«Πέφτουμε απ’ τα σύννεφα. Δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα στη γειτονιά». Αυτές είναι οι δύο φράσεις που ακούν συχνά οι αστυνομικοί συντάκτες όταν αναζητούν την αλήθεια σε περιπτώσεις εγκλημάτων. Στην περίπτωση της Credit Suisse, δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της Ελβετίας και όγδοης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας του κόσμου, το μόνο που έπεσε απ’ τα σύννεφα ήταν η μετοχή της (από τις αρχές του έτους έχει χάσει άνω του 55% της αξίας της). Οσο για δικαιώματα; Αυτά ήταν τόσο πολλά που μπορούν να κάνουν κάποιον να αναρωτιέται αν πράγματι αφορούν ένα σοβαρό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
Πάει πολύς καιρός που η Credit Suisse βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά σε μια τράπεζα με ιστορία 167 ετών; Τα σκάνδαλα διαδέχονταν το ένα το άλλο, τα πρόστιμα από τις ρυθμιστικές αρχές έπεφταν με ρυθμό πολυβόλου, οι συμβιβασμοί κόστιζαν εκατομμύρια, τα πρόσωπα που τη διοικούσαν άλλαζαν σαν τα πουκάμισα. Και οι επενδυτές, τρομαγμένοι απ’ όσα έβλεπαν και περισσότερο απ’ όσα κατάλαβαν ότι δεν έβλεπαν, άνοιγαν την πόρτα της εξόδου κατά χιλιάδες.
Τα προβλήματα υπήρχαν και γιγαντώνονταν τα τελευταία χρόνια, όπως αναφέρει το protothema. Και το «μπαμ» θα είχε γίνει νωρίτερα, στο τρίτο τρίμηνο του περασμένου έτους, αν για μία ακόμα φορά δεν έσωζαν την παρτίδα οι Αραβες. Μετά τα χρήματα της σαουδαραβικής οικογένειας Ολαγιάν και των Καταριανών που επένδυαν στην τράπεζα όταν τα πράγματα σκούραιναν πολύ, τη σωτήρια ένεση ρευστότητας έδωσε ο διάδοχος πρίγκιπας της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Τον περασμένο Οκτώβριο, μετά την ανακοίνωση των ζημιών 4 δισ. ευρώ από την τράπεζα, η Saudi National Bank έδωσε επιπλέον 1,5 δισ. ευρώ στην Credit Suisse (είχε ήδη βάλει 4 δισ.), ανεβάζοντας το ποσοστό της στο 9,9%. Ετσι, οι Σαουδάραβες έγιναν οι μεγαλομέτοχοι της ελβετικής τράπεζας δίνοντας χρήμα χωρίς... ερωτήσεις: δεν ήθελαν περαιτέρω ποσοστό ώστε να μην εμπλακούν σε ρυθμιστικά και λογιστικά προβλήματα, δεν τοποθέτησαν μέλη στο Δ.Σ., δεν ζήτησαν τίποτα, απλά θεώρησαν ότι κάνουν μια συμφέρουσα επένδυση.
Ωστόσο, και αυτό το φιλί ζωής από τον πρίγκιπα δεν κράτησε πολύ. Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank και η αβεβαιότητα για την επιτοκιακή πολιτική των κεντρικών τραπεζών επέτειναν τους φόβους των επενδυτών και ο... αδύναμος κρίκος φάνηκε αμέσως. Η μετοχή της Credit Suisse έπεσε σε ιστορικό χαμηλό και η κεφαλαιοποίησή της συρρικνώθηκε σε κατά τι περισσότερο από 7 δισ. ευρώ. Προκλήθηκε πανικός, και ακόμα περισσότερο όταν οι Σαουδάραβες ξεκαθάρισαν ότι δεν θα παράσχουν άλλο ρευστό, επειδή δεν θέλουν να προκαλέσουν παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών, κάτι που θα γίνει αν το ποσοστό τους περάσει το 10%. Και έτσι την πρώτη λύση έδωσε, αντί της SNB, η... SNB, δηλαδή η Swiss National Bank, η οποία δεσμεύτηκε να βάλει περισσότερα από 50 δισ. ευρώ στην Credit Suisse. Χρειάστηκε, όμως, και δεύτερη παρέμβαση υπό τη μορφή της εξαγοράς της Credit Suisse από τη UBS έναντι 3,2 δισ. δολαρίων και η χορήγηση πιστωτικής γραμμή μέχρι 100 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (πάνω από 100 δισ. δολάρια) στην UBS και την Credit Suisse από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας για να ηρεμήσουν οι αγορές και να μειωθούν οι ανησυχίες.
Ηλεκτρική καρέκλα
Ολα αυτά που συνέβησαν και συμβαίνουν έχουν μια αρχή και μια συνέπεια: η φερεγγυότητα και η αξιοπιστία της φημισμένης τράπεζας είχαν γίνει πιο διάτρητες κι από ελβετικό τυρί. Για αυτή την κατάσταση είχαν φροντίσει τα στελέχη της Credit Suisse, που την ενέπλεξαν σε σκάνδαλα διαφθοράς, φοροδιαφυγής, ακόμα και κατασκοπείας, τη μετέτρεψαν σε «πλυντήριο» και την έμπλεξαν σε σκοτεινές συναλλαγές παντός είδους. Και, για να λέμε την αλήθεια, το πρόβλημα ρευστότητάς της θα ήταν κατά τι μικρότερο αν δεν είχε αναγκαστεί να πληρώσει πρόστιμα ύψους 114 δισ. ευρώ τα τελευταία 22 χρόνια. Οχι ότι έτσι τελείωσε με τα σκάνδαλα. Αλλωστε, μέχρι σήμερα, έχει περίπου δέκα ανοιχτές υποθέσεις με τη Δικαιοσύνη. Και όχι τυχαία, εκτός από τους πελάτες, την πόρτα της εξόδου περνούν... τρέχοντας δεκάδες κορυφαία στελέχη της, όπως ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος Κρίστιαν Μάισνερ, ο παγκόσμιος επικεφαλής των πιστωτικών προϊόντων της Ντάνιελ ΜακΚάρθι, ο συνεπικεφαλής του παγκόσμιου τραπεζικού τομέα Γενς Βέλτερ και πολλοί ακόμα.
Αυτό είναι που κάνει την ηλεκτρική καρέκλα να μοιάζει... πολύ ασφαλής μπροστά στη θέση του CEO της Credit Suisse. Ο Αμερικανός τραπεζίτης Μπρέιντι Ντάγκαν, που είχε οριστεί στη θέση το 2007 και είχε οδηγήσει την τράπεζα σε ασφαλή νερά τα χρόνια της κρίσης, θεωρούσε ότι η θέση του ήταν διασφαλισμένη. Μέχρι το 2015, οπότε και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, καθώς εκείνη τη χρονιά η τράπεζα κλήθηκε να πληρώσει πρόστιμο ύψους 2,8 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ για φοροδιαφυγή, αναθεώρησε επί τα χείρω τις ετήσιες προβλέψεις της και έχασε έδαφος στην επενδυτική τραπεζική σε σχέση με τη UBS. Τη θέση του πήρε ο Τιζάν Τιάμ, ο οποίος μάλλον θα μετάνιωνε που δεν δέχτηκε την πρόταση να αναλάβει πρωθυπουργός στην Ακτή Ελεφαντοστού.
Και αυτό γιατί την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου του 2020 και ο Τιάμ θα εξαναγκαζόταν σε παραίτηση, ως απόρροια σκανδάλου κατασκοπείας που συγκλόνιζε την τράπεζα. Oύτε δέκα μήνες αργότερα, ο Eλβετός διάδοχός του Τόμας Γκοτστάιν θα βρισκόταν αντιμέτωπος με μια νέα θύελλα που συγκλόνιζε την τράπεζα: σκάνδαλο ξεπλύματος χρήματος από καρτέλ ναρκωτικών, ταυτόχρονα με την ανακοίνωση γιγαντιαίων ζημιών. Και θα αποχωρούσε και αυτός. Πάντως ο διάδοχός του, ο Γερμανοελβετός Ούρλιχ Κέρνερ αποδείχθηκε σκληρό καρύδι: Μόλις τρεις μήνες αφότου ανέλαβε, τον Οκτώβριο του 2022, η τράπεζα βρέθηκε στο χείλος της κατάρρευσης και διασώθηκε από την παρέμβαση της Εθνικής Τράπεζας της Σαουδικής Αραβίας. Το ίδιο έργο επαναλήφθηκε και τώρα, με τη διάσωση να προσφέρεται από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας και τον Κέρνερ να ισορροπεί στη θέση του. Θα τριτώσει το κακό;
Και αυτό γιατί την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου του 2020 και ο Τιάμ θα εξαναγκαζόταν σε παραίτηση, ως απόρροια σκανδάλου κατασκοπείας που συγκλόνιζε την τράπεζα. Oύτε δέκα μήνες αργότερα, ο Eλβετός διάδοχός του Τόμας Γκοτστάιν θα βρισκόταν αντιμέτωπος με μια νέα θύελλα που συγκλόνιζε την τράπεζα: σκάνδαλο ξεπλύματος χρήματος από καρτέλ ναρκωτικών, ταυτόχρονα με την ανακοίνωση γιγαντιαίων ζημιών. Και θα αποχωρούσε και αυτός. Πάντως ο διάδοχός του, ο Γερμανοελβετός Ούρλιχ Κέρνερ αποδείχθηκε σκληρό καρύδι: Μόλις τρεις μήνες αφότου ανέλαβε, τον Οκτώβριο του 2022, η τράπεζα βρέθηκε στο χείλος της κατάρρευσης και διασώθηκε από την παρέμβαση της Εθνικής Τράπεζας της Σαουδικής Αραβίας. Το ίδιο έργο επαναλήφθηκε και τώρα, με τη διάσωση να προσφέρεται από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας και τον Κέρνερ να ισορροπεί στη θέση του. Θα τριτώσει το κακό;
Archegos - Greensill: Τα δίδυμα σκάνδαλα
Ισως το πιο υψηλού προφίλ σκάνδαλο όπου έχει εμπλακεί η τράπεζα τα τελευταία χρόνια είναι αυτό των Archegos και Greensill Capital. Ηταν Μάρτιος του 2021 και μόλις λίγες ημέρες προτού το fund του Μπίλι Χουάνγκ Archegos Capital Management καταρρεύσει κάνοντας default στις δανειακές σχέσεις του με την τράπεζα, η Credit Suisse ρευστοποιούσε και έκλεινε επενδυτικές θέσεις ύψους 10 δισ. δολαρίων που παρέχονταν στη βρετανική εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών Greensill Capital. Λίγο αργότερα, θα κατέρρεε και η Greensill.
Οπως αποκαλύφθηκε αργότερα, η Credit Suisse είχε μια προσέγγιση στις ΗΠΑ, όπου οργισμένοι επενδυτές προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη εναντίον της και περιέγραφαν μια προσέγγιση «laissez-faire» από την ελβετική τράπεζα. Και είναι λογικό αυτό, από τη στιγμή που, όπως αποδείχθηκε, οι καθαρές απώλειες της Credit Suisse από την κατάρρευση των Archegos - Greensill ξεπερνούσαν τα 5,5 δισ. δολάρια. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε αυτή η τεράστια ζημία ξεπερνά και τα πιο ακραία σενάρια. Η Archegos Capital Management είχε δανειστεί δισεκατομμύρια από την Credit Suisse Group AG για να ποντάρει σε μια χούφτα μετοχές, μεταξύ των οποίων εταιρείες ψυχαγωγίας.
Κατά τη συνήθη πρακτική της, η Archegos είχε παραδώσει μετρητά στην Credit Suisse για να εξασφαλίσει τα στοιχήματά της. Με τις μετοχές να έχουν υπερδιπλασιαστεί από την αρχή εκείνου του έτους, η Archegos ζήτησε κάποια από αυτά τα χρήματα πίσω και τα πήρε.
Όπως αναφέρει το protothema, η μεταφορά σήμαινε ουσιαστικά ότι η Archegos είχε ακόμη λιγότερα μετρητά στη γραμμή για να υποστηρίξει τις θέσεις της. Εν τω μεταξύ, ορισμένοι από τους αντιπάλους της Credit Suisse κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρατήρησαν έναν αυξανόμενο κίνδυνο στη συγκέντρωση των θέσεων της εταιρείας και απαίτησαν να υποστηρίξει τις επενδύσεις της με πρόσθετα μετρητά, σύμφωνα με στελέχη των τραπεζών.
Ακολούθησε η πτώση της ViacomCBS που έφερε την πτώση σαν χάρτινου πύργου της Archegos. Η ελβετική τράπεζα έμεινε με μια κολοσσιαίων διαστάσεων ζημία στα χέρια της. Αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στον καθέναν, θα πει κανείς.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ωστόσο, προέκυψαν... βασανιστικά ερωτήματα. Γιατί έδωσε τα χρήματα πίσω στην Archegos; Γιατί στήριξε τα ριψοκίνδυνα στοιχήματα σε ένα επίπεδο που ξεπέρασε κατάφωρα όλα τα δηλωμένα πρότυπα και τις προβλέψεις της; Τα στελέχη της τράπεζας είχαν λάβει ακόμη και αυστηρή προειδοποίηση έναν χρόνο νωρίτερα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονταν τον κίνδυνο - αλλά οι συνιστώμενες αλλαγές δεν είχαν γίνει.
Και ήρθε η απάντηση: τα υπολειτουργούντα συστήματα διαχείρισης κινδύνων της Credit Suisse δεν έκαναν τη δουλειά τους ως προστατευτικά κιγκλιδώματα της τράπεζας και την άφησαν ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε ανθρώπινα λάθη στην κρίση. Βέβαια, αυτά τα λάθη κόστισαν κάπως ακριβά και προκάλεσαν οργή στους μετόχους της. Ναι, η Credit Suisse δεν ήταν η μόνη τράπεζα που συνεργαζόταν με την Archegos, ήταν όμως η μόνη που είχε αντανακλαστικά... βραδύποδα στη ρευστοποίηση των αμοιβαίων κεφαλαίων και είχε τις βαρύτερες απώλειες.
Το σκάνδαλο της Μοζαμβίκης
Το 2013 η Credit Suisse οργάνωσε την παροχή δανείων ύψους περίπου 1 δισ. δολαρίων για δύο κρατικές εταιρείες της Μοζαμβίκης. Τα χρήματα, σύμφωνα με τους όρους σύναψης των δανείων, προορίζονταν για την αγορά πλοίων που θα χρησιμοποιούνταν στην Ακτοφυλακή της χώρας, αλλά και για ψάρεμα τόνου. Αντ’ αυτών, όμως, κάπου στην πορεία τα λεφτά χάθηκαν και κατέληξαν σε τσέπες και στομάχια ιδιωτών, σε ένα δαιδαλώδες σκάνδαλο διαφθοράς.
Αρχικά, η τράπεζα έχασε περίπου 200 εκατ. δολάρια από τις χρεώσεις δανείων που έπρεπε να γίνουν, αλλά τρεις υπάλληλοί της ομολόγησαν ότι «ξέχασαν» όταν δωροδοκήθηκαν από αξιωματούχους της Μοζαμβίκης. Επειτα, τα χρήματα μέρους του δανείου που δεν «χάθηκαν», χρησιμοποιήθηκαν όντως για την αγορά πλοίων. Βέβαια τα πλοία που παρέδωσε η γαλλολιβανέζικων συμφερόντων ναυπηγοεπισκευαστική εταιρεία Privinvest πληρώθηκαν σε (πολύ) φουσκωμένες τιμές και δεν έπεσαν ποτέ στο νερό!
Η τράπεζα έχασε, αλλά έχασε και το Δημόσιο της Μοζαμβίκης. Το 1 δισ. δολάρια που υπολογίστηκε ότι έχασε η αφρικανική χώρα ισούνταν με το ΑΕΠ της εκείνη τη χρονιά και υπολογίζεται ότι έστειλε κάτω από τα όρια της φτώχειας περίπου 2 εκατομμύρια πολίτες της. Το σκάνδαλο κατέστρεψε τις ζωές ανθρώπων, αλλά δεν τελείωσε εκεί. Η Credit Suisse αναγκάστηκε να έρθει σε συμβιβασμό και να πληρώσει πρόστιμο 475 εκατ. δολαρίων, ενώ συμφώνησε να διαγράψει χρέη ύψους 200 εκατ. δολαρίων που όφειλε η Μοζαμβίκη στην τράπεζα.
Το θέμα είναι πολύ πιο βαθύ, καθώς η τράπεζα έκανε restructuring το δάνειο το 2016, παρότι γνώριζε για την κακοδιαχείριση, αλλά δεν έκανε μόνο αυτό: σύναψε ένα επιπλέον δάνειο ύψους 1,4 δισ. δολαρίων το οποίο απέκρυψε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οταν το ΔΝΤ το αποκάλυψε, ήρε τη στήριξή του προς τη χώρα στέλνοντας την οικονομία της σε περιδίνηση και βυθίζοντάς τη σε νέα οικονομική κρίση, η οποία αυτή τη φορά είχε τη σφραγίδα της Credit Suisse.
Ο Βούλγαρος παλαιστής
Ηταν μια φορά ένας Βούλγαρος παλαιστής που είχε γίνει μαφιόζος, μια Ελβετίδα τραπεζίτισσα, ένα πλυντήριο και μια... μπουγάδα! Η υπόθεση αυτή μπορεί να μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά είναι τόσο σοβαρή που χρειάστηκε 20ετής έρευνα από Ελβετούς -και όχι μόνο- εισαγγελείς για να στοιχειοθετηθεί. H εισαγγελική έρευνα κατέληξε να κατηγορήσει έναν Bούλγαρο παλαιστή (δεν κατονομάζεται), την Credit Suisse και μια πρώην εργαζόμενή της ότι βοήθησαν να ξεπλυθούν περίπου 39 εκατ. δολάρια τα οποία προέρχονταν από διακίνηση ναρκωτικών.
H Credit Suisse κάθισε στο σκαμνί κατηγορούμενη ότι απέτυχε στις θεμελιώδεις ευθύνες συμμόρφωσης με τις οδηγίες και υποχρεώσεις για την αποτροπή ξεπλύματος μαύρου χρήματος, συμπεριλαμβανομένης της μη δέσμευσης 35 εκατ. φράγκων που υπόκειντο σε απόφαση κατάσχεσης το 2007, σύμφωνα με το κατηγορητήριο. «H Credit Suisse γνώριζε αυτές τις ελλείψεις τουλάχιστον από το 2004», ανέφεραν οι εισαγγελείς στο κατηγορητήριο. «Tο γεγονός ότι άφησε να συνεχιστούν μέχρι το 2008, ή ακόμα και αργότερα, εμπόδισε τον εντοπισμό των δραστηριοτήτων ξεπλύματος χρημάτων».
O εργοδότης του παλαιστή καταδικάστηκε το 2017 για ξέπλυμα χρήματος, αφού συνελήφθη να μεταφέρει λαθραία ποσό άνω των 4,5 εκατ. δολαρίων σε μικρής αξίας χαρτονομίσματα από τη Bαρκελώνη στην Eλβετία. Aλλά και η πρώην εργαζόμενη της τράπεζας είχε κατηγορηθεί για σχέσεις με εγκληματική οργάνωση της Bουλγαρίας. H τράπεζα όχι μόνο αρνήθηκε τις κατηγορίες, αλλά δήλωσε και «έκπληκτη» με την απόφαση του γενικού εισαγγελέα της Eλβετίας, προσθέτοντας ότι έχει την «πρόθεση να υπερασπιστεί τον εαυτό της με σθένος».
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Oμοσπονδιακό Δικαστήριο Eγκλημάτων της Eλβετίας, με την απόφαση να διατάζει την τράπεζα να πληρώσει το ποσό των κερδών που αποκόμισε από την εγκληματική δραστηριότητα του ξεπλύματος μαύρου χρήματος καθώς και να πληρώσει πρόστιμο ύψους περίπου 5 εκατ. δολαρίων. Tο συνολικό ποσό των χρημάτων της εγκληματικής οργάνωσης με την οποία συνεργαζόταν ο Bούλγαρος παλαιστής, τα οποία ξεπλύθηκαν από την τράπεζα, σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές της Eλβετίας, μεταξύ του Oκτωβρίου 2004 και Iανουαρίου 2009 ξεπερνά τα 146 εκατ. δολάρια.
Ξέπλυμα για τη Γιακούζα
Το 2004 ένας τραπεζίτης της Credit Suisse συνελήφθη με την κατηγορία ότι παρείχε βοήθεια σε διεθνές κύκλωμα ξεπλύματος βρώμικου χρήματος που συνδεόταν με την ιαπωνική μαφία Γιακούζα. O 41χρονος τραπεζίτης Ατσούσι Ντόντεν είχε παραιτηθεί από την τράπεζα μόλις μία εβδομάδα προτού συλληφθεί στο Τόκιο, όταν ήδη άλλα μέλη της Γιακούζα άρχισαν να συλλαμβάνονται. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και ο λεγόμενος «τσάρος των τοκογλύφων» Σουσούμου Κατζιγιάμα.
Οι έρευνες των Αρχών σε Ιαπωνία, Ελβετία και Χονγκ Κονγκ αποκάλυψαν ξέπλυμα χρήματος ύψους άνω των 40 εκατ. δολαρίων από την εξειδικευμένη στην τοκογλυφία συμμορία Γιαμαγκούτσι - Γκούμι, το μεγαλύτερο συνδικάτο εγκλήματος της Ιαπωνίας. Σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα, τα χρήματα από τους τοκογλύφους ξεπλένονταν με την αγορά ομολόγων. Τα χρήματα μεταφέρονταν από τη Standard Chartered Bank του Τόκιο στο παράρτημα της Credit Suisse στο Χονγκ Κονγκ, στη συνέχεια σε υποκατάστημα της Credit Suisse στη Σιγκαπούρη και εν τέλει στα κεντρικά της τράπεζας στην Ελβετία, στην οποία «καθαρά» πια διοχετεύονταν πίσω στην Ιαπωνία, όπου εξαργυρώνονταν μέσω ιαπωνικής εταιρείας χρεογράφων.
Ο δικτάτορας Μάρκος
Μόλις πέρυσι αποκαλύφθηκε ότι η Credit Suisse βοήθησε τον δικτάτορα των Φιλιππίνων Φερντινάντο Μάρκος και τη σύζυγό του Ιμέλντα να κρύψουν ποσό που κυμαίνεται από 5 έως 10 δισ. δολάρια που έκλεψαν από τη χώρα. Τα χρήματα αρπάχτηκαν από την ασιατική χώρα στη διάρκεια των τριών θητειών του Μάρκος ως προέδρου της χώρας και μεταφέρθηκαν στην Ελβετία.
Η Credit Suisse όχι μόνο δεν διευκόλυνε τις έρευνες των Αρχών, αλλά είχε ανοίξει και λογαριασμούς με ψεύτικα ονόματα στο ζευγάρι, προστατεύοντας τα κεφάλαιά του από τον έλεγχο. Ετσι, κανείς δεν θα σκεφτόταν να ερευνήσει τους Γουίλιαμ Σόντερς και Τζέιν Ράιαν, όπως είχε βαφτίσει το ζεύγος Μάρκος η τράπεζα.
Το 1995 δικαστήριο της Ζυρίχης διέταξε τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Credit Suisse, να επιστρέψουν 500 εκατ. δολάρια κλεμμένων κεφαλαίων στις Φιλιππίνες. Ωστόσο, η ζημιά για τον λαό των Φιλιππίνων ήταν πολύ μεγαλύτερη και είχε ήδη γίνει.
Τα 100 «βρώμικα» δισ. δολάρια
Τον Φεβρουάριο του 2022 οι δημοσιογράφοι της γερμανικής εφημερίδας «Sueddeutsche Zeitung» έκαναν μια συγκλονιστική αποκάλυψη: δημοσίευσαν αρχεία της Credit Suisse που είχαν διαρρεύσει και αφορούσαν 18.000 τραπεζικούς λογαριασμούς και 30.000 κατόχους λογαριασμών, ύψους άνω των 100 δισ. δολαρίων. Η υπόθεση ονομάστηκε «Swiss Leaks» ή «Swiss Secrets», αλά «Panama Papers», καθώς αποδείκνυαν ότι η τράπεζα συνεργαζόταν με επιχειρηματίες που βρίσκονταν σε λίστες κυρώσεων, ανθρώπους που διώκονταν για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εγκληματίες, μαφιόζικες οργανώσεις, δικτάτορες και εταιρείες-φαντάσματα που διακινούσαν και ξέπλεναν μαύρο χρήμα.
Το κακό για την τράπεζα ήταν ότι εμφανιζόταν να γνωρίζει ποιους βοηθούσε να ξεπλένουν ή να κρύβουν κλοπιμαία και μαύρο χρήμα που προερχόταν από κάθε είδους εγκληματική δραστηριότητα - αυτό το έκανε εντατικά από το 1940 έως το 2020.
Ο Νιγηριανός δικτάτορας
Η Credit Suisse αποκαλύφθηκε ότι δέχτηκε κεφάλαια ύψους περίπου 214 εκατ. δολαρίων, τα οποία συνδέονταν με τη διαφθορά του στρατιωτικού δικτάτορα της Νιγηρίας Σανί Αμπάτσα τη δεκαετία του ’90. Η τράπεζα, ωστόσο, τη γλίτωσε μόνο με μια επίπληξη από την Ομοσπονδιακή Τραπεζική Επιτροπή της Ελβετίας. Ο λόγος; Οι Ελβετοί έκαναν δεκτή την επιχειρηματολογία της Credit Suisse, βάσει της οποίας «δεν θα μπορούσε να γνωρίζει» ότι οι δύο γιοι του Αμπάτσα, οι οποίοι και διατηρούσαν τους λογαριασμούς, ήταν εκτεθειμένοι στη διαφθορά. Και επιπλέον, η τράπεζα είχε ήδη βελτιώσει τις διαδικασίες ελέγχου της, ενώ το προσωπικό που ασχολήθηκε με τα κεφάλαια του Αμπάτσα είχε εγκαταλείψει την τράπεζα.
Φοροδιαφυγή
Η Credit Suisse και η φοροδιαφυγή φαίνεται πως έχουν μια ιδιαίτερη σχέση, καθώς έχει κατηγορηθεί ή και καταδικαστεί για τέτοια αδικήματα σχεδόν... όπου υπάρχουν άνθρωποι. Το μεγαλύτερο πρόστιμο τής έχει υποβληθεί στις ΗΠΑ, καθώς πλήρωσε στις αμερικανικές αρχές 2,6 δισ. δολάρια όταν δήλωσε ένοχη καθώς βοηθούσε Αμερικανούς να φοροδιαφεύγουν για δεκαετίες.
Η υπόθεση άνοιξε όταν ο πρώην τραπεζίτης της UBS Μπράντλεϊ Μπίρκενφελντ έγινε το «βαθύ λαρύγγι» των αμερικανικών αρχών το 2007: αποκάλυψε ότι η Credit Suisse διοργάνωνε πολυτελή events με σκοπό την προσέλκυση πελατών τους οποίους παραινούσε να φοροδιαφύγουν με τη βοήθειά της. Μάλιστα δελέαζε τους πελάτες με δωρεάν χρυσό-μπόνους για κάθε νέο πελάτη και συνήθιζε να κρύβει τα ευαίσθητα τραπεζικά μυστικά ανάμεσα σε σελίδες αθλητικών περιοδικών.
Το 2017, σε συντονισμένη επιχείρηση σε Ολλανδία, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία και Αυστραλία, οι αστυνομικές αρχές εισέβαλαν σε σπίτια και γραφεία εργαζομένων της Credit Suisse. Η έρευνα αφορούσε 55.000 λογαριασμούς της τράπεζας, οι οποίοι συνδέονταν με φοροδιαφυγή. Η έρευνα συνεχίζεται, με την τράπεζα να λέει ότι συνεργάζεται με τις Αρχές και ότι έχει «πολιτική μηδενικής ανοχής» στη φοροδιαφυγή.
Εναν χρόνο νωρίτερα, ωστόσο, η Credit Suisse έφτανε σε συμβιβασμό ύψους 109,5 εκατ. ευρώ με την ιταλική κυβέρνηση, καθώς η τράπεζα βρέθηκε κατηγορούμενη ότι βοήθησε πελάτες της να κρύψουν κεφάλαια και να αποφύγουν τους φόρους μέσα από ένα πολυδαίδαλο δίκτυο ασφαλίσεων που πέρναγε από θυγατρικές της στο πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν και τις Βερμούδες. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 2011, η Credit Suisse είχε δεχτεί και πάλι να πληρώσει πρόστιμο, αυτή τη φορά ύψους 150 εκατ. ευρώ, στη Γερμανία, για να κλείσει η έρευνα για τον ρόλο της στη φοροδιαφυγή 1.100 Γερμανών πελατών της.
Το σκάνδαλο κατασκοπείας
Τον Μάρτιο του 2020 ο CEO της Credit Suisse Τιζάν Τιάμ εξωθήθηκε σε παραίτηση. Είχε μόλις αποδειχθεί ότι η τράπεζα εμπλεκόταν σε σκάνδαλο επιχειρηματικής κατασκοπείας, καθώς προσλάμβανε ιδιωτικούς ντετέκτιβ να παρακολουθούν στελέχη της που έφυγαν. Δεν ήταν τόσο απλό, ωστόσο ο Τιάμ είχε βάλει ντετέκτιβ να παρακολουθούν τον πρώην επικεφαλής του Wealth Management της τράπεζας, Ικμπάλ Καν, όταν αυτός πήρε μεταγραφή για τη UBS. H τράπεζα προσπάθησε να το περάσει ως μεμονωμένο περιστατικό παραπλανώντας τις ελβετικές Αρχές, μέχρι που αποκαλύφθηκαν άλλες πέντε σχετικές υποθέσεις μεταξύ 2016-2019.
Δωροδοκίες
Σε ένα διαφορετικό σκάνδαλο διαφθοράς, η Credit Suisse συμφώνησε να πληρώσει πρόστιμο ύψους 47 εκατ. δολαρίων στις αμερικανικές αρχές για όσα έκανε στην Κίνα μεταξύ 2007-2013. Η τράπεζα, αντί να δωροδοκήσει Κινέζους αξιωματούχους για να πάρει δουλειές στο Χονγκ Κονγκ, έκανε κάτι που θα εντοπιζόταν πιο δύσκολα: πρόσφερε καλοπληρωμένες δουλειές σε μέλη των οικογενειών και φίλους των Κινέζων αξιωματούχων. Ετσι, ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Ή σχεδόν όλοι, καθώς η καλύτερη απάτη είναι αυτή που δεν αποκαλύπτεται.
«Καμπάνες»
Το 2016 η Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) επέβαλε πρόστιμο ύψους 16,5 εκατ. δολαρίων στην Credit Suisse μετά τον εντοπισμό «σημαντικών παραλείψεων» στο πρόγραμμά της για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος. Η τράπεζα δήλωσε ότι «προβαίνει στις κατάλληλες εσωτερικές διορθωτικές προσπάθειες». Εναν χρόνο αργότερα, όμως, η αντίστοιχη χρηματοπιστωτική ρυθμιστική αρχή της Σιγκαπούρης επέβαλε πρόστιμο ύψους 700.000 δολαρίων στην Credit Suisse για παραβίαση των κανόνων για το ξέπλυμα χρήματος σε συναλλαγές που συνδέονται με το 1MDB, το μαλαισιανό επενδυτικό ταμείο που βρίσκεται στο επίκεντρο ενός σκανδάλου διαφθοράς ύψους 4,5 δισ. δολαρίων.
Πλαστογραφίες
Μόλις έναν χρόνο πριν, δικαστήριο των Βερμούδων αποφάνθηκε ότι ο πρώην πρωθυπουργός της Γεωργίας Μπιτζίνα Ιβανισβίλι και η οικογένειά του δικαιούνται αποζημίωσης άνω του μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων από τον τοπικό κλάδο ασφάλισης ζωής της Credit Suisse. Και δεν ήταν οι μόνοι. Οπως αποκαλύφθηκε, ένας πρώην συνεργάτης της Credit Suisse, ο Πασκάλ Λεσκοντρόν, πλαστογραφούσε τις υπογραφές πρώην πελατών, συμπεριλαμβανομένου του Γεωργιανού πολιτικού. Οι υπογραφές χρησιμοποιούνταν για πάσα χρήση και η απάτη γινόταν για περισσότερα από οκτώ χρόνια. Ο Λεσκοντρόν συνελήφθη και καταδικάστηκε από ελβετικό δικαστήριο το 2018 για την πλαστογράφηση των υπογραφών πρώην πελατών, ενώ η Credit Suisse άσκησε έφεση σε ό,τι αφορά τη δική της εμπλοκή.
«Παραλείψεις»
Αυτή είναι μια υπόθεση που δεν έχει ακόμη ανοίξει σε όλο της το εύρος: η ελβετική ρυθμιστική αρχή διέταξε την Credit Suisse να βελτιώσει τους ελέγχους της κατά του ξεπλύματος χρήματος, αφού εντόπισε «σοβαρές παραλείψεις» στις συναλλαγές της με την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου FIFA, τη βραζιλιάνικη πετρελαϊκή εταιρεία Petrobras και την κρατική εταιρεία πετρελαίου της Βενεζουέλας, PDVSA. Η τράπεζα δήλωσε ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις ευθύνες της για τη συμμόρφωση.
O ρόλος της στην κρίση του 2008
Η Credit Suisse φαίνεται ότι είχε εμπλοκή και στην έναρξη της κρίσης του 2008. Αυτό τουλάχιστον διαπίστωσαν οι αμερικανικές αρχές, οι οποίες απήγγειλαν κατηγορίες σε τέσσερις πρώην τραπεζίτες της Credit Suisse που δολίως υπερτίμησαν τις τιμές ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης ύψους 3 δισ. δολαρίων κατά τη διάρκεια της πιστωτικής κρίσης του 2007. Τελικά, σε σχέση με την αμερικανική χρηματοπιστωτική κρίση φυλακίστηκε μόνο ένα πρώην στέλεχος της τράπεζας, ο Καρίμ Σεραγκελντίν.
Παραβίαση των κυρώσεων
Για το αμερικανικό Δημόσιο, ένα από τα βαρύτερα παραπτώματα που μπορεί να διαπράξει κάποιος είναι να παραβιάσει τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε πρόσωπα, οργανισμούς και κράτη, όπως στο περιβάλλον του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν σήμερα. Η Credit Suisse διαπιστώθηκε ότι έκανε ακριβώς αυτό, δηλαδή... παρέκαμψε τις αμερικανικές κυρώσεις εναντίον χωρών όπως το Ιράν και το Σουδάν από το 1995 ως το 2007. Γι’ αυτό της επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 536 εκατ. δολαρίων, με την υπόσχεση η τράπεζα να φροντίσει τις εσωτερικές της διαδικασίες.
Πάρτυ καταστροφής
Το 1999, οι ιαπωνικές αρχές επέβαλαν πρόστιμο στην Credit Suisse και ανακάλεσαν την άδειά της. Ο λόγος ήταν το λεγόμενο «πάρτυ καταστροφής», κατά το οποίο τραπεζίτες κατέστρεψαν στοιχεία που σχετίζονταν με έρευνα ως προς το αν βοηθούσε εταιρείες να αποκρύψουν τις ζημίες τους. Εκπρόσωπος της τράπεζας αρκέστηκε στο να δηλώσει ότι «η Credit Suisse δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, έχουν αντληθεί σοβαρά διδάγματα, έχουν δρομολογηθεί διορθωτικές ενέργειες και έχουν ολοκληρωθεί τα πειθαρχικά μέτρα». Αλλωστε, γραπτές αποδείξεις δεν υπήρχαν...
Πηγή: protothema