Στενεύουν… επικίνδυνα τα δημοσιονομικά περιθώρια από το νέο έτος με την Ελλάδα να καλείται από την Κομισιόν να συγκρατήσει τις δαπάνες, γεγονός που περιορίζει την ευχέρεια κινήσεων της νέας κυβέρνησης.
Με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να συστήνει τον τερματισμό των έκτακτων μέτρων στήριξης στην ενέργεια (επιδοτήσεις), το νέο οικονομικό επιτελείο πρέπει να στραφεί μόνο σε παρεμβάσεις στοχευμένες στους ευάλωτους, σε περίπτωση που οι τιμές στην ενέργεια πάρουν ξανά τον ανήφορο από το φθινόπωρο.
Με τα τωρινά δεδομένα, δε θα υπάρξουν ιδιαίτερα αισθητές επιπτώσεις για τα νοικοκυριά από την απόσυρση των επιδοτήσεων (ισχύουν μέχρι τον Σεπτέμβριο χωρίς να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Κομισιόν να πιέσει για… ξαφνικό θάνατο της κρατικής στήριξης που συνεχίζει μονομερώς η Ελλάδα νωρίτερα).
Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο αντίκτυπος θα είναι ανύπαρκτος αφού η στήριξη είχε σταματήσει ούτως ή άλλως από τον Φεβρουάριο.
Πάντως σε περίπτωση μίας νέας σφοδρής ενεργειακής κρίσης εκτιμάται πως η Επιτροπή θα παρέχει και πάλι μία σχετική ευελιξία, ακόμα και αν χρειαστούν σκληρές διαπραγματεύσεις.
Τα έκτακτα μέτρα δεν αφορούν μόνο στις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος αλλά επιπλέον το σύστημα ανακοίνωσης των τιμών του ρεύματος από τους παρόχους εκ των προτέρων στις 20 κάθε μήνα για τον επόμενο καθώς επίσης και την επιβολή πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά του ηλεκτρισμού που κρατά σε ένα ορισμένο επίπεδο και τις τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές. Η πτώση πάντως των τιμών έχει «απενεργοποιήσει» από μόνη της την πρακτική αξία του πλαφόν.
Σε κάθε περίπτωση, το προηγούμενο διάστημα είχαν δοθεί εκτεταμένες επιδοτήσεις και είναι χαρακτηριστικό ότι από το Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι σήμερα δόθηκαν περί τα 9,5 δισ. ευρώ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης στους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου.
Και εάν το 2022 το συνολικό ύψος των επιδοτήσεων άγγιξε τα 7,7 δισ. ευρώ, η αποσυμπίεση των τιμών το τελευταίο διάστημα έχει ψαλιδίσει τις δαπάνες που διατίθενται για τον σκοπό αυτό.
Η επιδοματική πολιτική της χώρας επικεντρώνεται πλέον στις πρώτες 500 κιλοβατώρες, πάνω από τις οποίες η ενίσχυση συνδέεται με στόχους εξοικονόμησης, πολιτική που μεταφράζεται σε ακριβότερα τιμολόγια για όσους δεν τους πετύχουν.
Η τελευταία επιδότηση που ανακοινώθηκε για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο ανήλθε σε κόστος στα 47 εκατ. ευρώ και είχε ως εξής:
- Επιδότηση 15 ευρώ/MWh για μηνιαίες καταναλώσεις έως 500 KWh.
- Επιδότηση 15 ευρώ/MWh για μηνιαίες καταναλώσεις άνω των 500KWh υπό την προϋπόθεση της μείωσης της κατανάλωσης κατά 15% σε σχέση με πέρυσι.
- Επιδότηση 15 ευρώ/MWh για τους αγρότες.
Πρακτικά δηλαδή ένα νοικοκυριό με κατανάλωση 500 κιλοβατώρες χωρίς την επιδότηση θα επιβαρυνθεί με 7,5 ευρώ στο μηνιαίο λογαριασμό του.
Πέρα όμως από τη λήξη των μέτρων ανακούφισης για την ενέργεια, αρχής γενομένης από το 2024, επιστρέφει η υποχρέωση πρωτογενών πλεονασμάτων (περί το 2-2,5% του ΑΕΠ) για την Ελλάδα ενώ η αύξηση των «καθαρών πρωτογενών δαπανών» το 2024 δεν πρέπει να υπερβεί το 2,6%. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό;
Δεν θα υπάρχει περιθώριο για μέτρα στήριξης (όπως επιδόματα ακρίβειας) αν προκύψει πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος. Αν π.χ. τα έσοδα ή η αύξηση του ΑΕΠ υπερβούν τους στόχους, το ποσό θα πρέπει να κατευθυνθεί στο πρωτογενές πλεόνασμα και όχι σε παρεμβάσεις υπέρ των ασθενέστερων.
Ισχύει όμως και το ανάποδο. Αν αρχίσουν να μαζεύονται και πάλι σύννεφα πάνω από την ελληνική οικονομία λόγω μίας νέας κρίσης, δεν θα χρειάζεται να πιεστεί υπέρμετρα η παραγωγική δραστηριότητα. Η χώρα θα έχει την δυνατότητα να εφαρμόσει το κατάλληλο μείγμα μέτρων για να στηρίξει κοινωνία και επιχειρείν.
Το αν και πως θα λειτουργήσει το νέο σύστημα θα φανεί στην πράξη, αφού προηγηθούν πυρετώδεις διαβουλεύσεις. Το πιθανότερο πάντως είναι να συμφωνηθεί κάποια ευελιξία στην εφαρμογή του.
Καθώς το 2023 οι κανόνες εξακολουθούν να είναι πιο ευέλικτοι, υπάρχει η δυνατότητα για τελευταία χρονιά, το υπερβάλλον πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στον αρχικό στόχο 0,7% του ΑΕΠ και στον τελικό 1,1% του ΑΕΠ που φθάνει το 0,4% του ΑΕΠ ή στα 880 εκατ. ευρώ σε απόλυτα νούμερα, να διατεθεί σε κάποια νέα μέτρα στήριξης.
Η επαναφορά στην δημοσιονομική κανονικότητα, μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια που τα… γκέμια είχαν χαλαρώσει λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, «απαιτεί» από την επόμενη κυβέρνηση μία προσαρμογή της τάξης των 6 δισ. ευρώ, μέχρι το 2026, κάτι βέβαια που ελάχιστα συζητείται στην προεκλογική περίοδο.
Η αδιατάρακτη όμως πορεία ανάπτυξης στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία (2,1% έτρεξε το ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του έτους ενώ οι προβλέψεις για όλο το έτος μιλούν για ρυθμούς ανάπτυξης πέριξ του 3%, ρυθμός διπλάσιος από την ευρωζώνη) με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, τον τουρισμό, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές να αποτελούν τα «βαριά πυροβολικά» της, επιτρέπει την χάραξη μίας συνεκτικής δημοσιονομικής στρατηγικής που δε θα «πνίγει» την παραγωγική δραστηριότητα χάριν των πλεονασμάτων.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11.06.2023