«Προσέρχομαι στη συζήτηση θεωρώντας την τραγωδία των Τεμπών ένα ζήτημα πολύ μεγαλύτερο, πολύ βαθύτερο από απλή αφορμή για την κατάθεση έστω μια πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης. Για αυτό και θα μιλήσω περισσότερο για την αλήθεια για το δυστύχημα το οποίο πλήγωσε την πατρίδα μας», είπε στην αρχή της ομιλίας του ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στη συζήτηση που εξελίσσεται σήμερα σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών με φόντο την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, μετά τις νέες αποκαλύψεις για το έγκλημα των Τεμπών.
«Δυστυχώς μέχρι στιγμής απέναντι σε αυτή την τραγωδία δεν έχουμε καταφέρει να βαδίσουμε ενωμένοι σε ένα αύριο με λιγότερες σκιές, λιγότερες κραυγές και αλληλοκατηγορίες σαν κι αυτές που ακούσαμε και σήμερα και που τελικά οδηγούν τους πολίτες να κλείνουν τα αυτιά τους και να μην πιστεύουν κανέναν και τίποτα. Για αυτό από την αρχή κράτησα χαμηλούς τόνους. Ζήτησα συγγνώμη. Εξ' ονόματος όλων όσοι κυβέρνησαν επί δεκαετίες χωρίς να μπορέσουν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα στον ελληνικό σιδηρόδρομο. Όμως και χωρίς να πιστέψω ποτέ ότι υπάρχουν Έλληνες που πενθούν περισσότερο από άλλους. Στα Τέμπη συγκρούστηκε η πατρίδα μας με τον κακό της εαυτό».
«Δυστυχώς οι πολιτικοί μας αντίπαλοι επέλεξαν μια στάση που ουδείς διανοήθηκε σε παρόμοιες τραγωδίες» όπως στο Μάτι και στη Μάνδρα, εκτίμησε ο πρωθυπουργός και κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι μετέτρεψε την πάνδημη οδύνη σε κομματικό λάβαρο.
«Έφυγα με ελικόπτερο και είδα ό,τι πιο φρικιαστικό έχω δει ποτέ στη ζωή μου και λέτε ότι το μέλημά μου ήταν να πειράξω τους διαλόγους. Δεν ντρέπεστε λίγο να τα λέτε αυτά;
Ας ξεκινήσουμε με το βαθύτατα παραπλανητικό δημοσίευμα του ΒΗΜΑτος. Αλλοιώθηκαν λέει οι διάλογοι εκείνης της βραδιάς: Όλες οι συζητήσεις δεν ήταν εξ αρχής στη διάθεση των ανακριτικών αρχών; Γιατί κάποιος να θέλει να τις αλλάξει;
Εισάγατε στην προπαγάνδα σας, ένα λεξιλόγιο άλλων εποχών. Μάζωμα, συγκάλυψη, μονταζιέρα. Ήρθε η ώρα να διαλύσουμε τους μύθους. Θα επιχειρήσω να το κάνω στη μνήμη των ανθρώπων, όσο πιο νηφάλια μπορώ. Αναλαμβάνω την ευθύνη στη μνήμη αυτών, να πω την αλήθεια και να κριθώ.
Πολιτικές δυνάμεις μεταβλήθηκαν σε εμπόρους του πόνου, ώστε να φανεί τάχα ότι η κυβέρνηση δεν έχει την ενσυναίσθηση. Σεβαστείτε τους ανθρώπους που είναι τουλάχιστον στα θεωρεία.
Δεν μιλήσαμε όσο θα έπρεπε από την πρώτη στιγμή όσο θα έπρεπε για την τραγωδία. Πάνω σε αυτό το κενό πληροφόρησης φύτρωσαν τα πιο απίθανα σενάρια συνωμοσίας.
Αναρωτιέμαι, όταν στην επέτειο, όταν ντύσατε μαύρη την Κουμουνδούρου, θα μπορούσαμε να το είχαμε κάνει και εμείς το 2019, δεν το κάναμε. Είπατε κ. Φάμελλε πως κρύβομαι, είμαι εδώ. Τοποθετήθηκα σε αυτή την αίθουσα, απείχα μόνο σε μία συνεδρίαση για λόγους αρχής, στην εξέταση των ποριμάτων της εξεταστικής αρχής.
Στέκομαι με σεβασμό και με ταπεινότητα απέναντι στη μνήμη των ανθρώπων που χάσαμε, στον πόνο των τραυματιών και των συγγενών και των θυμάτων. Από όλους μόνο αυτοί έχουν το δικαίωμα να κάνουν τον πόνο διαμαρτυρία ακόμα και να αδικούν την Πολιτεία», είπε ακολούθως ο Κ. Μητσοτάκης.
«Αν είχε ολοκληρωθεί η σύμβαση 717, δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά πιθανόν να ήταν πολύ πιο δύσκολο να έχει συμβεί ό,τι έγινε. Ο σταθμάρχης έβλεπε ότι το τρένο ήταν στη λάθος γραμμή.
Απευθύνομαι σε μία κοινωνία που έχει δηλητηριαστεί από αυτές τις θεωρίες.
Ποτέ δεν κινήθηκε με μεγαλύτερη ταχύτητα η Δικαιοσύνη. Σε 34 άτομα έχει ήδη αποδώσει κατηγορίες.
Κυρία Κωνσταντοπούλου, αφήσατε ένα αδιανόητο υπονοούμενο πως επειδή ήταν εθελοντής μου με είχε ενημερώσει για το φορτίο. Δεν ντρέπεστε, πώς εργαλειοποιείτε έτσι τον πόνο και τα λέτε αυτά χωρίς ντροπή.
Ένας πραγματογνώμονας υπάρχει. Δεν επιβεβαίωσε ποτέ τίποτα από αυτά που λέτε. Ουδέποτε, δόθηκε καμία εντολή για συγκάλυψη» διαβεβαίωσε ο Κ. Μητσοτάκης κοιτώντας προς τα θεωρεία της Βουλής όπου βρίσκονται συγγενείς των θυμάτων του εγκλήματος στα Τέμπη.
Είπατε πως θέλαμε να μπαζώσουμε το έδαφος; Γιατί να το κάνουμε αυτό; Και αυτό ήταν απόφαση της κυβέρνησης; Τι ακριβώς να συγκαλύψουμε με το μπάζωμα; Το μέλημα των συνεργείων ήταν να σηκώσουμε τα βαγόνια των τρένων για να δούμε ποιοι ήταν από κάτω.
Ένα ανθρώπινο χέρι έστειλε το τρένο στη λάθος στιγμή και αυτό έγινε. Υπάρχει έστω ένας άνθρωπος να πιστεύει ότι εάν είχε κάνει σωστά τη δουλειά του, όπως την κάνουν εκατοντάδες άλλοι, δεν θα είχε γίνει δυστύχημα;», διερωτήθηκε ο πρωθυπουργός.
Μιλώντας για το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο θέτει ζητήματα καταπάτησης του κράτους Δικαίου στην Ελλάδα, ο Κ. Μητσοτάκης κατέθεσε στα πρακτικά ένα κείμενο το οποίο έχει αποσταλεί στο Ευρωκοινοβούλιο και το οποίο απαντά «σημείο-σημείο», όπως υποστήριξε, στις θέσεις του ψηφίσματος.
Ακολούθως, παρέπεμψε τον κ. Ανδρουλάκη σε άρθρο του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Νίκου Αλιβιζάτου στην Καθημερινή, στο οποίο γράφει ότι από το 1974 η Ελλάδα είναι ένα κράτος Δικαίου το οποίο μάλιστα εξελίσσεται και συνεπώς όποιος αμφιβάλλει είναι «αφελής». «Ο κ. Αλιβιζάτος μόλις σας αποκάλεσε αφελή κ. Ανδρουλάκη», είπε αμέσως μετά ο πρωθυπουργός.
Ισχυρίστηκε, δε, ότι στην Ελλάδα οι εκλογές διενεργούνται ελεύθερα και με διαφάνεια.
Σε επόμενο στάδιο της ομιλίας του συσχέτισε τον κ. Ανδρουλάκη με εκδοτικά συμφέροντα, εννοώντας εμμέσως πλην σαφώς τον εφοπλιστή εκδότη Βαγγέλη Μαρινάκη, λέγοντας πως την περίοδο της συζήτησης του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια τα μέσα αυτά χρησιμοποιούσαν την ίδια επιχειρηματολογία με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Εξάλλου, ο Κ. Μητσοτάκης χρησιμοποίησε το ερώτημα που είχε διατυπώσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;» για να υποστηρίξει ότι σήμερα η Ελλάδα κυβερνάται από τον κυρίαρχο λαό, διαμέσου των αντιπροσώπων του στη Βουλή, και όχι από κάποια «πορτοφόλια». «Δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο στο τιμόνι του τόπου», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
«Σας καλώ να καταψηφίσετε την πρόταση δυσπιστίας» είπε κλείνοντας ο πρωθυπουργός καλώντας τους βουλευτές να στηρίξουν την κυβέρνηση που «παρά τις δυσκολίες συνεχίζει να πηγαίνει τη χώρα σταθερά, τολμηρά, μπροστά».