Πέφτει μπρούμυτα ο Δημήτριος Μεσθενεύς, με τα μούτρα στα χώματα, στην άκρη του χαντακιού -ανάμεσα σε άλλους αγωνιστές. Περάσανε τα εσωτερικά χαράκια που από μέσα τους πολεμούσαν τόσα χρόνια τους Τουρκαραπάδες και τους Τουρκαλβανούς, βγήκαν από την τάπια της Λουνέτας, και γλίστρησαν έξω απ’ το περιτείχισμα του Μεσολογγιού. Στήσανε οριζόντιες αυτοσχέδιες γέφυρες πάνω απ’ την τάφρο και ζευγώνοντας πέρασαν και το προτάφρωμα - ρίχτηκαν στο χαντάκι. Γύρω απ’ τον Μεσθενέα έχει απλωθεί ραντιστά η πρώτη φάλαγγα με οπλαρχηγό τον Νότη Μπότσαρη. Η δεύτερη φάλαγγα με τον Δημήτρη Μακρή ξεμπούκαρε ταυτόχρονα απ’ την τάπια του Ρήγα, και η τρίτη με τα γυναικόπαιδα και γύρω της τους άντρες συγγενείς που απόμειναν βγήκε αθόρυβα απ’ τις τάπιες του Μονταλαμπέρ και του Σταρκάρη, δεξιά του περιτειχίσματος που υπάρχει βάλτος και οι εχθροί δεν έχουν φτιάξει οχυρώματα.
Ο Μεσθενεύς, μπρουμυτιστός ανάμεσα στους χίλιους της δικής του φάλαγγας, σηκώνει και κοιτάζει ψηλά τον ουρανό. Είναι αυτή η απελπισμένη νύχτα της Μεγάλης Εξόδου, 10 προς 11 Απριλίου 1826, Σάββατο του Λαζάρου, παραμονή των Βαΐων: μαυρίλα αλλόκοτη, κομματιαστή, με δρεπανόσχημη σελήνη δέκα ημερών - κίτρινο γιαταγάνι που σφάζει αργά και σιωπηλά τα βρώμικα σύννεφα, στάζοντας τρέλα και φόνο πάνω στο Μεσολόγγι. Οι άντρες γύρω απ’ τον Μεσθενέα, αλλά και γυναίκες, νέες και πιο μεγάλες, χήρες, ντυμένες αντρικά κι αρματωμένες, που έχουν να φάνε κοκαλιάρη σκύλο ή γάτα, ακόμα και ποντικό, τρεις-τέσερις μέρες, είναι σκέλεθρα, φαντάσματα ελεεινά, αλλά αποφασισμένα. Βαριανασαίνουν με τα έσχατα περιθώρια της ψυχής. Είναι πεσμένοι κάτω, έτοιμοι για το τελευταίο γιουρούσι προς τον θάνατο - κάποιοι ανάμεσά τους κρατούνε στο ένα χέρι τενεκεδένιους τρίφτες με ένα αναμμένο κερί μέσα, για να μπορούν να βλέπουν γύρω, όσο γίνεται. Στο άλλο χέρι σφίγγουν το γεμάτο καριοφίλι. Όσοι έριξαν την ντουφεκιά, έχουνε τραβήξει το γιαταγάνι, ή κρατούν την μπιστόλα έτοιμη σημαδεύοντας προς τον όχλο των Τουρκαραπάδων του Ιμπραήμ και του Κιουταχή που τους περιμένανε καραδοκώντας κι αρχίζουν να έρχονται.
Οι Έλληνες έχουν προδοθεί από κάποιον Βούλγαρο που δραπέτευσε τις προηγούμενες μέρες, ή από έναν νεαρό εξισλαμισμένο χριστιανό που ξέφυγε και ειδοποίησε τους απέξω πως οι πολιορκημένοι δεν αντέχουν άλλο τον λιμό, πεθαίνουν από αρρώστιες, τρώνε αρουραίους και ετοιμάζονται για Έξοδο. Περιμένουν ξαγρυπνώντας οι εχθροί, τριάντα χιλιάδες Τουρκαλβανοί του Κιουταχή και δεκαπέντε χιλιάδες Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ, δεκάδες κανόνια που βάζουν όλη μέρα, όπως και ο ισχυρός τους στόλος που έχει αποκλείσει την λιμνοθάλασσα και τον Πατραϊκό - κάθε διαφυγή από το νερό.
Με τις πρώτες ντουφεκιές που έριξε η φρουρά πάνω στις γέφυρες της τάφρου, σηκώθηκε όλο το τούρκικο στρατόπεδο (έτσι κι αλλιώς οι μισοί καιροφυλακτούσαν, καβαλαραίοι και πεζοί), ενώ έχουν πιάσει από την προηγούμενη όλα τα μονοπάτια, τις ράχες, τις χαράδρες και τα υψώματα γύρω, για να μην υπάρχει τρόπος να ξεφύγουν από πουθενά οι Μεσολογγίτες. Ο Δημήτριος Μεσθενεύς είχε ρίξει απ’ την γέφυρα της τάφρου την ντουφεκιά του με το μπροστοτάιστο καριοφίλι, και παρότι το ’χε ασημωμένο και διακοσμημένο περίτεχνα από τάματα που είχε κάνει στις προηγούμενες πολιορκίες, το πέταξε κάτω, μέσα στο σκάψιμο, αν και με πόνο ψυχής - δεν προλάβαινε να το ξαναγεμίσει. Τραβάει τώρα το γιαταγάνι και περιμένει σφίγγοντας τα δόντια και κοιτώντας στο σκοτάδι, ακούγοντας τον αχό και την ταραχή που έρχονται, το χρεμέτισμα και το βρούχισμα των αλόγων, το ποδοβολητό των χιλιάδων Τουρκαραπάδων που πλησιάζουν έξαλλοι από παντού, τις κατάρες και τις βρισιές, τα νταούλια, την κλαγγή, τις αναμμένες δάδες, τα πελέκια και τα όπλα και τα σκουλαρίκια τους που αστράφτουν για μια στιγμή. Είναι χιλιάδες, από παντού, μια φοβερή βοή που σιμώνει, σκοτεινό, ακαθόριστο θηρίο από ελεεινά, παράδοξα μιάσματα, ακατανόητες λαλιές και διαταγές και απειλές - τσαχείλες, καπνοί, άσπρα μάτια γουρλωτά που γυαλίζουν μίσος, βρυγμός δοντιών και βρυχηθμός από το μυριοκέφαλο τέρας.
Απ’ την οχλοβοή, τους πυροβολισμούς και τις κραυγές μέσα στην νύχτα, μέχρι και οι κουρούνες που κοιμούνταν, οι κουκουβάγιες και οι γλάροι της λιμνοθάλασσας, έχουνε ξυπνήσει ξαφνικά, έχουν αναστατωθεί, και πετούνε σχεδόν στα τυφλά, ανάμεσα στους καπνούς, φτεροκοπούνε στα χαμηλά, χτυπιούνται στα δέντρα, ψάχνοντας πού να κουρνιάσουνε και δεν βρίσκουν πουθενά - ο Μεσθενεύς νιώθει έτοιμος, ξέρει πως τα επόμενα δευτερόλεπτα θα ορμήξουν όλοι μαζί μπροστά, όλο το συμπεθεριό της φάλαγγας, χίλιοι ένθεοι πια σκελετοί, πρόσωπα-μαύρες θρούμπες ρυτιδιασμένες απ’ την πείνα και την στέρηση. Όλοι μαζί στο θανάσιμο γιουρούσι, παρά με το δίχαλο του Τούρκου στο σβέρκο. Συμμαζεύει την φουστανέλα του, χτυπάει λίγο τα τσαρούχια στο χώμα να φύγουν όσο γίνεται οι λάσπες, να ελαφρύνουν τα ποδάρια του, χαϊδεύει τα δύο σταυρωτά κουμπούρια τα χωμένα στο σελαχλίκι του και ελέγχει πάνω απ’ την φέρμελη το στήθος του: πριν ξεκινήσουν, πριν πάρουν όλοι την ευλογία από τον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ, έχωσε κατάσαρκα, απομέσα, σε όλο το μέρος απ’ την κοιλιά ως τον λαιμό, αντίτυπα της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά», τεύχη του Θούριου του Ρήγα, και είκοσι τυπωμένα αντίτυπα του Εθνικού Ύμνου του κόντε Διονυσίου Σολωμού, που είχε τυπώσει ο ίδιος ο Μεσθενεύς, πέρσι, το 1825, μέσα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Ξέρει πως το χαρτί, πολλές σελίδες μαζί, είναι αδιαπέραστο απ’ τα βόλια, σταματάει τη σφαίρα, σε σώζει, τουλάχιστον αν αυτή σε βρει από μπροστά. Τα έστρωσε στο στήθος καλά, τα έδεσε γύρω με σκοινί κι από πάνω κούμπωσε σφιχτά την φέρμελη και το ζωνάρι.
Είναι αυτός, ο ίδιος, που τύπωσε πρώτος στην Ελλάδα, πέρσι, τον Εθνικό Ύμνο. Ο Δημήτριος Μεσθενεύς. Ο πρώτος και ο μόνος Θεσσαλονικεύς που κλείστηκε στο Μεσολόγγι, μαζί με τους πολιορκημένους. Γιος εμπόρων, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Σαλονίκη, κυνηγήθηκε, ήδη το 1820, από τους Τούρκους ως οπαδός του Ρήγα Φεραίου, κατέφυγε στην Πελοπόννησο, κι από εκεί, αφού πρώτα αγόρασε ένα πιεστήριο από κάποιον Ιταλό, μπήκε το 1823 στην κυκλωμένη πόλη να υπηρετήσει τον Μεγάλο Σηκωμό. Έγινε ο τυπογράφος του φλογερού Ελβετού φιλέλληνα Γιόχαν Γιάκομπ Μάγερ, που έβγαζε την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά», με την στήριξη του Λόρδου Μπάιρον, σε τέσσερις γλώσσες, καταγράφοντας όλη την αιματηρή πορεία της πολιορκίας από τον Δεκέμβριο του 1824 - ο Μεσθενεύς διηύθυνε το τυπογραφείο. Και ξανατύπωσε με δικά του έξοδα πολλές φορές τον Θούριο του Ρήγα, τον μοίρασε στους πολιορκημένους και, για πρώτη φορά, τον Εθνικό Ύμνο. Είχε πληροφορηθεί πως ο κόντε Διονύσιος Σολωμός είχε τελειώσει το έργο κι έστειλε τον βοηθό που είχε στο τυπογραφείο, για διάφορες δουλειές, τον Σταύρο-Τζίμα, νεαρό Σουλιώτη που κούτσαινε από μια σφαίρα που τον χτύπησε στον αστράγαλο και είχε κλειστεί κι εκείνος στο Μεσολόγγι. Ήταν ο έμπιστός του, θηρίο, γερός πολεμιστής, και τον έστειλε με τον ψαρά-αγωνιστή, τον Μήτσιο τον Τρίγκαλο, και το μικρό καΐκι του απέναντι στην Ζάκυνθο να παραλάβουνε, κρυφά κι απόκρυφα, τα χειρόγραφα απ’ τον κόντε. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος γιατί ο τουρκικός στόλος ήλεγχε σχεδόν όλα τα νερά γύρω απ’ το Μεσολόγγι - αλλά ο Μήτσιος κάτεχε τις μυστικές διαδρομές, τα μυστήρια αυλάκια, τα νερένια μονοπάτια, τις ώρες και τους αέρηδες, ήταν ριψοκίνδυνος, αλλά και συνετός και ο μόνος που μπορούσε να φέρει σε πέρας τέτοια αποστολή. Διάλεξαν νύχτα σκοτεινή χωρίς φεγγάρι, ξεκίνησαν, βραδιάζοντας, με το καΐκι δήθεν για ψάρεμα και με σκοπό να περάσουν απέναντι στο Τζάντε. Αρμένισαν όλο τον κόλπο αθέατοι, μπήκανε κοντά στα μεσάνυχτα στο κορφολίμανο, πήρανε αμίλητοι ένα φόρτωμα κρεμμύδια, όπως είχαν συνεννοηθεί, και μέσα στα κρεμμύδια κρύψανε το μικρό δερμάτινο σακί με τα χειρόγραφα του Διονυσίου Σολωμού που έφερε ο έμπιστος του κόντε. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα ξανάφυγαν για πίσω. Σιγοφυσούσε, και ο Μήτσιος πέρασε επιδέξια όλον τον Πατραϊκό, γλιστρώντας πλάγια και μακριά απ’ τους όγκους των τούρκικων καραβιών. Μετά, κάνοντας κορδέλες ξανάστριψε, έψαξε μέσα στο σύσκοτο χνάρια του νερού που μόνο αυτός ήξερε, μύρισε τα σημάδια, βρήκε το μυστικό, αόρατο αυλάκι κι έφτασε στο κόμμα, απ’ όπου δεν περνούσε τίποτε γιατί ’τανε μολωμένο, μπαζωμένο, και τα νερά πολύ ρηχά. Εκεί πήδηξε ο Σταύρο-Τζίμας κρατώντας στον αέρα το σακί με τα χειρόγραφα και περπατώντας σκυφτά στο βυθό και κολυμπώντας, βγήκε ξημερώνοντας στο Μεσολόγγι.
Πήρε τα πολύτιμα χαρτιά ο Δημήτριος Μεσθενεύς και μετά από μια βδομάδα προσεκτική, πυρετική δουλειά και μεγάλη συγκίνηση τύπωσε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τον Ύμνο, που γράφει στο εξώφυλλο:
ΥΜΝΟΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ
Έγραψε
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΖΑΚΥΝΘΙΟΣ
Τον Μάιον μήνα
1823
(Μετά υπάρχει η αναφορά στην Ιταλική μετάφραση του Ύμνου από τον Γκρασέτι και κάτω-κάτω στο εξώφυλλο):
ΕΝ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΩ
ΕΚ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ Δ. ΜΕΣΘΕΝΕΩΣ
1825
Περνούνε όλα αυτά απ’ το μυαλό του και τού φέρνουν ρίγος - ξαναβάζει το χέρι στο στήθος και χαϊδεύει πάνω απ’ τη φέρμελη τα ιερά χαρτιά. Βουρκώνει - αλλά συνέρχεται αμέσως. Μυρίζει δίπλα του, γύρω, πίσω του, στα χώματα του χαντακιού, τους λερούς αγωνιστές, τους χαρομαγεμένους, ρουφάει την ζωική τους μπόχα, την απόφασή τους, ακούει φιλικές μιλιές, μυρίζει την πίστη την φριχτή, την γνώση του θανάτου κι ακούει τον αχό και τον πάταγο που έρχονται από απέναντι. Μουρμουρίζει τους πρώτους στίχους, σιγανά:
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή…
Κι ενώ σφίγγει γερά το γιαταγάνι, νιώθει πως ήρθε η ώρα.
Πιο εκεί, σηκώνεται αγέρωχος ο οπλαρχηγός Νότης Μπότσαρης, βγάζει ένα μικρό φλασκί με κρασί, πίνει και μετά φωνάζει, ατρόμητος, με την αγριοφωνάρα του:
- Κράτησα από καιρό δυο τελευταίες γουλιές γι αυτή την ώρα. Βίβα, ορέ, Έλληνες. Κι όσοι πίνετε, κι όσοι δεν πίνετε, θα βρεθούμε πάλι όλοι μαζί μέσα στο χώμα. Γιουρούσι, αδέρφια…
Κι ορμάει μπροστά με τους σημαιοφόρους, ορμάνε όλοι μπροστά με το σπαθί, με μια πνοή, αλλόκοτοι, τρομεροί, κραυγάζοντας με φρόνημα κρηπιδωμένο απ’ τον Σταυρό, προς τις τούρκικες κανονιοστοιχίες. Κάθε ανάσα κέρδος και απώλεια, κάθε βήμα και μια κλωτσιά στον μυσαρό κατακτητή - τα βόλια έρχονται βροχή απ’ την πλευρά των Τουρκαραπάδων, πολλοί Έλληνες πέφτουν, οι εχθροί πλησιάζουν αλλά δεν τολμούν να βγούνε με το σπαθί, χωρίζουνε στα δυο, από δω οι καβαλάρηδες, από εκεί οι πεζοί, και μόλις έρχονται αναγκαστικά σε επαφή αρχίζει η σφαγή με τα γιαταγάνια και τα μαχαίρια. Η μανία των Ελλήνων είναι τέτοια, παρά την πείνα τους, η λύσσα της εκδίκησης και της λευτεριάς τόση, που θερίζουνε την Τουρκιά ανοίγοντας δρόμο γρήγορα. Ο Μεσθενεύς προχωρώντας χτυπιέται από ένα βόλι στο στήθος, που δεν μπορεί να τον τρυπήσει, αλλά τον πετάει δυο μέτρα πισανάποδα, ζαλισμένο, μισολιπόθυμο, ανάμεσα σε άλλους Έλληνες κι εχθρούς που έχουνε πέσει νεκροί, ή πληγωμένοι. Από πιο πίσω έρχεται ο έμπιστός του, ο κουτσός Σουλιώτης Σταύρο-Τζίμας, πολύ έμπειρος πολεμιστής, θερίζοντας με ένα θεόρατο πελέκι - βλέπει τον Μεσθενέα κάτω, τον αρπάζει απ’ το μανίκι και τον σηκώνει μαζί του, εκείνος συνέρχεται κάπως και συνεχίζει προχωρώντας μέσα στο μακελειό, τις αστραψιές των σπαθιών, τον οδυρμό, τις μαχαιριές, τα ουρλιαχτά και το αίμα, τους ξεκοιλιασμένους και τους μισοπεθαμένους που αποσαλεύουν στο πορφυρό χώμα, τις κλάψες των πληγωμένων και τα αγκομαχητά.
Οι μισοί Έλληνες πέφτουν στην κόλαση της διαδρομής απ’ το χαντάκι ως τις αρχές της πλαγιάς του Ζυγού, αλλά έχουν ανοίξει δρόμο. Ο Μεσθενεύς, έχοντας πια μπροστά του τον θηριώδη Σταύρο-Τζίμα, γλίτωσε και προχωρεί - αλλά τότε, απ’ τα ρόβολα του βουνού ορμάνε ξαφνικά αλαλάζοντας χίλιοι πεντακόσιοι Τουρκαλβανοί που έχουν στήσει καρτέρι κρυμμένοι από μέρες, περιμένοντας βουβά. Κι αρχίζει νέα σφαγή - ο Μεσθενεύς θερίζει γύρω αλλά δέχεται πολλά σπαθίσματα στα πόδια, μαχαιριές στην πλάτη και στον λαιμό. Προχωρεί ακόμα λίγο, σέρνεται αιμόφυρτος στην ανηφόρα και ύστερα πέφτει, ξέπνοος, στα γόνατα. Μετά, μπρούμυτα. Τελευταία στιγμή, ξεψυχώντας, βάζει το ματωμένο χέρι του μέσα απ’ την φέρμελη και χαϊδεύει τα χαρτιά, τα ιερά χαρτιά.
Ο Σταύρο-Τζίμας, παρά την κουτσαμάρα του, κατορθώνει να ξεφύγει απ’ τον κλοιό, βαρώντας γύρω του με το τεράστιο πελέκι σαν ξυλοκόπος, ανεβαίνει φαρδοπατώντας, κλαδεύοντας χέρια Τουρκαλβανών και πόδια και κεφάλια που κατρακυλούνε προς τα κάτω. Οι μεγάλες τρίχες που δεν ψαλίδισε ποτές στ’ αυτιά του είναι ορθές, και πελεκώντας κορμιά φωνάζει ανατριχιαστικά και συνέχεια την σουλιώτικη πολεμική κραυγή:
Ω, ντέρα! Ω, μπούρα μπιτάα! Ω, ντέρα! Ω, μπούρα μπιτάα!...
Αυτός κι άλλοι περίπου τριακόσιοι είναι όλοι κι όλοι απ’ την φάλαγγα των χίλιων του Νότη Μπότσαρη που γλιτώνουνε. Σκαρφαλώνοντας αργά, δέντρο το δέντρο, φτάνουνε οι περισσότεροι, χαράζοντας η μέρα, στην κορφή του Ζυγού, αποκαμωμένοι - ίσα που αναπνέουν, αιμόφυρτοι. Εκεί για μεγάλη τους τύχη βρίσκουνε διακόσιους Σουλιώτες που είχαν λημεριάσει μη ξέροντας τίποτα για την Έξοδο. Εκείνοι τους δίνουνε νερό και από ένα κομμάτι άγιο, ξερό ψωμάκι, που έχουν να γευτούνε μήνες οι Μεσολογγίτες. Κι αφού ξαποσταίνουνε λίγο και δένουνε όπως-όπως τις πληγές, λέει ο αρχηγός των Σουλιωτών:
- Άντε, σηκωθείτε τώρα, να πάμε να βρούμε τον Καραϊσκάκη.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης...
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έγραψε έντεκα συλλογές διηγημάτων, έξι μυθιστορήματα, ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, σενάρια και θεατρικά.
Έργα του έχουν ανεβεί στο Κρατικό Θέατρο Βόρειας Ελλάδας και στην Κύπρο. Έγραψε το σενάριο της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος». Το βιβλίο του «Ουζερί Τσιτσάνης» έγινε ταινία από τον Μανούσο Μανουσάκη.
Διετέλεσε πρόεδρος του δ.σ. της ΕΡΤ-3, διηύθυνε την εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», έξι περιοδικά και τώρα συνεργάζεται με τα «ΝΕΑ» του Σαββάτου.
Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, τα βραβεία «Ιπεκτσί», «Διαβάζω», του «Ιδρύματος Μπότση», της Ακαδημίας Αθηνών, «Μαρκίδες Πούλιου» και του περιοδικού «Αναγνώστης».
* Το #PRESS_21 είναι μία πρωτοβουλία που προετοίμασε το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΜ-Θ στο πλαίσιο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821. Κάθε εβδομάδα θα δημοσιεύεται στη «ΜτΚ» ένα διήγημα πεζογράφου από τη Θεσσαλονίκη ή άλλες πόλεις της Μακεδονίας-Θράκης, που έχει ως σημεία αναφοράς την επανάσταση και τη δημοσιογραφία.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 4 Απριλίου 2021