Οι παγκόσμιες δαπάνες για την εισαγωγή προϊόντων διατροφής αναμένεται να φθάσουν τα 1.940 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022, δηλαδή θα αυξηθούν κατά 10% σε σχέση με τον περασμένο χρόνο, εξαιτίας της αύξησης των τιμών, προειδοποιεί ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO).
Παράλληλα με την αύξηση των δαπανών για τα προϊόντα διατροφής, οι παγκόσμιες δαπάνες για την εισαγωγή γεωργικών συντελεστών παραγωγής, κυρίως των λιπασμάτων, αναμένεται να αυξηθούν κατά 48% σε σχέση με το 2021, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων του ΟΗΕ, που ανησυχεί για τις δραματικές συνέπειες που θα σημαίνει αυτή η εκτόξευση για τις ευάλωτες χώρες, οι οποίες ζουν ήδη υπό συνθήκες διατροφικής ανασφάλειας.
Στην διετή έκθεσή του για τις «Προοπτικές της Διατροφής», ο FAO προειδοποιεί ότι οι συνέπειες θα είναι δραματικές για τις φτωχές χώρες που θα πληρώσουν περισσότερο για λιγότερα. Διότι «αν το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του λογαριασμού αποδίδεται στις χώρες υψηλού εισοδήματος», αυτές θα δουν αύξηση των εισαγόμενων ποσοτήτων, αντίθετα με τις οικονομικά ευάλωτες χώρες όπως η Μαδαγασκάρη, η Λιβερία ή ο Λίβανος.
Η υποσαχάρια Αφρική, η οποία έχει ήδη πληγεί σκληρά από τον υποσιτισμό, αναμένεται να δαπανήσει 4,8 δισεκατομμύρια περισσότερα για τις εισαγωγές διατροφικών προϊόντων, παρά την μείωση του όγκου.
Το αυξανόμενο πρόβλημα προσβασιμότητας για τις χώρες αυτές μπορεί να σημαίνει το τέλος της αντοχής τους στην αύξηση των διεθνών τιμών, προειδοποιεί ο Οργανισμός.
Ανάγκη για σύσταση μηχανισμού χρηματοδότησης των εξαρτημένων από τις εισαγωγές χωρών
Η γενική αύξηση των τιμών των προϊόντων διατροφής, που επιβαρύνεται για τις εισαγωγικές χώρες από την υποτίμηση των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου, του βασικού νομίσματος που χρησιμοποιείται στις διεθνείς αγορές, συνδέεται απευθείας με τον πόλεμο στην Ουκρανία, έπειτα από μία πρώτη περίοδο οπότε η αύξηση των τιμών είχε αποδοθεί στην οικονομική ανάκαμψη μετά την Covid.
Ο πόλεμος που εμπλέκει δύο γεωργικές υπερδυνάμεις στις οποίες αντιστοιχούσε το 30% του παγκόσμιου εμπορίου σίτου και το 78% των εξαγωγών ηλιελαίου πριν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχει εκτοξεύσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα τις τιμές των σιτηρών.
Περισσότερες από 30 χώρες εισαγωγοί σιτηρών εξαρτώνται από την Ρωσία και την Ουκρανία για τουλάχιστον το 30% των εισαγωγών τους.
Το άνοιγμα θαλάσσιου διαδρόμου στην Μαύρη Θάλασσα επέτρεψε την εξαγωγή περισσότερων των 10 εκατομμυρίων τόνων αγροτικών προϊόντων της Ουκρανίας από την 1η Αυγούστου, οδηγώντας σε κάποια υποχώρηση τις τιμές στις διεθνείς αγορές.
Άλλος παράγοντας της ύφεσης αυτής, η παγκόσμια παραγωγή σίτου «αναμένεται να φθάσει στο επίπεδο ρεκόρ των 784 εκατομμυρίων τόνων την περίοδο 2022/2023, λόγων της ρωσικής και της καναδικής συγκομιδής».
Όμως άλλοι παράγοντες βαρύνουν την πλάστιγγα στην περίπτωση των φτωχών εισαγωγικών χωρών προειδοποιεί ο FAO: οι δαπάνες για την εισαγωγή συντελεστών της αγροτικής παραγωγής, κυρίως λιπασμάτων, αναμένεται να φθάσει φέτος τα 424 δισεκατομμύρια δολάρια, που μεταφράζεται σε αύξηση κατά 48% σε σχέση με το 2021.
Αιτία, η εκτόξευση του κόστους του φυσικού αερίου και των αζωτούχων λιπασμάτων, για τα οποία η Ρωσία ήταν η πρώτη εξαγωγική δύναμη παγκοσμίως. Οι τιμές τους τριπλασιάσθηκαν σε έναν χρόνο.
«Κατά συνέπεια, ορισμένες χώρες είναι πιθανόν να αναγκασθούν να περιορίσουν την χρήση συντελεστών αγροτικής παραγωγής, πράγμα που αναπόφευκτα θα σημάνει μείωση της παραγωγικότητας και των εθνικών διαθέσιμων προϊόντων διατροφής», επισημαίνει ο FAO.
Ο Οργανισμός, που προβλέπει ότι οι αρνητικές συνέπειες για την παγκόσμια αγροτική παραγωγή και την διατροφική ασφάλεια θα παραταθούν μέχρι το 2023, επιμένει εδώ και μήνες για την σύσταση μηχανισμού που θα διευκολύνει την χρηματοδότηση των χωρών με μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές.
Η έκθεση χαιρετίζει ως «σημαντικό και θετικό βήμα για την άμβλυνση του φορτίου των δαπανών για την εισαγωγή προϊόντων διατροφής» την ανακοίνωση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στα τέλη του Σεπτεμβρίου του ανοίγματος θυρίδας «διατροφικών σοκ» για έναν χρόνο για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος, που δίνει ταχεία πρόσβαση σε επείγουσα χρηματοδότηση σε περίπτωση αιφνίδιας αύξησης των τιμών.