Πώς περιγράφουν οι ξένοι περιηγητές του πρώτου μισού του 19ου
αιώνα τη Θεσσαλονίκη και τα χριστιανικά μνημεία της όπως η Αγία Σοφία και ο Άγιος Δημήτριος; Ποια ήταν η πτυχή της Αχειροποίητου ως τζαμί, Ποιες ήταν οι τέσσερις προεπαναστικές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης; Τι ρόλο έπαιξε ο ναός του Αγίου Αθανασίου στη διάρκεια της Επανάστασης και πώς ήταν τα εντοίχια ψηφιδωτά της Ροτόντας και της Αγίας Σοφίας;
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ενδιαφέροντα θέματα με τα οποία ξεκίνησε τις εργασίες της το πρωί η επιστημονική ημερίδα «Θεσσαλονίκη στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα» την οποία διοργανώνει η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης συμμετέχοντας στη Δράση Εθνικής Εμβέλειας «21» για τον εορτασμό της 200ετηρίδος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Στο στόχο της ημερίδας που είναι η σκιαγράφηση του προσώπου και του χαρακτήρα του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, περίοδο που σημαδεύτηκε από τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία και την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων η Έφορος Μπετίνα Τσιγαρίδα μιλώντας για την «πολυπολιτισμική» και «ισχυρή οικονομικά» Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής.
Τα μνημεία του αστικού ιστού και του δημόσιου βίου των κατοίκων της πολυπολιτισμικής πόλης στην αυγή και έως τα μέσα του 19ου αιώνα, όπως π.χ. ο Άγιος Δημήτριος και η Αγία Σοφία, αλλά και γενικότερες περιγραφές της Θεσσαλονίκης εκείνης της περιόδου με τα μάτια των γνωστών περιηγητών της εποχής παρουσίασε η Σαπφώ Ταμπάκη.
Οι πτυχές της Αχειροοποίητου ως τζαμί
Από τις ενδιαφέρουσες εισηγήσεις εκείνη του Κωνσταντίνου Θ. Ράπτη για τη σημερινή Αχειροποίητο ή «Εσκί Τζουμά», όπως την αποκαλούσαν οι Οθωμανοί, εστίασε στην πτυχή του μνημείου ως τζαμί. Το πλέον αντιπροσωπευτικό αυτό δείγμα ξυλόστεγης Βασιλικής υπέστη, ως γνωστόν πολυάριθμες επεμβάσεις και ήταν ο μόνος χριστιανικός ναός το έτος αλώσεως της Θεσσαλονίκης από τον Πορθητή Μουράτ Β. Το μνημείο αποτέλεσε διαχρονικά το σημαντικότερο εκ των τεμενών από κοινού με την Αγία Σοφία, ενώ κατά τους πρώτους χρόνους της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν το μόνο τζαμί. Αργότερα τα μεγάλα τζαμιά έγιναν πέντε ενώ η Αχειροποίητος ονομαζόταν Εσκί Τζαμί (Αγία Παρασκευή – Μεγάλη Παρασκευή κατ’ άλλους), ωστόσο από τα τέλη του 18ου αιώνα ο πάλαι ποτέ χριστιανικός χαρακτήρας της δεν χάνεται αλλά μνημονεύεται από δυτικούς επισκέπτες της πόλης.
Από τα τέλη του 18ου η ανάμνηση αυτή έχει οριστικά χαθεί, ενώ πολλοί περιηγητές που ανήκουν στην τάξη των μορφωμένων αστών αναζητούν στις κιονοστοιχίες της το κάλλος της προ χριστιανικής αρχαιότητας. Χάνεται η παράδοση της Θεοτόκου, ενώ λέγεται ότι στη θέση του υπάρχει ναός της Αφροδίτης, θεωρία που συνεχίζεται και αργότερα από διάφορους φορείς της πόλης όπως ο τότε πρόξενός της.
Τέλος, χαρακτηριστικό είναι ότι το εσωτερικό και εξωτερικό του μνημείου υπέστη πολλές αλλοιώσεις από τους Οθωμανούς χάνοντας την προσωπικότητά του. Τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα ως τα μέσα του 19ου αιώνα στο μνημείο έγιναν εκτεταμένες όψιμες επεμβάσεις στην αναδομή και τη δυτική πλευρά χαλώντας τη μορφή του και προσδιδοντάς του οθωμανικό χαρακτήρα, ενώ και οι σεισμοί του καλοκαιριού του 1859 που προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στην πόλη δεν άφησαν ασφαλώς αλώβητη την Αχειροποίητο, στην οποία οι Οθωμανοί έκαναν «διορθώσεις» όπως αναφέρεται στα οθωμανικά αρχεία.
Τέσσερις εκκλησίες της προεπαναστατικής περιόδου με κοινά χαρακτηριστικά
Τα νέα δεδομένα που έχουν ανακαλυφθεί στη βιβλιογραφία η οποία έχει εμπλουτιστεί σχετικά με τέσσερις προεπαναστατικές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης (Άγιος Αθανάσιος, Παναγία Γοργουπήκοος- Παναγούδα, Άγιος Υπάτιος (Παναγία Δεξιά) και Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης) παρουσίασε η Θάλεια Μπαντοπούλου – Παναγιωτοπούλου. Βασικές «πηγές» αποτελούν το Κτηματολόγιο της Ελληνικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης το 1818 που φυλάσσεται στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και περιέχει ανεκτίμητες πληροφορίες, αλλά και φοιτητικές εργασίες του 1960 του αρχείου του Νικολάου Μουτσόπουλου, οι οποίες διασώζουν φωτογραφίες και αποτυπώσεις μνημείων που δεν υφίσταντο τα προηγούμενα χρόνια.
Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι η ανακαίνιση των εκκλησιών αυτών στην ίδια χρονιά (1818). Όπως τόνισε η επιστήμονας ανακαινίζονται εκ βάθρων και φαίνεται ότι οι δύο πρώτοι διευρύνονται, με την επέκτασή τους με την προσθήκη ανοιχτής στοάς. Στη συνέχεια ο ναός της Αγίας Ελένης Ανακαινίζεται πιο πολύ σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής. Η Παναγία Δεξιά αποκτά κωδωνοστάσιο που αποτελεί πρότυπο μιας σειράς κωδονοστασίων. Στον Άγιο Αθανάσιο δημιουργείται διαβατικό στη Βόρεια πλευρά. Παράλληλα, οι τέσσερις ναοί παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες αφού έχουν περίπου τις ίδιες διαστάσεις. «Η βασική ιδέα είναι εξαιρετικά απλή. Όταν είναι δυνατόν έχουν ορθογωνική κάτοψη, ενώ στην περίπτωση της Παναγούδας η κάτοψη είναι τεθλασμένη». Παράλληλα, ο γυναικωνίτης που δημιουργείται είναι συνήθως σε σχήμα Πι. Παρόλα αυτά από τις 4 εκκλησίες μόνο η Παναγούδα διαθέτει τρεις αψίδες.
Οι 100 Θεσσαλονικείς που πέθαναν από ασιτία στον ναό του Αγίου Αθανασίου
Τέλος, σημαντικό στοιχείο για τον ρόλο των εκκλησιών της πόλης στη διάρκεια της επανάστασης ήταν η συγκλονιστική επισήμανση της Σταυρούλας Τζεβρένη ότι στη διάρκεια μιας ιστορικής στιγμής της Ελληνικής Επνάστασης 100 Θεσσαλονικείς κλείστηκαν στο ναό του Αγίου Αθανασίου για να προστατευθούν. Παρέμειναν εκεί περίπου σαράντα μέρες και πέθαναν από ασιτία. Τέλος, εκτενέστατη περιγραφή με εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την τεχνογνωσία ως προς τα χαρακτηριστικά των εντοίχιων ψηφιδωτών της Ροτόντας και της Αγίας Σοφίας στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα έκανε η Σταυρούλα Τζεβρένη.
Στο επίκεντρο και τα ιστορικά δεδομένα
Το δεύτερο μέρος της ημερίδας συνεχίζεται με ιστορικά δεδομένα για τη χριστιανικοί κοινότητα της Θεσσαλονίκης, τον εξισλαμισμό στην προεπαναστατική πόλη, τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και την Επανάσταση της Νάουσας του 1822 και τη Θεσσαλονίκη μέσα από αγγλόφωνες εγκυκλοπαίδειες και λεξικά από τα τέλη του 18ου αιώνα έως το α΄ μισό του 19ου αιώνα. Ομιλητές οι: Ευάγγελος Χεκίμογλου, Γεώργιος Ναθαναήλ, π. Αθανάσιος Γ. Βουδούρης και Ευστράτιος Βαχάρογλου.
Σημειώνεται ότι η επιστημονική ημερίδα είναι υβριδική. Οι παρουσιάσεις γίνονται στο Αμφιθέατρο του Μουσείου της Αρχαίας Αγοράς, ωστόσο λόγω των μέτρων για τον Covid 19, η παρακολούθηση γίνεται μέσω της πλατφόρμας Zoom.