Το έργο «Πεθαίνω σαν χώρα», γραμμένο το 1978 από τον Δημήτρη Δημητριάδη, μας κάνει μάρτυρες μιας χώρας που καταρρέει, σε έναν χρόνο όπου καμιά γυναίκα δεν φέρνει πια παιδί στον κόσμο. Μετά από χίλια χρόνια πολέμου και ενώ ο εχθρικός στρατός πρόκειται να περάσει από ώρα σε ώρα τα σύνορα, βλέπουμε το έθνος να διαλύεται, εξουθενωμένο από την ίδια του την ιστορία και ανίκανο πια να αντισταθεί.
Μήπως σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Πάντως η σκηνοθέτης και ηθοποιός της παράστασης Αλίκη Στενού επέλεξε να ασχοληθεί με το κείμενο αυτό πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, όταν είχε επιστρέψει από το Λονδίνο και μαζί με τη φίλη και συνεργάτη της Δήμητρα Νταντή (βοηθό σκηνοθέτη) συζητούσαν τη σχέση τους με τη χώρα αυτή που «όλο μας διώχνει και όλο επιστρέφουμε», όπως λέει η σκηνοθέτης. «Αρχικά οι λόγοι που με έκαναν να αγαπήσω αυτό το κείμενο ήταν οι αιχμηρές του λέξεις που άγγιζαν την ψυχή μου απελευθερώνοντας μια οργή και μια θλίψη για αρκετές δυσλειτουργίες και εμπόδια που έβρισκα στην Ελλάδα. Έτσι αρκετά χρόνια είχα επιλέξει να κάνω ένα μπρος πίσω μεταξύ Ελλάδας και εξωτερικού, με νέα ξεκινήματα κάθε φορά αλλά νιώθοντας πάντα κάτι να με φέρνει πίσω. Αυτό το κείμενο με έβαλε σε έναν διάλογο με την χώρα και την ιστορία μας που με πάθιαζε, μιας και ο λόγος του Δημήτρη Δημητριάδη είναι ιδιαίτερα ορμητικός. Κι έτσι θέλησα να μοιραστώ αυτά τα λόγια, να τα ακούσω να λέγονται φωναχτά».
Όταν εντωμεταξύ ξέσπασε κι ο πόλεμος στην Ουκρανία, τότε ήρθε να επιβεβαιωθεί η οικουμενικότητα και η διαχρονικότητα του κειμένου. «Με τις εικόνες που περιγράφονται μέσα σε αυτό και που ίσως από κάποιους πριν να θεωρούνταν ακραίες, τώρα να ακούγονται στα δελτία ειδήσεων και να αποτελούν μέρος της καθημερινότητας», τονίζει η Αλίκη Στενού.
Σε τι κατάσταση μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, ψυχικά και σωματικά
Το έργο που ανέβηκε στην Αθήνα έρχεται τώρα και στη γενέτειρα του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα έργο που έχει παιχτεί αρκετές φορές. Τι ενδιέφερε τη σκηνοθέτη κυρίως να αναδείξει; «Τις λέξεις που βγαίνουν μέσα από την ψυχή ενός σώματος που πάλλεται. Αυτή η σχέση σώματος και λόγου με ενδιαφέρει πολύ. Σε τι κατάσταση μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος -ψυχικά και σωματικά- προκειμένου να μπορέσει να αρθρώσει αυτό το πυκνογραμμένο κείμενο, που μοιάζει στο τέλος με ερωτική επιστολή, γραμμένη προς τη χώρα, από έναν αποστολέα του οποία ο έρωτας δεν βρήκε ανταπόκριση», επισημαίνει.
Στην αρχή προβληματίστηκε για το πώς ένα πεζογράφημα (το «Πεθαίνω σαν χώρα» είναι γραμμένο ως πεζογράφημα) μεταφέρεται στη σκηνή ως θεατρική παράσταση, για το πώς το σώμα του ηθοποιού μπορεί να βρίσκεται σε απόλυτη δράση, ενώ μπαινοβγαίνει ως αφηγητής σε εικόνες τις οποίες ενεργοποιεί μπροστά στον θεατή. «Με απασχόλησε επίσης αρκετά ποια θα είναι η διαδρομή μέσα από την οποία ο ηθοποιός θα χάσει σταδιακά τον έλεγχο, προκειμένου να υπερβεί ορισμένες καθαρά εγκεφαλικές διεργασίες και σιγά- σιγά να αρχίσει να κατοικεί εκείνο ‘το άλλο σώμα’, όπως λέγεται στο κείμενο, ‘το πολυκέφαλο και αξεδίψαστο, που χτυπιέται μέσα σε κάθε σώμα με εξωφρενικές και άσπλαχνες διαθέσεις’. Πώς θα καταφέρει δηλαδή ο ηθοποιός σταδιακά να μεταβεί στην ανεξέλεγκτη περιοχή των ενστίκτων. Με αφορούσε επίσης πολύ και ο ρυθμός του έργου, πώς όλο αυτό θα μοιάζει τελικά με μουσική παρτιτούρα, οι αυξομειώσεις των εντάσεων και οι εναλλαγές των χρωμάτων, προκειμένου τελικά το σύνολο να αποτελέσει μια ολοκληρωμένη όσο γίνεται σύνθεση», υπογραμμίζει η σκηνοθέτης.
Η εμπειρία των ηθοποιών
Την εμπειρία της παράστασης περιγράφουν στο makthes.gr οι ηθοποιοί της. Ο Αντώνης Σανιάνος τονίζει ότι από τις υπέροχες κουβέντες με τους συναδέλφους του μέχρι και τα βράδια πριν κοιμηθεί σκεφτόταν ένα μεγάλο ταξίδι πάνω στην φράση Πεθαίνω σαν χώρα. «Είναι μοναδική εμπειρία στα 31 σου χρόνια να παίρνεις την ευθύνη για να επικοινωνήσεις μια ιστορία στον κόσμο για έναν λαό που διαλύεται και δεν έχει από πού να κρατηθεί. Από την πρώτη πρόβα μέχρι και όλες τις παραστάσεις που έχουμε παίξει μέχρι στιγμής, πιστεύω πως διατηρούμε ως ομάδα έναν παλμό που μεταφέρει τη δική μας ελπίδα για τη χώρα μας, για κάθε χώρα, που αξίζει να μείνει στο φως και όχι να πεθάνει. Ευχαριστώ τους συμπαίκτες μου που μοιραστήκαμε γενναία τις ανησυχίες μας και τις ευθύνες μας απέναντι στο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Είχα πάντα την επιθυμία να ανέβει η παράσταση στην πατρίδα της, την Θεσσαλονίκη».
Η Δήμητρα Ναντή από την πλευρά της σημειώνει πως καθένας από όλους ως αφηγητής στο έργο εκφράζει την προσωπική του αγωνία, και τη σχέση του με τη χώρα και την κληρονομιά της. «Η Αλίκη προσέγγισε ατομικά τον κάθε ηθοποιό και η πρώτη συζήτηση που είχαμε ήταν πάνω στην ερώτηση ‘ποιά είναι η σχέση σου με τη χώρα;’. Το πρώτο κομμάτι της προετοιμασίας της παράστασης περιελάμβανε πολλή δουλειά εξαιτίας των πολυεπίπεδων νοημάτων του έργου. Στη συνέχεια οι αυτοσχεδιασμοί και το σώμα ως ‘είσοδος’ αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας. Ο Νίκος Τουλιάτος ήρθε σε μεταγενέστερο χρόνο και με το μοναδικό μουσικό του ένστικτο ενίσχυσε την σκηνική δράση. Οι πρόβες ήταν μια μοναδική εμπειρία , η περίοδος όπου η επιθυμία μας μετουσιώθηκε σε πράξη και δημιουργία».
Ο Σίμος Κωστάκογλου φέρνει στο άκουσμα της παράστασης μια λέξη: Σκάψιμο. «Συνεχές σκάψιμο. Δε σταμάτησε ποτέ κατά τη διάρκεια των προβών και των παραστάσεων. Μόνο κερδίσαμε από την προετοιμασία και αποκρυσταλλώθηκε σε μια μεγάλη εμπειρία. Και συνεχίζει...Είναι αυτό λέμε, θα το 'κανα ξανά και ξανά και ξανά...!», υποστηρίζει.
Τέλος, η Λίνα Κομνηνού μιλά για την εμπειρία αυτή ως χώρο. «Χώρος συνάντησης με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, και του κειμένου, χώρος συνάντησης με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας μέσω του κειμένου. Ατελείωτες ώρες προβών, με υπομονή ή κ όχι, αγωνία και επιμονή στην κοινή μας ανάγκη να κατανοήσουμε που μας ενώνει το κείμενο. Προστατευμένος χώρος έρευνας, όπου σκάβω, λερώνομαι /όπου τι άλλο; / δουλεύοντας αδιάκοπα. Μια διαδικασία συλλογική ως προς την αφήγηση της».
Η παράσταση θα παιχτεί στις 10 και 11 Οκτωβρίου στις 9μμ στο Metropolitan the Urban Theater (Βασ. Όλγας 65 και Φλέμινγκ 2).