστον τα μισά του 2023 η οικονομική δραστηριότητα παγκοσμίως θα βρίσκεται σε διαρκή αναταραχή με τις πιο αδύναμες οικονομίες, όπως η ελληνική που αξίζει να σημειωθεί πως επιδεικνύει εξαιρετική προσαρμοστικότητα στις αντίξοες συνθήκες, να καλούνται να διέλθουν μέσα από συμπληγάδες για να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στις προκλήσεις.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 07.08.2022