Έως και 60°C μπορεί να φτάσει η θερμοκρασία στην άσφαλτο, σε δρόμους χωρίς σκιά όπως η Λεωφόρος Νίκης, η Π.Π. Γερμανού και η Κούσκουρα, ενώ η αίσθηση θερμικής άνεσης μπορεί να βελτιωθεί έως και 15°C σε καλά σκιασμένες τοποθεσίες, σύμφωνα με μελέτη για το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό LAND.
Την έρευνα, που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2023, υπογράφουν οι Απόστολος Παπαγιαννάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ο υποψήφιος διδάκτορας Νίκος Συλλίρης και ο διδάσκων στο ίδιο τμήμα Αριστοτέλης Βαρθολομαίος.
Οι ερευνητές εντόπισαν τη θερμότερη ημέρα της δεκαετίας 2012-2022 (03/08/2021) με καταγεγραμμένη μέγιστη θερμοκρασία αέρα 40.80°C. Σε δρόμους με δέντρα η θερμοκρασία της ασφάλτου ήταν αρκετά χαμηλότερη, ενώ σε δρόμους χωρίς δέντρα και σκίαση, όπως η Λ. Νίκης η θερμοκρασία στην επιφάνεια του δρόμου μπορεί να έφτανε τους 55-60°C.
Τα δύο σενάρια
Οι ερευνητές εξέτασαν δύο σενάρια, ένα συντηρητικό και ένα πιο προχωρημένο για τις περιοχές που περικλείονται από τις οδούς Λ. Νίκης και Σβώλου, Στρ. Καλλάρη και Π.Π. Γερμανού.
Το συντηρητικό σενάριο προβλέπει αντικατάσταση της ασφάλτου και των πλακών του πεζοδρομίου με υλικά που αντανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία και είναι φωτοκαταλυτικά, αντικατάσταση των δέντρων που είναι σε κακή κατάσταση (γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις γηρασμένες και άρρωστες φτελιές των οδών Τσιμισκή και Σβώλου) με μεσαίου μεγέθους φυλλοβόλα δέντρα, φύτευση νέων δέντρων και εγκατάσταση φυτεμένου δώματος όπου είναι εφικτό. Εκτός από τα παραπάνω, το πιο ριζοσπαστικό σενάριο εξετάζει το τι θα συνέβαινε αν η Τσιμισκή μετατρεπόταν σε πεζόδρομο.
1. Στο συντηρητικό σενάριο, η μεγαλύτερη βελτίωση στην αισθητή θερμότητα (ένας δείκτης που λαμβάνει υπόψη τη ψυχολογική αίσθηση της ζέστης ή του ψύχους από το ανθρώπινο σώμα) μπορεί να φτάσει τους 12°C υπό σκιάν στην Π.Π. Γερμανού και τη Λ. Νίκης.
Στην οδό στην Τσιμισκή, όπου υπάρχουν -ή τουλάχιστον υπήρχαν στα τέλη του 2022 που έγινε η έρευνα- δεντροστοιχίες εκατέρωθεν του δρόμου, η βελτίωση της αισθητής θερμοκρασίας είναι της τάξης των 7°C κατά μέσο όρο. Με τη χρήση πιο φιλικών στο περιβάλλων δομικών υλικών και δέντρων για σκίαση η θερμοκρασία του εδάφους μπορεί να μειωνόταν κατά 10-15°C. Όσο για τη θερμοκρασία αέρα, με τις προτεινόμενες παρεμβάσεις θα μπορούσε να μειωθεί κατά 1°C.
2. Το πιο ριζοσπαστικό σενάριο εξετάζεται το τι θα συνέβαινε με την πεζοδρόμηση 100 μέτρων της οδού Τσιμισκή. Προβλέπει αντικατάσταση της ασφάλτου και των πλακών πεζοδρόμιου με υλικά που αντανακλούν τη θερμότητα, μία επιπλέον δεντροστοιχία στη μέση της οδού με φύτευση δέντρων ύψους 15 μέτρων, φυτεμένα δώματα κ.ά. Οι συνθήκες θερμικού στρες εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά καταγράφεται βελτίωση στη μέση και μέγιστη αισθητή θερμότητα και μείωση κατά 1°C της θερμοκρασίας του αέρα.
«Αυτό το εύρημα θα μπορούσε να έχει ευρύτερες επιπτώσεις, καθώς η πόλη μπορεί να μειώνει τη θερμοκρασία της πιο αποτελεσματικά» παρατηρούν οι ερευνητές. Όσο για τη θερμοκρασία της επιφάνειας καταγράφεται μια μείωση 47% και από τους αρχικούς 40,4°C θα μπορούσε να φτάσει τους 27,4°C με το προχωρημένο σενάριο- και αν η άσφαλτος απορροφά λιγότερη θερμότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας, λιγότερη θα εκπεμφθεί μετά τη δύση του ηλίου.
Μείωση του θερμικού στρες
Τα αποτελέσματα των σεναρίων προσομοίωσης που έκαναν οι ερευνητές έδειξαν ότι ένας άνθρωπος μέσης ηλικίας υποβάλλεται σε ακραίο θερμικό στρες, όχι μόνο όταν βρίσκεται σε σημεία χωρίς σκιά, όπως για παράδειγμα στις διαβάσεις, αλλά ακόμα και υπό σκιά, αλλά η βελτίωση είναι αξιοσημείωτη όταν εφαρμόζονται μέτρα αστικού σχεδιασμού. Στο ριζοσπαστικό σενάριο η αίσθηση θερμικής άνεσης μειώθηκε κατά το μέγιστο κατά 15,6°C, η μέγιστη θερμοκρασία επιφάνειας κατά 15,2°C και η θερμοκρασία αέρα κατά 1,6°C. Τα «ψυχρά» δομικά υλικά βρέθηκε ότι μειώνουν την επιφανειακή θερμοκρασία στην άσφαλτο έως και 15°C και τη θερμοκρασία αέρα από 0,2°C έως 3°C.
Με τη σκίαση από τα δέντρα επιτυγχάνεται μία σημαντική μείωση θερμοκρασίας στην επιφάνεια της ασφάλτου από 7°C έως 15°C στα ηλιόλουστα πεζοδρόμια. Συμπερασματικά, η έρευνα κατέδειξε ότι παρεμβάσεις που δημιουργούν περιοχές χωρίς αυτοκίνητο, σε συνδυασμό με δεντροφυτεύσεις και χρήση υλικών φιλικών προς το περιβάλλον μειώνουν σημαντικά το φαινόμενο της θερμικής νησίδας.
Μετά το 1990 οι 3 στους 4 καύσωνες στην πόλη
Η πόλη της Θεσσαλονίκης βίωσε 56 καύσωνες την περίοδο 1950-2020, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Climate από τους Ελισάβετ Γαλανάκη, Χρήστο Γιάνναρο, Βασιλική Κοτρώνη, Κώστα Λαγουβάρδο και Γιώργο Παπαβασιλείου. Τρεις στους τέσσερις καύσωνες καταγράφηκαν την περίοδο 1990-2020. Το πιο θερμό καλοκαίρι της Θεσσαλονίκης ήταν το 2012, με περισσότερες από 700 θερμές ώρες. Το 2007 και το 2017 είχαμε 500 θερμές ώρες.
Το 23% των ημερών καύσωνα καταγράφονται τον Ιούνιο, το 39% τον Ιούλιο και το 38% τον Αύγουστο. Οι καύσωνες στη Θεσσαλονίκη διαρκούν από 3 έως 12 μέρες, ενώ η τάση είναι αυξητική τάση από δεκαετία σε δεκαετία. Από άποψη διάρκειας ο πιο επίμονος καύσωνας ήταν του 2017 και από άποψη έντασης ο πιο θερμός καύσωνας ήταν το 1987, το 1988 και το 2016.
H ανάλυση των επιστημόνων έγινε για τέσσερις πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Λάρισα) με βάση τα μετεωρολογικά δεδομένα επτά δεκαετιών και κατέδειξε ότι περιοχές μεγάλου γεωγραφικού πλάτους παρουσιάζουν μεγαλύτερες θερμοκρασίες αποκλίσεις σε σχέση με τα νότια τμήματα της χώρας, αν και οι θερμοκρασίες δεν είναι τόσο υψηλές όσο στο νότο.
Η αναλογία καύσωνες ανά καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι κατά μέσο όρο 0,7 από το 1950 μέχρι το 2020, αλλά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες η αναλογία αυτή ανεβαίνει στο 1,1. Η διάρκεια των καυσώνων είναι μεταξύ 3,7 και 7,5 μέρες. Τα… hot spots στην Ελλάδα εντοπίζονται στην Αττική, στο δυτικό τμήμα της κεντρικής Ελλάδας, την κεντρική Θεσσαλία και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Οι καύσωνες είναι πιο συχνοί αλλά με μικρότερη ένταση σε ορεινές περιοχές, με μεγαλύτερη διάρκεια στην δυτική Ελλάδα και τα νησιά του Ιουνίου.
Η ανάλυση έδειξε ότι το 37% των περιοχών της Ελλάδας βίωναν τουλάχιστον έναν καύσωνα ετησίως μέχρι το 1990 και το ποσοστό αυτό έφτασε σε 62% μετά το 1990 και επίσης καταγράφηκε μια αυξητική τάση στις μέρες καύσωνα τον μήνα Ιούνιο.
*Δημοσιεύθηκε στο ειδικό αφιέρωμα της "ΜτΚ" για το περιβάλλον στις 04.06.2023