Δηλώσεις έκαναν στους δημοσιογράφους άνθρωποι της πολιτικής, των τεχνών και των γραμμάτων, όπως η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου, η ερμηνεύτρια Τάνια Τσανακλίδου, η συνθέτρια και ερμηνεύτρια Μαρίζα Κωχ, η ζωγράφος Λιλή Ελευθερίου, αδελφή του Μάνου Ελευθερίου, ο τραγουδιστής Γρηγόρης Μπιθικώτσης, γιος του αείμνηστου τραγουδιστή και συνθέτη, καθώς και ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ Χρήστος Παπουτσής, οι οποίοι παραβρέθηκαν μαζί με πλήθος κόσμου στη Μητρόπολη Αθηνών για το τελευταίο αντίο στον Μίκη Θεοδωράκη.
«Η Κρήτη ετοιμάζεται να δεχτεί τον μεγαλύτερο Έλληνα της ζωής μας, τον Μίκη Θεοδωράκη. Εμείς είμαστε εδώ να χαιρετίσουμε τη σορό του, εδώ από την Αθήνα, και να ευχαριστήσουμε όλη του τη ζωή και όλη του την προσφορά. Εγώ περνώντας από τη σορό του, είπα "ακουμπά η Ελλάδα πάνω σου". Καλό του ταξίδι», δήλωσε η Λίνα Νικολακοπούλου.
«Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετούμε, εμείς η δικιά μου η γενιά, τα νιάτα μας, την αγάπη μας στα τραγούδια του. Αυτό θα μείνει. Είναι μαζί μας. Αιωνίως ευγνώμονες για τον Μίκη και κρατάω τα δικά του λόγια, που είπε: "Έχω τρεις εαυτούς. Ο ένας είναι για να πονάει, ο άλλος να επιθυμεί, αλλά ο τρίτος είναι για να νικάει". Με αυτά τα λόγια θα ήθελα να τον αποχαιρετίσω, θέλοντας να πω ότι είναι παρακαταθήκη. Και τα λόγια του και τα τραγούδια του. Και δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχάσουμε. Κανείς μας», είπε εμφανώς συγκινημένη η Τάνια Τσανακλίδου.
«Αυτό το "για κάποιον μες στον κόσμο είναι αργά", αισθάνθηκα ότι δεν είχα άλλο να γράψω, τι να του γράψω, καλό ταξίδι; Τι να του πω; Χαιρετίσματα θα μπορούσα να του πω. Και σ' αγαπώ. Είναι ένας άνθρωπος που έβαλε τον πολιτισμό μέσα στο κεφάλι μας, να ενδιαφερόμαστε για την ποίηση, τι είναι ποίηση και χωρίς να το θέλουμε με τα τραγούδια του μάθαμε τους ποιητές όλους. Είμαστε πλούσιοι. Ήταν πολύ δυνατός και σπουδαίος άνθρωπος», σημείωσε η Λιλή Ελευθερίου.
«Αποχαιρετούμε σήμερα τον Μίκη με σεβασμό και ευγνωμοσύνη για το μεγάλο έργο του που μας έκανε περήφανους σε όλο τον κόσμο, για τη μουσική του που συντρόφευσε τους αγώνες μας, τη ζωή μας, τους έρωτές μας, τη διαρκή προσπάθεια του λαού μας για δημοκρατία, ελευθερία και κοινωνική πρόοδο, που ενέπνευσε τόσες γενιές με τον αγώνα ενάντια στη δικτατορία. Θα μείνει πάντα χαραγμένος στη μνήμη μας, στη μνήμη του κάθε Έλληνα πολίτη αλλά και στη συλλογική μνήμη του ελληνικού λαού», επισήμανε ο Χρήστος Παπουτσής.
«Είναι πολύ δύσκολη μέρα για μένα σήμερα. Ο πατέρας μου με τον Μίκη ήταν παραπάνω από αδέρφια. Είχαν μια σχέση αγάπης και στοργής. Εξύψωσαν την Ελλάδα με τα τραγούδια τους. Σήμερα ξαναζώ την κηδεία του πατέρα μου. Είμαι βαθιά συγκινημένος και έχω βαθιά θλίψη από την ημέρα που το έμαθα. Όσο πατάμε ελληνικό χώμα ο Μίκης θα είναι κοντά μας», δήλωσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Νωρίτερα, με
χειροκροτήματα και φωνάζοντας «αθάνατος» είπε το τελευταίο αντίο στον μεγάλο Έλληνα συνθέτη το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί από νωρίς το πρωί έξω από
τη Μητρόπολη.
Την ώρα που μεταφερόταν το φέρετρο με τη σορό του κορυφαίου δημιουργού έξω από το ναό, στα σκαλοπάτια βρίσκονταν η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της χώρας για να αποχαιρετήσει αυτόν που ήθελε να ενώσει όλους τους Έλληνες.
Νωρίτερα, σε χειροκροτήματα ξέσπασε το πλήθος κατά τη διάρκεια της εκφώνησης του επικήδειου από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η οποία φανερά συγκινημένη μεταξύ άλλων τόνισε πως «σήμερα αποχαιρετάμε τον Μίκη Θεοδωράκη, όλες οι ηλικίες, όλες οι γενεές» και τον χαρακτήρισε «σύμβολο και παράδειγμα» και «παιδαγωγό του έθνους», ενώ ακολούθησε ο επικήδειος που εκφώνησε ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα.
Η σορός του Μίκη Θεοδωράκη θα μεταφερθεί με το πλοίο της γραμμής στην Κρήτη, όπου αναμένεται να φτάσει αύριο Πέμπτη, στις 7:30, στο λιμάνι της Σούδας. Με μια ενδιάμεση στάση στην πλατεία της δημοτικής αγοράς των Χανίων, η σορός του θα μεταφερθεί στον Μητροπολιτικό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου για λαϊκό προσκύνημα και στις 13:00 στο χωριό του, τον Γαλατά, στον ναό του Αγίου Νικολάου, όπου και θα τελεστεί η εξόδιος ακολουθία σε στενό κύκλο και με αυστηρή τήρηση του πρωτοκόλλου για τη δημόσια υγεία. Η ταφή του θα γίνει στο κοιμητήριο του χωριού, όπως εκείνος επιθυμούσε για να βρίσκεται δίπλα στον πατέρα του και τον αδελφό του.
Λίγο πριν τις 3 έφτασε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, κρατώντας ένα λευκό τριαντάφυλλο. Ακόμη, έδωσαν το παρών ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ Φώφη Γεννηματά, ο γγ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, Κυριάκος Βελόπουλος, η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, ο υφυπουργός Σύγχρονου Πολιτισμού, Νικόλας Γιατρομανωλάκης, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Τάκης Θεοδωρικάκος, οι βουλευτές του ΚΚΕ, ο Θανάσης Παφίλης, ο Γιάννης Γκιόκας, η Αλέκα Παπαρήγα και το μέλος της ΠΓ του ΚΚΕ, Νικος Σοφιανός, η Μαρία Φαραντούρη, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Γιώργος και η Άννα Νταλάρα, ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, ο Αλέκος Φλαμπουράρης, ο Αλέξης Χαρίτσης, η Όλγα Γεροβασίλη,η Σοφία Σακοράφα, ο Παύλος Γερουλάνος, ο Γιώργος Λιάνης, ο Κώστας Λαλιώτης, ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Κώστας Μπακογιάννης, η Μαριάνα Βαρδινογιάννη και πρέσβεις ξένων χωρών, ενώ δίπλα στο φέρετρο βρίσκεται η οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη.
Ιδιαίτερη στιγμή η άφιξη στη Μητρόπολη του δημοφιλούς Τούρκου συνθέτη Ζουλφί Λιβανελί και φίλου του Μίκη Θεοδωράκη μαζί με τη Φινλανδή ερμηνεύτρια Άρια Σαγιονμά.
Παρά τη βροχή, ο κόσμος δεν σταματά
να τραγουδά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και να στέκεται με συγκίνηση
έξω από τη Μητρόπολη Αθηνών.
Ο επικήδειος της Κ.Σακελλαροπούλου
Σήμερα αποχαιρετάμε τον Μίκη Θεοδωράκη, όλοι μαζί, όλες οι ηλικίες κι όλες οι γενιές. Και αυτές που μοιράστηκαν μαζί του βιωμένες εμπειρίες, και αυτές που εισέπραξαν τα τραγούδια του σαν ένα κάλεσμα για την υπέρβαση του ατομικού και τη συνάντηση με τους άλλους· σαν ένα κώδικα που υπερέβαινε τις συγκυρίες, σηματοδοτώντας την αντίσταση, την ελπίδα, τη συντροφικότητα, τη συλλογική διεκδίκηση· σαν ένα μήνυμα ελευθερίας. Και μαζί με τους μεγαλύτερους, τον αποχαιρετούν και οι νεότερες γενιές, τα παιδιά και οι έφηβοι. Γιατί και οι νέοι μας συγκινούνται όταν τραγουδούν το «Ένα το χελιδόνι» στα σχολειά τους, παρασυρμένοι από τον εγερτήριο άνεμο που διαπερνά τους στίχους και τη μουσική. Εκείνο τον σχεδόν μεταφυσικό άνεμο-ζωοδότη μιας εποχής οδύνης αλλά και ανάτασης, αγώνων και μεγάλων οραμάτων.
Τον αποχαιρετούν οι άνθρωποι, αλλά και οι τόποι. Οι τόποι που τους
έζησε σαν δωρεά, τόποι μυρωμένοι των παιδικών του χρόνων, η Χίος, η
Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, ο Πύργος, η Πάτρα, η Τρίπολη, όπου
και έδωσε την πρώτη του συναυλία σε ηλικία 17 ετών με το έργο του
«Κασσιανή»· οι τόποι της νιότης του – η Αθήνα, τα Χανιά, η
Αλεξανδρούπολη – και της διεθνούς του αναγνώρισης: από το Παρίσι ως τη
Μόσχα, από το Τελ Αβίβ ως τη Στοκχόλμη, από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη
ως την Αβάνα. Αλλά και οι τόποι της εξορίας, η Ικαρία, η Μακρόνησος, η
Ζάτουνα της Αρκαδίας, ο Ωρωπός, τους οποίους ο συνθέτης μετέτρεψε σε
εστίες δημιουργικής έμπνευσης, καταφέρνοντας έτσι να ακυρώσει έμπρακτα
τη φίμωσή του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης επέδρασε
καταλυτικά στο αισθητικό, το ηθικό, το πολιτικό μας φρόνημα.
Δημιούργησε ένα ιδιαίτερο μουσικό σύμπαν, μέσα από τον πλούσιο
συγκερασμό δημοτικής παράδοσης και βυζαντινού μέλους, λαϊκού τραγουδιού
και σύγχρονων αρμονικών κατακτήσεων, θέλοντας να εκφράσει, καθώς έγραφε
το 1972, «την απέραντη ευαισθησία και το ένθεο πάθος του λαού μας».
Έβαλε τους στίχους των ποιητών μας στο στόμα του καθένα από μας και τους
έκανε κοινό μας κτήμα, σε τέτοιο, μάλιστα, βαθμό, «ώστε ακούγοντας ένα
τραγούδι, να μη μπορείς να φανταστείς τη μουσική με άλλο κείμενο, ούτε
όμως και το ποίημα με διαφορετική μουσική», όπως σημείωνε ο ίδιος. Έδωσε
ρωμαλέα αγωνιστικότητα στο ελληνικό τραγούδι, δραματική διάσταση στις
επικές του συνθέσεις, λυρική ομορφιά και υπόρρητη μελαγχολία στις
μπαλάντες του.
Έλληνας και οικουμενικός, πατριώτης και διεθνής, ο Μίκης Θεοδωράκης
υπήρξε σύμβολο και παράδειγμα μαζί. Σύμβολο της υπεύθυνης ατομικής
στάσης απέναντι στα σκληρά αιτήματα της Ιστορίας, συνέδεσε το όνομά του,
ήδη από τα πρώτα του νιάτα, με το ΕΑΜ και την αντίσταση την περίοδο της
ναζιστικής Κατοχής. Με την πολιτική και πολιτιστική έκρηξη της
δεκαετίας του εξήντα, με τους Λαμπράκηδες και το κίνημα της ειρήνης, με
την αντιδικτατορική δράση εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών. Στη
μεταπολίτευση, υπερασπίστηκε σθεναρά τη «λύση Καραμανλή», την ενότητα
της αριστεράς, την υπόθεση της Κύπρου, την εθνική συμφιλίωση. Παράδειγμα
θάρρους στην έκφραση γνώμης και τόλμης στη διατράνωση των πιστεύω του,
αψήφησε διώξεις, συλλήψεις, εκτοπισμούς, διαψεύσεις, πικρίες – το βαρύ
προσωπικό κόστος της συνέπειάς του ως πνευματικού πρωτοπόρου στο ηθικό
χρέος απέναντι στην πατρίδα και τους ανθρώπους της, όπως το
αντιλαμβανόταν και το όριζε ο ίδιος.
Διακινδύνευσε για χάρη των κοινών, προσφέρθηκε στον διάλογο και
στην κριτική, αντιστάθηκε στις δεσμεύσεις του μύθου του. Υπόδειγμα της
διάχυσης του εαυτού μέσα στα πολλά πρόσωπα της κοινωνίας, κινήθηκε με
την ίδια άνεση και ζωντάνια στους πιο διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους,
είτε ανάμεσα στους συγχωριανούς του και τους φίλους του από τα παλιά,
είτε ανάμεσα σε πολιτικούς ηγέτες παγκόσμιου βεληνεκούς. Τόσο η
δημιουργία όσο και η πολιτική του στάση καθορίστηκαν πάντοτε από την
πεποίθηση ότι ποιητική ύλη και ποιοτική αλήθεια μπορεί να βρει ο
καλλιτέχνης στους κόλπους του λαού· και ότι χωρίς την πίστη στον λαό του
κανείς δημιουργός δεν μπορεί να ανοίξει τα φτερά του στον κόσμο.
Άνθρωπος της πράξης και ταυτόχρονα ρομαντικά υπερβατικός, κατάφερε,
ως το τέλος της ζωής του, να ηλεκτρίζει με την παρουσία του το
συναίσθημα όλων μας. Μολονότι πολιτικά υπήρξε μοναχικός –«μόνος,
ανένταχτος, ανεξάρτητος, αυτοστρατευμένος», αυτοχαρακτηριζόταν– δεν
πρόδωσε ποτέ τις τρεις δεσπόζουσες της ζωής του: την υπεράσπιση της
εθνικής ανεξαρτησίας, την απαίτηση για κοινωνική δικαιοσύνη, την
αφοσίωση στα υψηλά προτάγματα της τέχνης του. Έγινε έτσι ένας παιδαγωγός
του έθνους, που με την πολιτισμική και κοινωνική του παρέμβαση άλλαξε
την Ελλάδα και τον καθένα μας με τρόπο πιο έμμεσο αλλά και πιο βαθύ απ’
όσο μπορούμε να διαγνώσουμε σήμερα.
Μαχητικός, χειμαρρώδης, ακατάβλητος, διέρρηξε τα όρια της εθνικής
μας μοναξιάς, της ηττοπάθειας, της αποθάρρυνσης, και συνταιριάζοντας το
εθνικό με το πανανθρώπινο, έδειξε έναν δρόμο για τη σφυρηλάτηση της
νεοελληνικής μας ταυτότητας. Μας έδωσε τον ανεκτίμητο μίτο της μουσικής
του για να τον ξετυλίξουμε, να βγούμε στο ξέφωτο της δημοκρατίας και να
μετατρέψουμε το σάλπισμά του σε πράξη και Πολιτεία, λογοδοτώντας στην
ιστορία μας. Δηλώνοντας παρών σε κάθε καμπή της εθνικής μας περιπέτειας,
πάντα μεταβολίζοντας την ιστορική στιγμή μέσα από τα χαρακτηριστικά της
ξεχωριστής, έντονης προσωπικότητάς του, σφράγισε ανεξίτηλα την ελληνική
ζωή. Κι αν έγινε, και θα παραμείνει εσαεί, κραταιό πολιτισμικό σύμβολο
είναι γιατί στο πρόσωπο και στη δημιουργία του συναιρέθηκαν μερικά από
τα πιο ενθουσιώδη, οιστρήλατα, οραματικά στοιχεία της νεοελληνικής
ιδιοπροσωπίας.
Με σεβασμό και συγκίνηση, εκ μέρους όλων των Ελλήνων, αποχαιρετώ τον Μίκη Θεοδωράκη. Θα είναι πάντα εδώ, ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη μνήμη όλων μας.
Ο επικήδειος του Δ. Κουτσούμπα
«Βροντάνε στράτες κι αγορές» μετά την είδηση του χαμού σου, αγαπημένε μας Μίκη.
Πλήθος ανθρώπων από όλες τις ηλικίες, απ' όλες τις γενιές βρίσκονται τις τρεις αυτές μέρες εδώ για να σε αποχαιρετήσουν.
Σεμνά, μα όχι βουβά.
Με τα τραγούδια σου σε αποχαιρετάμε, όπως αξίζει σε εκείνους που λεβέντικα ροβόλισαν τον κόσμο.
Και ένας ψίθυρος περνά από στόμα σε στόμα: «Χωρίς τον Μίκη θα ήμασταν αλλιώς».
Και έτσι είναι. Χωρίς εσένα θα ήμασταν αλλιώς.
Φράγμα μεγαλόπρεπο στη λήθη, ένα δοξαστικό στην εποποιία του λαού μας τον 20ο αιώνα, είναι το έργο σου.
Αποστόμωσε όσους προσπαθούν να μαυρίσουν τη μνήμη της, διόρθωσε τα ψέματα, έκανε έναν ολόκληρο λαό να νιώθει περηφάνια για την κληρονομιά του και θαυμασμό για εκείνους που με τον αγώνα τους την τιμούν και προσπαθούν να τη μεγαλώσουν» τόνισε ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, στον αποχαιρετισμό του στον Μίκη Θεοδωράκη, σήμερα το απόγευμα στην Μητρόπολη Αθηνών.
«Ορμητική, επαναστατική, φλογισμένη από το πάθος, μια κατάφαση είναι η μουσική σου ότι ο κόσμος μας χρειάζεται και μπορεί ν' αλλάξει» υπογράμμισε.
Είπε ότι ο Μίκης Θεοδωράκης «έδειξε τη δύναμη τού ελληνικού λαού, τη δύναμη των λαών του κόσμου» και επισήμανε την εμπιστοσύνη που είχε ο Μ. Θεοδωράκης στο λαό ότι μπορεί να κατανοήσει και να κατακτήσει τα ανώτερα δημιουργήματα του ανθρώπου, τέτοια όπως η τέχνη, η ποίηση, η μουσική. Αρκεί να του δώσει κάποιος τα κλειδιά».
Ο Δ. Κουτσούμπας τόνισε ότι γι' αυτό ο Μ. Θεοδωράκης «δεν μελοποίησε μόνο έξοχα τον ποιητικό λόγο, χωρίς να τον προδίδει. Τον αναδημιούργησε και τον παρέδωσε με εκείνη τη μορφή που μπαίνει κατ' ευθείαν στη λαϊκή ψυχή».
Ανέφερε ότι χωρίς τον Μ. Θεοδωράκη, «οδηγητή και πρωτεργάτη αυτής της νέας τέχνης, η μουσική θα ήταν αλλιώς» και προσέθεσε «βαθύς ποταμός, ακόμα ανεξερεύνητος είναι το έργο σου» στο οποίο συνυπάρχουν όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής.
«Σου το χρωστάμε λοιπόν, να φροντίσουμε να ανοιχτούν διάπλατα στον κόσμο όλοι οι θησαυροί της μουσικής σου.
Σου το χρωστάμε να συνεχίσουμε να διεκδικούμε το μεγάλο όνειρό σου να φτάσουν στο λαό οι θησαυροί σε όλη την ιστορία της μουσικής, μέχρι αυτό ατόφιο να εκπληρωθεί σε μια ανώτερη μορφή κοινωνίας, όπου όλα τα μέλη της θα μπορούν να κατανοούν και να απολαμβάνουν την τέχνη» υπογράμμισε ο Δ. Κουτσούμπας.
Αναφέρθηκε στα λόγια του Μ. Θεοδωράκη ότι «οι αγώνες και η μουσική είναι τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι, ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα» και επισήμανε ότι ο Μ. Θεοδωράκης «σ' όλη τη ζωή του με το ένα χέρι κρατούσε το τουφέκι και με το άλλο τις παρτιτούρες του» γράφοντας μουσική «ακόμα και στη Μακρόνησο, σ' αυτό τον εφιαλτικό τόπο των μαρτυρίων».
Ο Δ. Κουτσούμπας υπογράμμισε πως ο Μ. Θεοδωράκης «είχε βαθιά συνείδηση ότι για το προσωπικό καλλιτεχνικό του επίτευγμα, σπουδαίο ρόλο έπαιξε η εποχή του, ότι στον ιδιαίτερο τρόπο της τέχνης του, αντανακλούσαν οι πράξεις του λαού».
«Αυτό άλλωστε είναι το μυστικό της μεγάλης, της αληθινής τέχνης, της τέχνης που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής και αφουγκράζεται το επερχόμενο» προσέθεσε.
Όπως τόνισε, ο Μ. Θεοδωράκης «γράφοντας για τον δικό του λαό είδε τη μουσική του να σπάει τα σύνορα της χώρας, καθώς η γλώσσα της έχει την οικουμενικότητα από τα κοινά βάσανα, τις ελπίδες, τα οράματα «όλων των τίμιων ανθρώπων της Γης που αγωνίζονται ενάντια στην τυραννία, τη βία και την εκμετάλλευση», αγγίζει τις καρδιές όλων των λαϊκών ανθρώπων ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία, φυλή.».
Είπε ότι το έργο του Μ. Θεοδωράκη αποτελεί «τρανή απόδειξη ότι η μεγάλη τέχνη είναι πάντα πολιτική, είτε το γνωρίζει είτε δεν το γνωρίζει ο δημιουργός της».
Είπε ότι ο Μ. Θεοδωράκης πορεύτηκε μαζί με τους αδικημένους σε δρόμους που έκαιγαν καθώς «από 17 κιόλας χρονών οργανώθηκες στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ παίρνοντας μέρος στην Εθνική μας Αντίσταση. Τον Δεκέμβρη του ΄44 πολέμησες στη μάχη της Αθήνας, με τον 1ο Λόχο του 1ου Τάγματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ. Και ήταν τόση η περηφάνια σου για τη συμμετοχή σου σ' αυτή την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στη χώρα μας, που πολλά χρόνια αργότερα θα πεις πως “αν υπήρχε επιτύμβιο επίγραμμα που θα επιθυμούσες να χαραχτεί στον τάφο σου, θα ήταν: Πολέμησε τον Δεκέμβρη”».
«Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, μοιράστηκες με τους συντρόφους σου τις άγριες διώξεις του αστικού κράτους εξόριστος στην Ικαρία και έπειτα στη Μακρόνησο όπου βασανίστηκες φρικτά.
Στη συνέχεια αγωνίστηκες μέσα από την ΕΔΑ και τους Λαμπράκηδες για την κοινωνική και πολιτιστική αναγέννηση, ενώ “πλήρωσες” με νέες δοκιμασίες, φυλακές και εξορίες, την παράνομη δράση σου ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967.
Με τις αμέτρητες συναυλίες σου στο εξωτερικό μέχρι την πτώση της δικτατορίας μετέφερες σε όλο τον κόσμο το μήνυμα της αντίστασης και της λευτεριάς, και έπειτα σε όλη την Ελλάδα.
Τα τραγούδια σου, που τα λέγαμε μυστικά όλα τα μαύρα εκείνα χρόνια, κατέκλυσαν τα πάντα, τις ταβέρνες, τα γιαπιά, τα σχολειά, τα πανεπιστήμια, τις εκδρομές, τις συντροφιές, τις διαδηλώσεις.
Στις συγκλονιστικές συναυλίες σου και στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ, μέσα σε μια μέθεξη της μουσικής σου με τον κόσμο, αποθεωνόταν η πίστη πως με τους αγώνες μας θα αλλάξουμε τον κόσμο για να ξημερώσει ένα καλύτερο αύριο» πρoσέθεσε ο Δ. Κουτσούμπας.
Αναφέρθηκε στις πολιτικές μάχες που έδωσε ο Μ. Θεοδωράκης ως υποψήφιος του ΚΚΕ για το Δήμο της Αθήνας, και το 1981 και το 1985 ως βουλευτής του Κόμματος.
Τόνισε ότι «μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, ο Μ. Θεοδωράκης δεν λύγισε». «Σταθερά στις επάλξεις του διεθνισμού, ασταμάτητα υποστήριζες την αδερφική φιλία του ελληνικού με τον τούρκικο λαό και το δίκαιο αγώνα του Παλαιστινιακού λαού.
Πολεμώντας “τους λύκους που διψούν για αίμα και σεργιανούν στην περιοχή μας” διοργάνωσες το 1999 την ιστορική συναυλία με τη συμμετοχή όλων των μεγάλων Ελλήνων τραγουδιστών ενάντια στην ιμπεριαλιστική επέμβαση και τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, και καταδίκασες, με τις ξεκάθαρες δημόσια εκφρασμένες θέσεις σου τις κρίσιμες στιγμές, τα “τσακάλια του αντικομμουνισμού”, όπως τα ονόμασες, τα αντικομμουνιστικά μνημόνια του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ανιστόρητη εξομοίωση “των θυμάτων με τους θύτες, των εγκληματιών με τους ήρωες, των κατακτητών με τους απελευθερωτές και των ναζιστών με τους κομμουνιστές”».
«Παρών δήλωσες και στη δίκη της εγκληματικής, ναζιστικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής. Παρών και στο δίκαιο αγώνα του λαού μας για την κατάργηση των μνημονίων και όλων των αντεργατικών εφαρμοστικών νόμων τους» προσέθεσε.
«Η αλήθεια είναι, όπως και γνωστό σε όλους, πως δεν συμφωνούσαμε πάντα με τις πολιτικές πρωτοβουλίες σου, όμως αυτό που μένει, το υστερόγραφο της δόξας, είναι η τεράστια παρακαταθήκη του έργου σου και η πολιτική διαθήκη που μας άφησες, “σβήνοντας τις λεπτομέρειες” και κρατώντας τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Το ότι “τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά, τα ώριμα χρόνια σου τα πέρασες κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ”.
Δεν σε αποχαιρετούμε σύντροφε Μίκη, γιατί εσύ δεν έφυγες.
Μέσα στις φλέβες μας είσαι. Θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά πολέμησες, θα 'σαι για πάντα σ' όλους τους ποταμούς του κόσμου. Κι όταν “θα πάρουν τα όνειρα εκδίκηση” και γύρω μας θα λάμπει η ηλιόλουστη ζωή θα είσαι κι εσύ, τρανός, όπως πάντα, στις μεγάλες στιγμές, παρών» υπογράμμισε ο Δ. Κουτσούμπας.
«Γιατί το έργο σου έγινε ελπιδοφόρος αναγεννητικός “ανάκουστος κελαηδισμός” για τον ελληνικό λαό, για όλους τους λαούς, στη σύγχρονη ιστορική εποχή της ανατολής της νέας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Για την Ελευθερία σε όλες της τις μορφές: Πνευματική, ηθική, πολιτική, κοινωνική, για την πλήρη, αληθινή ελευθερία.
Στο φέρετρό σου σηκώνεται, υψώνει τη γροθιά της “κι αντριεύει και θεριεύει” η Ελλάδα!» είπε ο Δ. Κουτσούμπας.
«Σύντροφε Μίκη,
Είσαι “φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη”!
Φως επαναστατικό “στην κορφή του Ολύμπου αριστερά”… Φως που “ολούθε λαμπυρίζει”, όπως έγραψαν αυτές τις μέρες γερμανικές εφημερίδες.
Ένα “φως που καίει”. “Τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής”!
Όπως ήθελες θα γίνει, όπως το προδιάγραψες με την πολιτική διαθήκη σου “στους μεγάλους δρόμους κάτω από τις αφίσες”, με τα αθάνατα τραγούδια σου.
Θα τον “σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα”. Θα τον “σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο”.
Όταν απόψε το πλοίο θα σαλπάρει από τον Πειραιά, για να διασχίσει τα γαλάζια νερά της ελληνικής θάλασσας για να σε οδηγήσει στην τελευταία σου κατοικία, στον τόπο καταγωγής σου, στο Γαλατά Χανίων, στην αγαπημένη σου Κρήτη, σύμφωνα με την επιθυμία σου, όλη η Ελλάδα θα σε συνοδεύει με τα τραγούδια σου.
Γιατί για σένα, για να δανειστούμε στίχους από το μεγαλείο του Σολωμού, “ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε”…
Αθάνατος Μίκη!» κατέληξε στον αποχαιρετιστήριο λόγο του στον Μίκη Θεοδωράκη ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ.