«Παραμένουμε σταθεροί σε αυτό που από την πρώτη στιγμή είχε πει πρωθυπουργός: εκλογές στο τέλος της τετραετίας» διαμήνυσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου, μιλώντας σήμερα στην ΕΡΤ.
Όπως είπε ο ίδιος, «οποιαδήποτε στιγμή από τον Απρίλιο, από την άνοιξη και μετά είναι εξαιρετικά πιθανό να ξεκινήσουν οι διαδικασίες».
Στο ερώτημα αν κρίνει ως πιο επικίνδυνο το διάστημα ανάμεσα στις πρώτες και τις δεύτερες εκλογές για μια επιθετική ενέργεια από την πλευρά της Τουρκίας, σημείωσε:
«Η χώρα σε ότι αφορά τις πολιτικές αποφάσεις και επιλογές δεν προσδιορίζεται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο άλλωστε έχουμε φροντίσει όλο το προηγούμενο διάστημα με σώφρονες και αποτελεσματικές πολιτικές να έχουμε θωρακίσει τη θέση μας, να μπορούμε αποτελεσματικά να αντιμετωπίζουμε κάθε πρόκληση και κάθε απρόοπτο και να έχουμε την απόλυτη ευχέρεια να καθορίζουμε εμείς το χρόνο μέσα στο οποίο θα εξελίσσονται διάφορες κινήσεις, ανάμεσα στις οποίες και οι θεσμικές κινήσεις για το πολίτευμα και τη δημοκρατία, που είναι εκλογές».
«Η χώρα είναι έτοιμη να ανταπεξέλθει σε κάθε πρόκληση»
«Θεωρούμε ότι τόσο η κατάσταση και η πολιτική ισχύς της χώρας και οι αποτρεπτική της δυνατότητα, όσο και το διεθνές πλαίσιο που έχουμε διαμορφώσει με τους συμμάχους μας είναι τέτοιο που θα καταστήσει πάρα πολύ δύσκολη την οποιαδήποτε σκέψη της απέναντι πλευράς να προκαλέσει και να δημιουργήσει προβλήματα οποτεδήποτε, πολύ περισσότερο σε μια ρευστή φάση, όπως αυτή των ενδιάμεσων εκλογικών αναμετρήσεων. Δεν έχουμε τέτοιες ενδείξεις που να μας φοβίζουν ή εν πάσει περιπτώσει να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι θα δοκιμάσουμε κάτι το οποίο θα είναι επώδυνο εκείνο το χρονικό διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η χώρα είναι πάντοτε έτοιμη να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά σε κάθε πρόκληση. Αυτή ήταν η επιδίωξή μας και η πολιτική μας όλο το προηγούμενο διάστημα».
Για το αν πρόκειται να ζητηθεί συναίνεση των κομμάτων για να παραμείνουν οι Δένδιας και Παναγιωτόπουλος ως υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας αντίστοιχα, σε υπηρεσιακή κυβέρνηση, ο κ. Οικονόμου επισήμανε:
«Όταν ξεκινήσει η προεκλογική περίοδος, σε εκείνο το διάστημα, ανάλογα με το πώς θα διαμορφωθούν τα πράγματα, θα έχουμε περισσότερα πράγματα να πούμε γύρω από αυτήν την ιστορία. Θα δούμε πηγαίνοντας προς εκλογές εκείνο το χρονικό διάστημα και το κλίμα και όλα τα υπόλοιπα (…) Αυτό πάντως που σε κάθε περίπτωση πρέπει να πούμε και να το εμπεδώσουμε ακόμη περισσότερο στην ελληνική κοινωνία, είναι ότι η χώρα εξαιτίας της πολιτικής που εφάρμοσε η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός όλο το προηγούμενο διάστημα, είναι μια χώρα που έχει πολιτική ισχύ, αυτοπεποίθηση, επαρκέστατη αποτρεπτική ικανότητα, τεράστια εμβέλεια των απόψεών της στο διεθνές σκηνικό, για να μην εγκλωβίζεται σε διλήμματα, σε δύσκολες θέσεις, να μην απειλείται, να μην πανικοβάλλεται και να μην τρομοκρατείται».
«Εκλογές στο τέλος της τετραετίας»
Για το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, είπε:
«Παραμένουμε σταθεροί σε αυτό που από την πρώτη στιγμή είχε πει πρωθυπουργός: εκλογές στο τέλος της τετραετίας. Η θεσμική προσήλωση, η εστίαση στο τέλος της τετραετίας του Μητσοτάκη αναδεικνύεται και επιβεβαιώνεται. Νομίζω ότι οποιαδήποτε στιγμή από τον Απρίλιο, από την άνοιξη και μετά είναι εξαιρετικά πιθανό να ξεκινήσουν οι διαδικασίες».
Ακολούθως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πρόσθεσε:
«Νομίζω ότι μικρή σημασία έχει αν αυτά όλα χρονικά θα είναι μια εβδομάδα, δέκα ημέρες πριν ή δέκα ημέρες μετά. Αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι έχουμε μια εκλογική αναμέτρηση που εξαιτίας της ιδιαιτερότητας της απλής αναλογικής θα είναι μια εκλογική αναμέτρηση δύο φάσεων για να προκύψει κυβέρνηση. Εμείς έχουμε τοποθετηθεί πάνω σε αυτό με πολύ μεγάλη σαφήνεια και καθαρότητα. Αντιλαμβάνεται κανείς αν βάλει κάτω τις ημερομηνίες και τα χρονοδιαγράμματα ότι από την άνοιξη και μετά».
« (…) Είχαμε πει εκλογές στο τέλος τετραετίας. Νομίζω ότι δεν αμφιβάλλει κανείς ότι η άνοιξη με τον Ιούλιο είναι τόσο πολύ κοντά που στην ουσία μιλάμε για μια εξάντληση τετραετίας, για εκλογές στο τέλος της τετραετίας».
«Την επενδυτική βαθμίδα θα την πάρει η χώρα»
Με αφορμή το ότι η Societe General βλέπει ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στις 21 Απριλίου, και για το αν μπορεί ενδεχομένως αυτό να επηρεάσει την απόφαση του πρωθυπουργού για το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, ανέφερε:
«Δεν το γνωρίζω. Εκείνο που η κοινή λογική λέει είναι ότι για να αποδώσει κάποιος τέτοιου είδους αναβάθμιση θα θέλει να έχει μπροστά του έναν σταθερό χρονικό ορίζοντα, ένα καθαρό πολιτικό χάρτη. Αυτά συνήθως οι αγορές τα λαμβάνουν υπόψη τους.
Εκείνο όμως που με σαφήνεια γνωρίζω είναι ότι μέσα σε ένα εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον, όλο το προηγούμενο διάστημα η χώρα είχε μόνο αναβαθμίσεις, μόνο αναβαθμίσεις από όλους τους οίκους. Και όχι κάνοντας μια περιοριστική οικονομική πολιτική. Είχε αναβαθμίσεις ενισχύοντας την κοινωνία, δίνοντας χρήματα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, στηρίζοντας τους ανθρώπους, την επιχειρηματικότητα, τους εργαζόμενους, τους ιδιώτες για να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες.
Και αυτό αυτό αναδεικνύει και θα έλεγα ενισχύει ακόμη περισσότερο την ποιότητα της δουλειάς και κυρίως την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία της χώρας».
Ερωτηθείς με αφορμή τα λεγόμενα του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη που σημείωσε ότι «είναι πολύ σημαντικό να έχουμε ισχυρή κυβέρνηση χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο συνεργασίας σε μια προγραμματική βάση» και για το ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με άλλα κόμματα, υπογράμμισε:
«Μέσα στο περιβάλλον της ενισχυμένης αναλογικής δεν υπάρχει κάτι που να μας δείχνει ότι η ΝΔ δεν έχει ισχυρή πιθανότητα να εξασφαλίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
(…) Αυτή είναι η στρατηγική μας. Αυτή είναι η καθαρή μας θέση εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ότι θα επιδιώξουμε μια ισχυρή εντολή, μια εμπιστοσύνη για να σχηματίσουμε μια συμπαγή αποτελεσματική.
«Δεν υπάρχει περίπτωση συνεργασίας με τον Βελόπουλο»
Για το ενδεχόμενο μετεκλογικών συνεργασιών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπογράμμισε:
«Δεν υπάρχει περίπτωση συνεργασίας με την Ελληνική Λύση και με τον κ. Βελόπουλο. Το έχουμε ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους. Είναι χαοτικές και μεγάλες οι διαφορές. (…) Δεν μπορεί να συνεργαστείς με κάποιον όταν εσύ κοιτάζεις προς τη Δύση και αυτός προς την Ανατολή.
Από εκεί και πέρα, το ερώτημα θα απαντηθεί στην ώρα του, ανάλογα και με τα αποτελέσματα των εκλογών. Εμείς πηγαίνουμε στην εκλογική μάχη με την εμπιστοσύνη στην ελληνική κοινωνία και με την αυτοπεποίθηση ότι ο κόσμος, όχι δεν θα απλώς δεν θα ρισκάρει ένα αλλοπρόσαλλο κομματικό σκηνικό, αλλά θα επιβεβαιώσει στο πρόσωπο του πρωθυπουργού την εμπιστοσύνη εκείνη που είναι απαραίτητη για να προχωρήσει η χώρα μπροστά.
Δεν ζητάμε μία ψήφο επιλογής, (επειδή απλώς οι άλλοι είναι χειρότεροι, επειδή απλώς τα μεγέθη, η σύγκριση μεταξύ των πεπραγμένων της περιόδου 2015 – 2019 και 2019 – 2023 δεν αντέχει σε καμία σύγκριση), ζητάμε γιατί έχουμε τη βεβαιότητα και την αυτοπεποίθηση ότι με τη δύναμη των ιδεών μας, με τον επαγγελματισμό και με τη γνώση που χαρακτηρίζει το κυβερνητικό έργο και την κυβερνητική στρατηγική, μπορούμε να πάμε τη χώρα ακόμα πιο μπροστά.
«Ο λαός έχει την ωριμότητα πολιτικά για να αφήσει τους φασίστες στο περιθώριο»
Για το αν υπάρχει σχεδιασμός για την απαγόρευση της συμμετοχής του κόμματος του Κασιδιάρη στις εκλογές, σημείωσε:
«Δεν έχω να κάνω κάποιο σχόλιο σε ότι αφορά τη νομική διάσταση του πράγματος (που κανείς πρέπει να λάβει υπόψη του ευρύτερα πράγματα συναίνεση στην άποψη των υπολοίπων πολιτικών κομμάτων, τα όρια του Συντάγματος).
Ελπίζω, εύχομαι, θα ήθελα να μη χρειάζεται κανένας νόμος για να δοκιμαστούν πολιτικά οι ναζί και οι φασίστες. Να έχει την ωριμότητα η ελληνική κοινωνία (που πιστεύω ακράδαντα ότι την έχει με αυτή την εμπειρία όλης της προηγούμενης περιόδου) για να τους αφήσει εκεί που τους ταιριάζει: στο περιθώριο.
(…) Αυτό ήταν ένα από τα δύο πρωταρχικά στοιχήματα του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2019. Ο πρωθυπουργός είχε τότε ζητήσει ισχυρή εντολή, είχε ζητήσει μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και ο ελληνικός λαός του την έδωσε και ταυτόχρονα είχε ζητήσει ηχηρή αποδοκιμασία των νεοναζί και της Χρυσής Αυγής. Αυτοδύναμη και ισχυρή Νέα Δημοκρατία, Χρυσή Αυγή εκτός Κοινοβουλίου. Και στο κάλεσμα αυτό του Κυριάκου Μητσοτάκη, η ελληνική κοινωνία ανταποκρίθηκε».
«Έχουμε διανύσει πολύ μεγάλη απόσταση για τα Γλυπτά του Παρθενώνα»
Για το αν μπορεί να υπάρξει συμφωνία με το Βρετανικό Μουσείο για τα γλυπτά του Παρθενώνα ως τον Απρίλιο και για το αν είναι τόσο προχωρημένες οι συζητήσεις, τόνισε μεταξύ άλλων:
«Έχουμε διανύσει πολύ μεγάλη απόσταση και έχουμε διανύσει την απόσταση αυτή γιατί από την πρώτη στιγμή, με σοβαρότητα, με υπευθυνότητα, με πολύ αποτελεσματικά βήματα, καταφέραμε πρώτα από όλα να αλλάξουμε την άποψη που επικρατεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, την άποψη της κοινής γνώμης για την επιστροφή και την επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα Παρθενώνα.
Δεύτερον, μην ξεχνάτε ότι ήδη έχουμε κομμάτια των γλυπτών που έχουν επιστρέψει στη χώρα τα κομμάτια τα τρία πρόσφατα από το Βατικανό. Το θραύσμα απ το προηγούμενο διάστημα στη ζωφόρο της ανατολικής ζωφόρου του Παρθενώνα έχουμε την απόφαση της UNESCO που για πρώτη φορά καλεί τη βρετανική κυβέρνηση να στραφεί προς την κατεύθυνση αυτή, προς την κατεύθυνση δηλαδή για επανένωση
Συνεχίζουμε με υπεύθυνο τρόπο τη διαπραγμάτευση χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς επικοινωνιακές κινήσεις και κυρίως χωρίς καμία διάθεση μικροκομματικής εκμετάλλευσης.
Εάν έρθουν τα γλυπτά στην Αθήνα, οποτεδήποτε έρθουν, θα είναι μια μεγάλη εθνική επιτυχία, θα είναι μια επιτυχία της χώρας, θα είναι κάτι που συνδέεται με την εθνική μας αυτοσυνειδησία. Υπάρχουν πράγματα που “δεν μπαίνουν στον χάρακα και στο μοιρογνωμόνιο” της κομματικής ατζέντας.
Δεν κρατάνε ούτε τα προσχήματα στον ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά στην αμηχανία μιας ενδεχόμενης θετικής εξέλιξης είτε πριν τις εκλογές είτε μετά τις εκλογές. Γιατί αν δεν έρθουν πριν τις εκλογές και έρθουν μετά τις εκλογές, αμφιβάλει κανείς ότι αυτό θα οφείλεται εν πολλοίς στην τεράστια προσπάθεια που έχει κάνει ελληνική κυβέρνηση μέχρι τώρα;
Μπροστά λοιπόν σε αυτό το θετικό ενδεχόμενο δεν κρατούν ούτε τα προσχήματα ή εύχονται να μη γυρίσουν ποτέ τα γλυπτά.
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται η συζήτηση αυτή. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, από τη δική μας την πλευρά.
(…) Εμείς δεν αναγνωρίζουμε στο Βρετανικό Μουσείο κανένα δικαίωμα νομής, κατοχής, ιδιοκτησίας. Δεν το αναγνωρίζουμε, είναι σαφές. Από την άλλη πλευρά, οι Βρετανοί έχουν βάλει τις δικές τους “κόκκινες γραμμές” σε αυτή την ιστορία και μέσα σε αυτό το πλαίσιο έχουν γίνει τα βήματα που έγιναν όλο το προηγούμενο διάστημα.
Έχει μεταστραφεί η κοινή γνώμη στη Μεγάλη Βρετανία. Καταλυτικό ρόλο σε όλη αυτή την ιστορία έχει παίξει ο ο πρωθυπουργός με τις επαφές, την επικοινωνία που έχει με διακεκριμένες προσωπικότητες της διεθνούς σκηνής, όχι μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο και αλλού προς αυτή την κατεύθυνση και είμαστε σε έναν καλό δρόμο.
Έχουμε -νομίζω- μαζί μας το σύνολο του Ελληνισμού. Όλοι οι Έλληνες προσδοκούν και θέλουν να γυρίσουν τα γλυπτά στον Παρθενώνα, να επανενωθούν τις διεθνείς διεθνούς κοινής γνώμης, με μοναδική εξαίρεση μια μίζερη, αμήχανη μικροπολιτική.
(…) Έχω εμπιστοσύνη στη διαπραγμάτευση που εξελίσσεται. Μπορώ να είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος γιατί έχω δει συγκεκριμένα δείγματα εδώ και δυόμισι τρία χρόνια. Με ρωτούν καμιά φορά αν η κυβέρνηση εργαλειοποιεί αυτή την υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα για πολιτικούς λόγους. Μα μόνο και μόνο το γεγονός ότι εδώ και 3,5 χρόνια μεθοδικά από την πρώτη στιγμή έχουμε πετύχει αυτά που έχουν πετύχει, ακυρώνει την οποιαδήποτε υποψία».
Για τις καταγγελίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης για δυο περιπτώσεις, της βουλευτού Άννας Ευθυμίου και του Ανδρέα Κουτσούπη και για το αν επανέρχεται το θέμα του ηθικού πλεονεκτήματος στην ατζέντα, υπογράμμισε, ανάμεσα σε άλλα:
«Η παράταξή μας και η κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι πορεύεται μόνο με βάση τη διαφάνεια και τη νομιμότητα και οποτεδήποτε παρουσιάζονται και εμφανίζονται πράγματα που απέχουν από αυτό, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις, παίρνει τα μέτρα που πρέπει να πάρει.
Υπήρχαν περιπτώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που ήταν υπουργοί (…) Αν εμείς πρέπει να πούμε στην ελληνική κοινωνία, αν αργήσαμε ή όχι στην περίπτωση κάποιου στελέχους μας, που με γενναίο τρόπο έκανε την αυτοκριτική του και παραιτήθηκε, ο ΣΥΡΙΖΑ που “μας κουνάει το δάχτυλο” πρέπει να μας πει τι ακριβώς έκανε στην περίπτωση της κ. Γεροβασίλη και του κ. Φλαμπουράρη που ήταν υπουργοί κι έπαιρναν δουλειές από το Δημόσιο.
(…) Για να απαντήσεις όμως, στις ανησυχίες των ανθρώπων, πρέπει να απαντήσεις με πολιτικές. Η πολιτική είναι εδώ για να δίνει λύσεις. Πρέπει να απαντήσεις με πολιτικές για το εισόδημά τους. Πρέπει να απαντήσεις με πολιτικές για προστασία από την ακρίβεια.
Πρέπει να απαντήσεις με πολιτικές που να εξασφαλίζουν την προκοπή και την πρόοδο τους, τη μόρφωσή τους, τη θωράκιση της πατρίδος.
Αυτά είναι για τα οποία μας ψηφίζει ο κόσμος και για όλα τα υπόλοιπα, όπου διαπιστώνεται κάποια παρανομία ή ο,τιδήποτε άλλο, η χώρα έχει θεσμούς. Και οι θεσμοί, δόξα τω Θεώ, λειτουργούν χωρίς κηδεμόνες».