Ηχηρό καμπανάκι για τις επιπτώσεις που θα έχει στο ασφαλιστικό σύστημα και στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας το χαμηλό –σε σχέση με την Ε.Ε– ποσοστό απασχόλησης στην αγορά εργασίας χτυπάει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις που περιλαμβάνει η έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική, ο ενεργός πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών στην Ελλάδα θα μειωθεί σχεδόν κατά 300.000 άτομα έως το 2030. Η κατάσταση χειροτερεύει μέσα στις επόμενες δεκαετίες και το 2050 ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα έχει μειωθεί σχεδόν κατά 2 εκατ. άτομα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο στη λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος, που πρακτικά θα οδηγήσει σε περιορισμό των παροχών κυρίως για τις νεότερες γενιές.
Στο κεφάλαιο της έκθεσης για τις εξελίξεις στην απασχόληση και την αγορά εργασίας η ΤτΕ, αφού αναλύει τα δεδομένα και τις εκτιμήσεις για τα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στην απασχόληση, εκπέμπει σήμα κινδύνου για τη λήψη μέτρων ενίσχυσης της απασχόλησης σε όλες τις ηλικίες, ώστε να αποτραπούν δυσμενείς επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και στην κοινωνική συνοχή.
Στο επίμαχο απόσπασμα η ΤτΕ αναφέρει τα εξής: "Η επιταχυνόμενη γήρανση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες αναμένεται να επηρεάσει δυσμενώς την αγορά εργασίας, αποτελώντας σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο βασικό σενάριο προβλέπεται ότι ο ενεργός πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών στην Ελλάδα θα μειωθεί από 6.624 χιλ. άτομα το 2023 σε 6.200 χιλ. άτομα το 2030 και σε 4.681 χιλ. άτομα το 2050. Η αξιόλογη αυτή συρρίκνωση του ενεργού πληθυσμού θα έχει σημαντικές συνέπειες στην αγορά εργασίας και στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, ενώ επιπλέον θα δημιουργήσει ουσιώδη προβλήματα στην κοινωνική συνοχή".
Αν και έχουν γίνει πολλά και σημαντικά βήματα και η αγορά εργασίας έχει αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και της υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, εντούτοις το εργατικό δυναμικό δεν έχει διευρυνθεί, όπως παρατηρεί η ΤτΕ, υπογραμμίζοντας ότι:
1. Το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό ηλικίας 15-64 ετών, που ορίζεται ως ο λόγος του εργατικού δυναμικού προς τον συνολικό πληθυσμό, παραμένει σημαντικά χαμηλότερο στην Ελλάδα (69,5% το 2023 από 67,8% το 2015) από ό,τι στην E.E.-27 (75,0% το 2023 από 71,9% το 2015). Αν και διαχρονικά έχει αυξηθεί, είναι το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των 27 κρατών-μελών, υπερβαίνοντας μόνο αυτό της Ιταλίας.
2. Η συνεχής αύξηση της απασχόλησης και η μείωση του ποσοστού ανεργίας έχουν περιορίσει σημαντικά τη δεξαμενή του διαθέσιμου προς πρόσληψη ειδικευμένου αλλά και ανειδίκευτου προσωπικού. Η στενότητα στην αγορά εργασίας κατέγραψε σημαντική άνοδο μετά την πανδημία και η δυναμική της διατηρήθηκε το 2023, με τις επιχειρήσεις να δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Είναι προφανές ότι τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό αποτελούν τροχοπέδη στην περαιτέρω αύξηση της συνολικής απασχόλησης και, κατ’ επέκταση, στη μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη.
3. Είναι επιτακτική η ανάγκη για τη λήψη μέτρων και τη διαμόρφωση κατάλληλων πολιτικών που θα βοηθήσουν τους εργαζομένους να παραμείνουν στην αγορά εργασίας και τους μη οικονομικά ενεργούς να εισέλθουν σε αυτήν, έτσι ώστε να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής, συγκλίνοντας προς τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27, αλλά και να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση εργατικού δυναμικού από τις επιχειρήσεις.
Μοντέλο ενεργού γήρανσης στην απασχόληση
Καθώς το μοντέλο της "ενεργού γήρανσης" αποτελεί μία από τις βασικές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, οι άνω των 65 ετών, επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, θα αποτελούν σε μερικά χρόνια μια δεξαμενή εργατικού δυναμικού. Το ποσοστό συμμετοχής στις ηλικίες 65-74 ετών αναμένεται να ανέλθει από 9,8% το 2023 σε 9,9% έως το 2030, 16,8% το 2050 και 24,3% το 2070. Στην εξέλιξη αυτή θα συμβάλει όχι μόνον η ανάπτυξη της οικονομίας και η αυξανόμενη ζήτηση εργαζομένων από πλευράς των επιχειρήσεων, αλλά και η άρση των αντικινήτρων (περικοπής υψηλού ποσοστού της σύνταξης) για τους εργαζόμενους συνταξιούχους.
Η Ελλάδα υστερεί στα ποσοστά απασχόλησης έναντι της Ε.Ε. Μία από τις κύριες αιτίες που συγκρατούν τα ποσοστά απασχόλησης ιδίως των γυναικών είναι ο ρόλος που έχουν αναλάβει στην παροχή φροντίδας εξαρτημένων μελών της οικογένειας (ανήλικων παιδιών και υπερηλίκων).
Στην Ελλάδα το ποσοστό απασχόλησης για τις γυναίκες με το μικρότερο παιδί ηλικίας 0-2 ετών ήταν 60,4% το 2021, ενώ για τις γυναίκες με τα μικρότερα παιδιά ηλικίας 3-5 ετών και 6-14 ετών τα ποσοστά απασχόλησης ήταν 57,0% και 62,9% αντίστοιχα.
Το εκπαιδευτικό επίπεδο είναι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας της απασχόλησης των γυναικών, καθώς οι γυναίκες με παιδιά είναι πολύ πιθανότερο να απασχοληθούν εάν έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο (ποσοστό απασχόλησης 76,8% το 2021) παρά εάν έχουν μεσαίο ή χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (ποσοστά απασχόλησης 51,6% και 39,8% αντίστοιχα).
Σημαντικό, όμως, είναι το χάσμα μεταξύ Ελλάδος και E.E. ως προς τα ποσοστά συμμετοχής των νέων ηλικίας 15-29 ετών στο εργατικό δυναμικό. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2023, το 44,8% του πληθυσμού 15-29 ετών στην Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στο εργατικό δυναμικό (είτε ως απασχολούμενοι είτε ως άνεργοι), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην E.E.-27 είναι υψηλότερο (56%).
Πηγή: Capital.gr