Για τις ραγδαίες εξελίξεις στο κόμμα της, την ώρα που το κρίσιμο έκτακτο συνέδριο βρίσκεται και εξέλιξη και λίγες ημέρες πριν στηθούν οι κάλπες για την εκλογή αρχηγού, μιλά στη «ΜτΚ» η βουλευτής Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών και Τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ, Ρένα Δούρου. Αναφερόμενη στα εθνικά θέματα και την εξωτερική πολιτική ασκεί σκληρή κριτική στην κυβέρνηση.
Σήμερα ολοκληρώνεται το έκτακτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ εν μέσω έντονων αντιπαραθέσεων και με το κλίμα στο κόμμα σας να είναι εμφυλιακό. Είστε αισιόδοξη για την επόμενη ημέρα; Πως θα συνυπάρξουν όλες οι πλευρές μετά τις εκλογές προέδρου;
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βιώνει ίσως τη δυσκολότερη περίοδο της πορείας του. Οφείλουμε όμως να ανακάμψουμε. Και μάλιστα σύντομα. Όχι γιατί το επιβάλλει κάποιος κομματικός πατριωτισμός. Αλλά η ανάγκη ανάταξης της κοινωνίας και της οικονομίας, που δεν μπορεί να γίνει με τις πολιτικές της σημερινής κυβέρνησης που αφήνει ανεξέλεγκτες την ακρίβεια και την κερδοσκοπία να διαλύουν νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Με τους νέους που δεν μπορούν να αποκτήσουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους γιατί αυτή η κυβέρνηση δεν επενδύει στην κοινωνική κατοικία. Με το ΕΣΥ υπό διάλυση, τους ανθρώπους του υπό διωγμό και τους πολίτες σε αγωνία για την υγεία τους. Με την παιδεία να ιδιωτικοποιείται. Με τις ζωές των πολλών να γίνονται όλο και δυσκολότερες ενώ εκείνες των ημετέρων της εξουσίας, ευκολότερες. Εμείς έχουμε διαλέξει πλευρά και στόχο. Θέλουμε τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ ισχυρό πόλο μιας προοδευτικής κυβερνητικής προοπτικής.
Από τη μια ο κ. Κασσελάκης αποκλείεται από την διαδικασία και του «χρεώνουν» την πρόθεση δημιουργίας νέου κόμματος, από την άλλη η πλειοψηφία των σημερινών οργάνων θέλει να περάσει στην μετά Κασσελάκη εποχή της Κουμουνδούρου. Πως σχολιάζετε όλα όσα συμβαίνουν στο κόμμα σας;
Νομίζω ότι κάποιοι και κάποιες πρέπει να αντιληφθούν ότι τα όργανα υπηρετούν το συμφέρον του κόμματος και όχι προσωπικές απόψεις και στρατηγικές. Δεν είναι δυνατόν η ΠΓ να λειτουργεί ως σχολιαστής δηλώσεων υποψηφίων προέδρων. Ούτε είναι δυνατόν να βάζουμε τον έναν πάνω από τους πολλούς. Ή οι πολλοί να υπηρετούν τον έναν. Αυτά δεν είναι λογικές της Αριστεράς. Λογική της Αριστεράς είναι οι πολλοί που υπηρετούν ένα πρόγραμμα που είναι αποτέλεσμα επεξεργασίας της βάσης. Των μελών, των φίλων, των... συνοδοιπόρων, που λέγαμε παλιά, εκείνων δηλαδή που πρέπει πάντα να έχουν τον τελευταίο λόγο. Για αυτό και ανέκαθεν υποστήριζα και υποστηρίζω την ανάγκη συνεδρίου θέσεων πριν από την επιλογή προέδρου. Γιατί ο πρόεδρος θα πρέπει να υπηρετήσει τις κοινά αποφασισμένες θέσεις και όχι να τις επιβάλλει στη βάση ως θέσφατο. Αν αποκλίνουμε από αυτά τα βασικά, δημιουργούνται διαλυτικές καταστάσεις.
Στις δημοσκοπήσεις συνεχώς πέφτετε. Φοβάστε μήπως παγιωθεί μια εικόνα και μια κατάσταση; Εξακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί κυβερνητικό κόμμα;
Ο στόχος μας δεν είναι η υποκατάσταση του σημερινού συστήματος εξουσίας με ένα άλλο. Αλλά μια βαθιά αλλαγή πολιτικών και αντιμετώπισης της πολιτικής από τους πολίτες. Εξηγούμαι. Στοχεύουμε αφενός κατά των πολιτικών της δεξιάς, κατά ενός συστήματος εξουσίας που συρρικνώνει, απαξιώνει τα δημόσια αγαθά. Αφετέρου στοχεύουμε στην αντιμετώπιση αυτού που θα χαρακτήριζα ως τη μεγάλη παραίτηση των πολιτών από την πολιτική που ανοίγει το δρόμο στην άνοδο της ακροδεξιάς, του τραμπισμού. Αν κερδίσει αυτό το στοίχημα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τότε, όχι μόνο η αποτύπωσή του στις δημοσκοπήσεις θα είναι πολύ διαφορετική, αλλά θα έχει καταφέρει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα αξιόπιστο μέτωπο προοδευτικής διακυβέρνησης.
Στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα ο Γερμανός Πρόεδρος χαρακτήρισε το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων «λήξαν» με τον πρωθυπουργό να του απαντά πως το ζήτημα είναι πολύ «ζωντανό». Σας καλύπτει; Ποιες είναι οι ενέργειες στις οποίες πρέπει να προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση;
Η στάση της κυβέρνησης είναι, και μετρώ τα λόγια μου, υποτονική. Οι μνήμες των δεκάδων Ολοκαυτωμάτων των Ναζί, από τα Καλάβρυτα ως τη Βιάννο, δεν σβήνουν ποτέ. Ούτε παραγράφονται. Για αυτό και το αίτημα της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας κάθε άλλο παρά λήξαν είναι. Παραμένει νομικά δίκαιο, πολιτικά ορθό, ηθικά επιβεβλημένο. Γιατί όπως επαναλάμβανε ακούραστα ο Μανώλης Γλέζος, κι ένα ευρώ να ήταν έχουμε δικαίωμα και υποχρέωση να το διεκδικήσουμε.
Κατηγορείτε την κυβέρνηση για την εξωτερική πολιτική ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Τουρκία. Της «χρεώνετε» εγκατάλειψη της ενεργητικής πολιτικής και των πρωτοβουλιών και πως δεν βάζει «κόκκινες γραμμές» στον διάλογο. Μητσοτάκης- Ερντογάν συμφωνούν βέβαια ότι διαφωνούν, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος στην παρούσα φάση έχει... ηρεμήσει σε ό,τι αφορά τις προκλήσεις. Τι σας προβληματίζει;
Δεν είναι θέμα ψυχολογίας του Τούρκου Προέδρου αλλά εγκατάλειψης από την δεξιά κυβέρνηση της ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ καθώς και πάγιων αρχών της ελληνικής διπλωματίας. Η κυβέρνηση στο όνομα των δήθεν ήρεμων νερών στο Αιγαίο έχει επιλέξει την τακτική της στρουθοκαμήλου. Να υποβαθμίζει δηλαδή συστηματικά την απειλή που συνιστά για τη χώρα μας η επαναφορά από τον πρόεδρο Ερντογάν του επικίνδυνου, αναθεωρητικού αφηγήματος της “Γαλάζιας Πατρίδας” που αμφισβητεί συστηματικά την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Το είδαμε στην προκλητική στάση της Τουρκίας στην Κάσο το καλοκαίρι, στη διαρκή αμφισβήτηση της ελληνικότητας των βραχονησίδων, στην απαγόρευση των ελληνικών θαλάσσιων πάρκων εντός ελληνικών χωρικών υδάτων, κλπ. Ενώ παράλληλα από το δημόσιο λόγο του κ. Γεραπετρίτη απουσιάζουν οι κόκκινες γραμμές στον ελληνοτουρκικό διάλογο. Όταν βέβαια δεν έχουν ξεθωριάσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, ήταν και είναι υπέρ του ελληνοτουρκικού διαλόγου στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, με σαφείς κόκκινες γραμμές στην υπηρεσία των συμφερόντων της χώρας και της ειρήνης στην περιοχή. Όμως η δέσμευση της Τουρκίας σε διάλογο με την Ελλάδα στη βάση του διεθνούς δικαίου προϋποθέτει συγκροτημένη εθνική στρατηγική που δεν διαθέτει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αυτό συνιστά απειλή για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας. Και εύλογα προκαλεί μεγάλη ανησυχία.
Η νέα πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας προκαλεί με τις δηλώσεις της. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί την «Συμφωνία των Πρεσπών» μια κακή συμφωνία κι εσείς την κατηγορείτε για αδράνεια. Ανησυχείτε για τη στάση της γειτονικής χώρας;
Η στάση της σημερινής ηγεσίας της Βόρειας Μακεδονίας είναι απόλυτα καταδικαστέα. Όμως ήταν απόλυτα προβλέψιμη από τη στιγμή που η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, που είναι αδελφό κόμμα του VMRO στο πλαίσιο του ΕΛΚ, δεν άσκησε καμία πίεση να υλοποιήσει η Β. Μακεδονία τις υποχρεώσεις της, από τα σχολικά βιβλία ως τις πινακίδες των αυτοκινήτων. Γιατί επέλεξε τις κομματικές ισορροπίες σε βάρος του συμφέροντος της Ελλάδας. Αρνήθηκε να κυρώσει τα μνημόνια, δεν συγκάλεσε ποτέ το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας. Ενώ ως Αξιωματική Αντιπολίτευση είχε επιλέξει τον εθνολαϊκισμό και την πατριδοκαπηλεία. Λειτουργώντας πάντα σε βάρος μιας εμβληματικής Συμφωνίας για την ειρήνη και τη σταθερότητα σε όλη την Νότιο-Ανατολική Ευρώπη. Καλούμε την κυβέρνηση να πάψει, με την επικίνδυνη εξωτερική της πολιτική να πλήττει τα εθνικά συμφέροντα. Να ενεργοποιηθεί και να περάσει στις επιβαλλόμενες ενέργειες που προβλέπονται από την Συμφωνία των Πρεσπών. Να διεθνοποιήσει άμεσα το ζήτημα φέρνοντας την ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας προ των ευθυνών της ενώπιον της διεθνούς κοινότητας. Και να θυμίσει ότι η Συμφωνία αποτελεί ευρωπαϊκό κεκτημένο και η πλήρης συμμόρφωση με αυτήν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Μακεδονία της Κυριακής" στις 10.11.2024