Το «πράσινο φως» για την υπό προϋποθέσεις διενέργεια rapid tests και self tests για τον εντοπισμό της λοίμωξης COVID-19 στους ταξιδιώτες έχει δώσει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (σ.σ. ECDC), σύμφωνα με τις νεότερες οδηγίες του, που έχουν τροποποιηθεί σε σύγκριση με τον περασμένο Νοέμβριο, αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
Πιο συγκεκριμένα, όταν οι πολίτες που ταξιδεύουν προέρχονται από χώρες με χαμηλό επιπολασμό της νοσηρότητας, πρέπει να είμαστε πολύ κριτικοί αναφορικά με την ερμηνεία του αποτελέσματος. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή συστήνεται η χρήση της μοριακής μεθόδου PCR για πιο αξιόπιστα αποτελέσματα, τονίζεται στην ανακοίνωση του ΦΣΘ.
Τα παραπάνω ανακοίνωσε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μικροβιολογίας στο Κέντρο Αναφοράς SARS-CoV2 της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Γεωργία Γκιούλα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της με θέμα «Ο νέος κορωνοϊός SARS-Cov2: Νεότερα επιδημιολογικά και εργαστηριακά δεδομένα»» στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής που διοργάνωσε διαδικτυακά στις 22 και 23 Μαΐου ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
«Πλέον επιτρέπεται η χρήση των rapid tests και στους ταξιδιώτες. Η συχνότητα με την οποία γίνονται έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την ευαισθησία τους. Εάν ένα τεστ με ευαισθησία της τάξεως του 80% γίνει από ένα ποσοστό 70% του πληθυσμού, μία φορά τη εβδομάδα, μειώνει τον δείκτη μεταδοτικότητας RΤ από το 1,5 στο 1», εξήγησε η κ. Γκιούλα.
Παράλληλα, τόνισε ότι τα πλεονεκτήματα των γρήγορων τεστ, είτε των rapid είτε των self tests είναι ότι δίνουν αποτέλεσμα σε σύντομο χρονικό διάστημα (15-20 λεπτά), έχουν χαμηλό κόστος και υψηλή ακρίβεια επί θετικών αποτελεσμάτων με χαμηλότερη ευαισθησία έναντι των μοριακών τεστ. Επίσης έχουν πολύ καλύτερη απόδοση στα αρχικά στάδια της νόσου όπου έχουμε και υψηλότερο ιικό φορτίο.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ένα γρήγορο τεστ είναι αξιόπιστο όταν έχουμε μια ευαισθησία πάνω από 80% και μια ειδικότητα άνω του 97%, ενώ το ECDC θέτει πιο αυστηρές προδιαγραφές με ευαισθησία πάνω από 90% και ειδικότητα πάνω από 97%.
«Η αξιοπιστία αυτών των τεστ εξαρτάται από το πόσο συχνό είναι το νόσημα τη συγκεκριμένη περίοδο στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Έτσι όταν έχουμε υψηλό επιπολασμό του νοσήματος, ένα θετικό αποτέλεσμα είναι ένα πραγματικά θετικό αποτέλεσμα. Ενώ στην περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, θα χρειαστεί επιβεβαίωση από μοριακό τεστ, ειδικά αν υπάρχει και υποψία λοίμωξης. Αντιθέτως όταν έχουμε χαμηλό επιπολασμό του νοσήματος, έχουμε χαμηλή θετική προγνωστική αξία του τεστ. Δηλαδή ένα θετικό αποτέλεσμα του τεστ θα πρέπει να επιβεβαιωθεί, ενώ ένα αρνητικό αποτέλεσμα είναι πραγματικά αρνητικό», επισήμανε η κ. Γκιούλα.
Κυριαρχεί η βρετανική μετάλλαξη στη βόρεια Ελλάδα
Η ίδια ανέφερε ότι στις μελέτες που πραγματοποιούνται στο Κέντρο Αναφοράς SARS-CoV2 της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ για την ανίχνευση των μεταλλάξεων του ιού, σχεδόν στο 100% των στελεχών που ερευνώνται τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στην υπόλοιπη βόρεια Ελλάδα κυριαρχεί η βρετανική μετάλλαξη.
Όσον αφορά στη διάγνωση των μεταλλάξεων, τα διαγνωστικά πρωτόκολλα προσαρμόζονται και έχουν τη δυνατότητα να ανιχνεύουν τα μεταλλαγμένα στελέχη. «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στο ποια στελέχη θα ελέγχουμε. Πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας, μεταξύ άλλων, σε επαναλοιμώξεις, σε εμβολιασμένους που μολύνονται εκ νέου και σε ανεξήγητες επιδημίες σε κάποιες περιοχές. Σύμφωνα με το ECDC, ένας ιδανικός αριθμός δειγμάτων για να μπορέσει μια χώρα να έχει καλή επιτήρηση και καλή γνώση των στελεχών του SARS-CoV2 που κυκλοφορούν στην περιοχή της είναι περίπου 500 δείγματα ανά βδομάδα ανά χώρα», ανέφερε η κ. Γκιούλα.