ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Πώς η ιστορία της Θεσσαλονίκης γίνεται… viral!

Κυριακή Τσολάκη06 Μαΐου 2021

H Θεσσαλονίκη γίνεται viral μέσα από ένα… ζάπινγκ! Η θεατρική ομάδα «Μικρός Βορράς», ο επικεφαλής της σκηνοθέτης Τάσος Ράτζος και ο ποιητής – συγγραφέας Σάκης Σερέφας παίρνουν το δικό τους αυτοσχέδιο «θέατρο-κοντρόλ» και κάνουν μια σύντομη ανασκόπηση σε γεγονότα και πρόσωπα, άλλοτε γνωστά και άλλοτε όχι, τα οποία προέρχονται από το πρόσφατο παρελθόν της πόλης μέχρι και το παρόν της.

Το αποτέλεσμα; Η θεατρική παράσταση «Viral Thess» που ανεβαίνει από την Παρασκευή 7 Μαΐου έως και τη Δευτέρα 10 Μαΐου, διαδικτυακά λόγω της συγκυρίας.

Σ΄ αυτήν ιστορίες των ανθρώπων της πόλης, μαρτυρίες και ποιήματα συμπλέκονται με γεγονότα που σημάδεψαν τη Θεσσαλονίκη. Ο Λευκός Πύργος, η δολοφονία του Λαμπράκη, το Γεντί Κουλέ, η πυρκαγιά του 1917, οι Εβραίοι, οι διάσημοι κινηματογράφοι της εποχής, οι τρεις ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης είναι μερικές μόνο από τις ψηφίδες του «έργου – παζλ», όπως το χαρακτηρίζει μιλώντας στο makthes.gr ο Σάκης Σερέφας που έγραψε τα πρωτότυπα κείμενα της παράστασης.

Είναι άλλωστε γνωστό πόσο ο ίδιος γνωρίζει τη Θεσσαλονίκη μέχρι το μεδούλι της, πράγμα που αναδεικνύεται κατά καιρούς και μέσα από το πλούσιο υλικό του, που, πέρα από την ιστορία, αφορά στην καθημερινότητα της πόλης, στα «κρυμμένα» μυστικά και στα «απόκρυφά» της, όλα αυτά εμφανή τριάντα χρόνια τώρα στα ποιήματα, στα πεζά, στα θεατρικά έργα, στις μελέτες του. «Πάνω σε αυτό το υλικό, εργαστήκαμε με την ομάδα του Μικρού Βορρά και τη σκηνοθετική ματιά του Τάσου Ράτζου κι έτσι δημιουργήθηκε και το νέο αυτό έργο. «Όλα ξεκίνησαν από μια σχετική πρόταση που μου έκανε ο έμπειρος σκηνοθέτης πριν από δυο χρόνια περίπου, για μια παράσταση βασισμένη στα κείμενά μου αλλά και στη δημιουργία κάποιων νέων», επισημαίνει ο συγγραφέας.

ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ

Ένα σκηνικό με κρυφές πτυχές

Είναι η δεύτερη φορά που ο ίδιος συνεργάζεται με «αυτό το ορεξάτο», όπως το χαρακτηρίζει, σχήμα. Η πρώτη ήταν πριν από χρόνια όταν έγραψε τα κείμενα για την παράσταση του «Μικρού Βορρά», που ήταν βασισμένη στους μύθους του Αισώπου. «Στην τωρινή μας συνεργασία, ήταν πολύ ενδιαφέρον να βλέπω τους νέους και τόσο ταλαντούχους ανθρώπους που απαρτίζουν την ομάδα να ανακαλύπτουν πτυχές από την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης που δεν τις γνώριζαν, παρά ίσως αμυδρά, και να καταθέτουν το δικό τους βλέμμα και υλικό. Αυτή ακριβώς είναι και η στόχευση του έργου: να αποτελέσει ένα ερέθισμα για τον θεατή ώστε να αναλογισθεί τη δική του θέση μέσα στην πόλη στην οποία κυκλοφορεί καθημερινά ή την επισκέπτεται ως ξένος. Να αναρωτηθεί για την αφανή ιστορία που εκπέμπουν οι δρόμοι, τα πάρκα, τα κτίσματα –παλιά και σημερινά- , τα μνημεία, τα παλιά δέντρα, οι πέτρες, όλα αυτά τα άσημα ή σεσημασμένα τοπόσημα που τα προσπερνά καθημερινά λες και είναι αυτονόητα. Όταν αντιληφθεί ότι η πόλη είναι ένα σκηνικό με κρυφές πτυχές, τότε θα σκηνοθετήσει και τον εαυτό του μέσα σε αυτήν, δηλαδή θα αποκτήσει μια πιο προσωπική και εμπαθή σχέση με τον χώρο μέσα στον οποίο παθαίνει τη ζωή του. Οι πόλεις επινοούν τους χρήστες τους και αντιστρόφως», τονίζει.

Γέννημα θρέμμα της Θεσσαλονίκης, ποιητής και συγγραφέας ταυτισμένος με την πόλη, έχει τη δική του «προσωπική και εμπαθή» σχέση με το σκηνικό της διερευνώντας το από τη μια άκρη στην άλλη. Διαθέτει δε ένα πολύ πλούσιο αρχείο για την ιστορία της με διάφορα τεκμήρια που την αφορούν. «Άρχισα να σκαλίζω την ιστορία –ή μάλλον: τη μικροϊστορία- της πόλης από πολύ νωρίς, από έφηβος, σαραντατόσα χρόνια πριν. Έβρισκα, και εξακολουθώ να βρίσκω, πολύ συναρπαστική την ανακάλυψη της υπόκωφης και παρασκηνιακής ιστορίας που κρύβουν οι δρόμοι, τα κτίσματα και οι δημόσιοι χώροι της. Όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται, ίσως δεν συνειδητοποιούμε πως πριν από εμάς έζησαν κι άλλοι άνθρωποι σε αυτήν την πόλη. Τα ίχνη τους είναι τριγύρω, αρκεί να μπορεί και να ξέρει κανείς πώς να τα δει με τα μάτια του, τα βιολογικά ή εκείνα της φαντασίας και της επινόησης. Κι όταν πρόκειται για μια πόλη η οποία έχει τη μακροβιότερη ζωή συνεχούς εγκατοίκησης στην ευρωπαϊκή ήπειρο ως μεγαλούπολη, ε, τότε, το υλικό που μπορεί να σου δώσει είναι άφθονο ώστε να στήσεις μια υπερπαραγωγή εντός σου. Κρίμα δεν είναι να κυκλοφορείς μέσα σε τέτοιο υλικό και να πηγαίνει χαμένο; Ε, αυτό το υλικό θέλω να μοιραστώ, όπως και οι υπόλοιποι συντελεστές, με το κοινό της παράστασης».


«Πολύ θα μου άρεσε να υπήρχε ένας θεατής κάπου στη Βενεζουέλα»

Το «Viral Thess» θα παρουσιαστεί μέσα από τη διαδικτυακή πλατφόρμα της ticketservices.gr, όπως υπαγορεύουν ο κορονοϊός και η πανδημία. Αυτό έχει και τα καλά του. «Η διαδικτυακή μετάδοση θεατρικών έργων έδωσε τη δυνατότητα σε πολύ κόσμο να δει παραστάσεις που λόγω απόστασης του ήταν απρόσιτες. Για παράδειγμα, το ‘Viral-Thess’ μπορεί να το δει κανείς ακόμη κι αν ζει στη Βενεζουέλα. Τώρα που το σκέφτομαι, πολύ θα μου άρεσε να υπήρχε ένας, ένας μόνο, θεατής κάπου στη Βενεζουέλα, ας πούμε στο Καράκας ή στο Μαρακαΐμπο (μόνο αυτές τις πόλεις ξέρω) που να δει το έργο και μετά, στην επόμενη περπατησιά του μέσα στην πόλη που ζει, να αρχίσει κι αυτός να κοιτάζει πιο υποψιασμένα τον χώρο γύρω του», τονίζει μέσα από την ευφυή προσέγγισή του ο Σάκης Σερέφας.

Ωστόσο ο ίδιος θεωρεί τη φυσική παρουσία αναντικατάστατη σε κάθε δραστηριότητα, άρα και στον χώρο του θεάτρου. «Αυτό το έχουμε ήδη νιώσει χρόνια τώρα και με το σινεμά. Καλές οι ταινίες στην τηλεόραση και στους υπολογιστές, μα να που ο κόσμος εξακολουθεί να θέλει να πηγαίνει στο σινεμά, να σηκώνεται, να ντύνεται, να βγαίνει στον δρόμο, να στέκεται στο ταμείο, να κόβει εισιτήριο, να περιμένει στο μπαρ μέχρι να σχολάσει η προηγούμενη προβολή, να παρατηρεί τους θεατές καθώς βγαίνουν από την αίθουσα, να χαιρετά κάποιους γνωστούς, να μπαίνει μέσα, η αίθουσα να μυρίζει ακόμα από την ανθρωπίλα των προηγούμενων, να ψάχνει για μια βολική θέση (εγώ προτιμώ πάντα πλάι στον διάδρομο), να συζητά με την παρέα του ή με τα σωθικά του, ώσπου τα φώτα σβήνουν και η ταινία αρχίζει», λέει.

Αυτή η τελετουργία είναι παρόμοια και στο θέατρο; «Άσχετα αν εκεί έχεις να συμβιώσεις με ζωντανούς ανθρώπους οι οποίοι βγαίνουν στη σκηνή κι έχουν να σου πουν μια ιστορία, κι εμείς οι άνθρωποι νιώθουμε πάντα την ανάγκη να έχουμε κάποιον απέναντί μας να μας λέει μια ιστορία, από παιδιά την νιώθουμε αυτήν την ανάγκη, δεν σβήνει ποτέ, όπως και η ανάγκη μας να υπάρχουν μικρές τελετές και τελετουργίες στην καθημερινότητά μας. Μας αρέσει να είμαστε τελετάρχες και να μοιράζουμε ρόλους, στον εαυτό μας πρώτον απ’ όλους, έτσι δεν είναι;», απαντά δια της ερωτήσεως.


«Η αισιοδοξία κι εγώ δύσκολα μπορούμε να συμβρεθούμε μέσα στην ίδια πρόταση»

Η δική του καθημερινότητα της καραντίνας ήταν ιδιαιτέρως «παραγωγική», αφού όπως σημειώνει για έναν συγγραφέα, ο εγκλεισμός κι ο αυτοπεριορισμός είναι μια διαρκής συνθήκη, «αλλιώς δεν γίνεται δουλειά», υποστηρίζει. «Σε ό,τι με αφορά, αυτοί οι 14 μήνες της καραντίνας, με εξαίρεση το ενοχλητικό διάλειμμα του καλοκαιριού, αφού πολύ με ενοχλούν τα καλοκαίρια, ήταν ένα από τα πιο δημιουργικά διαστήματα της ζωής μου, κι από όσο ξέρω και συζητώ, αυτό ισχύει για πολλούς συγγραφείς, μου το έχουν πει, μόνο που σε αυτούς, στους περισσότερους, αρέσουν τα καλοκαίρια».

Βέβαια, η πραγματικότητα γύρω ήταν και είναι ζοφερή, όπως προσθέτει. «Φόβος, ανασφάλεια, μπόλικο θανατικό, ανεργία, ανέχεια, πειθαναγκασμός, περιστολή ελευθεριών, κρατική και αστυνομική καταστολή με πρόσχημα την καραντίνα πολλές φορές. Είχε και έχει πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό το διάστημα να παρατηρεί κανείς τη συμπεριφορά των πολιτών και τα ανακλαστικά της πολιτείας μπρος στη νέα πραγματικότητα που γεννήθηκε με αφορμή την καραντίνα. Το πόσο άκριτα φοβισμένος και πειθίνιος ή αρνητής συνωμοσιολόγος και χαβαλές απέναντι στους συνανθρώπους του μπορεί να γίνει ένας πολίτης και πόσο το κρατικό σύστημα εξουσίας μπορεί να εργαλιοποιεί τους επιστήμονες, να αποποιείται τις ευθύνες του και να προβάλλει μια εικονική πραγματικότητα, με τη συμπαράσταση ενός πολύ καλά οργανωμένου επικοινωνιακού μηχανισμού και φίλιων προς αυτήν μέσων ενημέρωσης με βαρύγδουπους πάλαι ποτέ έγκυρους τίτλους, να μεταθέτει ασύμετρα το κέντρο βάρους στην ατομική ευθύνη και στους νέους και να βρίσκει προφάσεις για επίδειξη σιδηράς πυγμής».

«Μέσα σε όλο αυτό είσαι αισιόδοξος;», τον ρωτώ. «Η αισιοδοξία κι εγώ δύσκολα μπορούμε να συμβρεθούμε μέσα στην ίδια πρόταση», απαντά. Θεωρεί πως τόσο οι άνθρωποι όσο και οι κοινωνίες λειτουργούν πολύ με τη δύναμη της συνήθειας. «Όταν όλο αυτό περάσει, και μέχρι να έρθει η επόμενη πανδημία, αφού με τους ιούς συγκατοικούμε στον πλανήτη, θα επιστρέψουμε στις συνήθειές μας, όπως κι οι θεατές στις αίθουσες. Θα ξαναβρούμε τις μικρές τελετές μας γιατί τις χρειαζόμαστε και μας χρειάζονται. Ελπίζω να μη μου χρεωθεί ως αισιόδοξη αυτή η άποψη. Εντάξει;», καταλήγει.


Η ταυτότητα της παράστασης


Σύλληψη - Σκηνοθεσία: Τάσος Ράτζος, Πρωτότυπα κείμενα παράστασης: Σάκης Σερέφας -σε δημιουργική συνεργασία με τις/τους ηθοποιούς της παράστασης, Δραματουργική επιμέλεια: Αναστασία Μπάρκα, Πρωτότυπη μουσική: Θοδωρής Παπαδημητρίου, Πρωτότυποι Στίχοι: Αφροδίτη Νικολιουδάκη, Θοδωρής Παπαδημητρίου, Επιμέλεια Κίνησης: Τάσος Παπαδόπουλος, Σκηνογραφία & video mapping: Φώτης Σαγώνας, Ενδυματολογική επιμέλεια/ Επιμέλεια χτενισμάτων & μακιγιάζ : Στέφανος Μπαμπούλης, Φωτισμοί: Σωτήρης Ρουμελιώτης, Βοηθοί σκηνοθέτη: Μερόπη Κακουδάκη, Αναστασία Μπάρκα , Επιμέλεια ψηφιακού υλικού: Κατερίνα Κιαριακλίεβα, Φώτης Σαγόνας, Γιάννης Τόμτσης, Βιντεοσκόπηση : Γιάννης Τόμτσης, Ηχοληψία: Κρίτωνας Κιουρτσής, Tanya Jones, Οπερατέρ: Άννα Θεοδωρίδου, Νίκος Λαζαρίδης, Στάθης Μάρκου, Γραφιστική Επιμέλεια: Ντόρη Λούκρη
Παίζουν: Ηθοποιοί: Ιωάννης Καμπούρης, Λένα Μοσχά, Αλέξανδρος Νικολαΐδης, Αφροδίτη Νικολιουδάκη, Αργιέττα Οκαλίδου, Κορνηλία Προκοπίου και Χρήστος Τσάβος, Μουσικοί: Θοδωρής Παπαδημητρίου - Πιάνο, Ηλεκτρική Κιθάρα, Live Looping, Κλασική Κιθάρα, Μπαγλαμάς κ.ά., Νάσια Σιαμέτη - Βιολί
Τραγούδι: Αφροδίτη Νικολιουδάκη

Διεύθυνση Παραγωγής*: ΜΙΚΡΟΣ ΒΟΡΡΑΣ

*Με την υποστήριξη και χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού & Αθλητισμού (ΥΠΠΟΑ)

Πληροφορίες:

Πλατφόρμα προβολής: ticketservices.gr

Τύπος προβολής: Online streaming- Video on Demand

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.