Όλος ο κόσμος να καίει/καθόλου εγώ δεν σκάω/τραπέζια να μου στρώσουνε/κι όλα θα τ’ ακουμπάω…
Μεράκια, καημοί, πόνοι, αλλά και χαρές συγκεντρωμένα σε λίγους μόνο στίχους. Είναι ένα μικρό δείγμα από αυτούς που βρίσκει κανείς στο «I Remember… Θυμάμαι». Για να μην ξεχνάμε, για να μένει στη μνήμη μας πάντα μία παράδοση ετών που άφησε ισχυρό το στίγμα της στη μουσική ιστορία, αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία της Θεσσαλονίκης…
Το βιβλίο - CD ζωντανεύει κομμάτια από τον μουσικό πλούτο των σεφαραδίτικων τραγουδιών, όπως τα συγκέντρωσε ο συγγραφέας Αλμπέρτος Ναρ, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή πριν δεκαπέντε χρόνια. Η ανθολογία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ιανός» με αφορμή τη θλιβερή αυτή επέτειο.
Λογοτέχνης του βιώματος και της συλλογικής μνήμης ο Αλμπέρτος αποτύπωσε εξακολουθητικά την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του θεσσαλονικιού Εβραίου, αναζητώντας παράλληλα την προσωπική του ταυτότητα, ανακαλώντας μνήμες. Ως απόγονος επιζώντων του Ολοκαυτώματος, σκιαγράφησε τον οδυνηρότατο απόηχο που η ναζιστική θηριωδία άφησε στις ψυχές και στα σώματα των δικών του ανθρώπων. Η σχέση παρελθόντος - παρόντος αποτέλεσε σταθερά και στα ερευνητικά κείμενά του, εκεί που το τραύμα της απώλειας γίνεται και τραύμα της μνήμης.
Ανάμεσα στις μελέτες και στα άρθρα του, διέσωσε τον μουσικό πλούτο των σεφαραδίτικων τραγουδιών, ηχογραφώντας επιβιώσαντες και επιβιώσασες του Ολοκαυτώματος τη δεκαετία του ενενήντα. Παρέδωσε έτσι στη συλλογική μνήμη πηγές της εθνικής αλλά και της παγκόσμιας μουσικής κληρονομιάς, πρόσφορες για μελλοντική ερευνητική αξιοποίηση. «Μεγάλο μέρος του μουσικού αρχείου του Αλμπέρτου Ναρ, από το οποίο προέρχονται και οι συγκεκριμένες ηχογραφήσεις, δωρήθηκε από την οικογένειά μας στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ) στη Θεσσαλονίκη το 2011», λέει στη «ΜτΚ» ο γιος του και γνωστός συγγραφέας Λέων Ναρ.
Μία σπάνια και πολύτιμη έκδοση
Το γεγονός ότι τα τραγούδια αυτά ερμηνεύουν επιζώντες του Ολοκαυτώματος καθιστά την έκδοση αυτή σπάνια αλλά και πολύτιμη. «Αν ο Αλμπέρτος Ναρ δεν είχε τη διορατικότητα να τα ηχογραφήσει, πολλά από τα τραγούδια αυτά δεν θα είχαν διασωθεί. Η ιδιαιτερότητα αυτή αρκεί, νομίζω, για να καταστήσει το όλο εγχείρημα μοναδικό», τονίζει ο Λέων Ναρ.
Ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο αποτελεί το ότι η έκδοση είναι τρίγλωσση (ελληνικά, ισπανοεβραϊκά, αγγλικά). Επιπλέον, περιέχει, πέρα από τους στίχους των 22 τραγουδιών που περιλαμβάνει το CD (σε τρεις γλώσσες), έναν πολύ κατατοπιστικό πρόλογο του μουσικολόγου Νίκου Ορδουλίδη, ο οποίος αξιολογεί τη μοναδικότητα του αρχείου, σε σχέση με τα μουσικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης και μία εκτεταμένη εισαγωγή του Λέοντα Ναρ σχετική τόσο με την ιστορική διαδρομή των ισπανοεβραίων στη Θεσσαλονίκη όσο και με τη σχέση των σεφαραδίτικων τραγουδιών με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι (συγκλίσεις, αποκλίσεις, εκλεκτικές συγγένειες). «Η φόρτιση ήταν οικογενειακή, για να είμαι μάλιστα πιο ακριβής είναι ακόμη ευρύτερη, αφού κι ο Νίκος Καρατζάς που εξέδωσε υποδειγματικά το βιβλίο γνώριζε πολύ καλά τον Αλμπέρτο», παραδέχεται ο Λέων Ναρ σχετικά με τις συναισθηματικές διεργασίες στη διάρκεια της προετοιμασίας της έκδοσης.
Τα τραγούδια που έχουν επιλεγεί -το CD κυκλοφορεί με τη συγκατάθεση των συγγενών των ερμηνευτών- είναι ποικίλα. Άλλα αφορούν τη Θεσσαλονίκη, άλλα είναι ερωτικά, άλλα αναδεικνύουν την «επαφή» του σεφαραδίτικου με το λαϊκό τραγούδι. «Οι εκδιωγμένοι από την Ισπανία Εβραίοι έφεραν, όπως ήταν φυσικό, στους νέους τόπους εγκατάστασής τους, όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τα τραγούδια τους. «Τα σεφαραδίτικα τραγούδια είναι έκφραση μίας ευρύτερης μεσογειακής μουσικής παράδοσης που περιλαμβάνει στοιχεία ισπανόφωνων μελωδιών, τραγούδια της Μικράς Ασίας και της Πόλης, τις μουσικές του Αιγαίου και της Κρήτης, βαλκανικούς ρυθμούς και χορούς, τσιγγάνικα μοτίβα αλλά και ιταλικές καντάδες. Η σεφαραδίτικη μουσική έχει τις ρίζες της στη Μεσαιωνική Ανδαλουσία, στο χώρο και στο χρόνο της συνύπαρξης και συνδημιουργίας Χριστιανών, Εβραίων και Μουσουλμάνων. Από τον διωγμό του 1492 και μετά το κέντρο αυτής της συνύπαρξης μεταφέρθηκε ανατολικότερα, στις περιοχές της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και κυρίως στη Θεσσαλονίκη, που δέχθηκε, όπως είπαμε, το μεγαλύτερο κομμάτι των προσφύγων. Τα τραγούδια αυτά άλλοτε είναι πρωτότυπα, άλλοτε με επιδράσεις τόσο από τη Θεσσαλονίκη όσο και από κάθε άλλη πόλη που υποδέχτηκε εκδιωγμένους από την Ισπανία Εβραίους, και άλλοτε με δάνειες μελωδίες που ενσωματώθηκαν, με τις αναγκαίες πάντα τροποποιήσεις, στη σεφαραδίτικη μουσική παράδοση», τονίζει ο Λέων Ναρ συστήνοντάς μας ευρύτερα το είδος αυτό.
Σεφαραδίτικη μουσική παράδοση και ρεμπέτικο
Εξοικειωμένη με το ρεμπέτικο η Θεσσαλονίκη, μετά το 1934 δέχεται τους γνωστότερους ρεμπέτες της εποχής, ενώ γίνεται από το 1936 και μετά επίκεντρο του ρεμπέτικου γίγνεσθαι λόγω της προστασίας που παρείχε ο διοικητής της Ασφάλειας της πόλης Νίκος Μουσχουντής. Γι’ αυτό, το ρεμπέτικο αφομοιώνεται γρήγορα και από τη σεφαραδίτικη μουσική παράδοση.
«Στη Θεσσαλονίκη ακούγονται την εποχή του μεσοπολέμου αρκετά δημοφιλή ρεμπέτικα με σεφαραδίτικες εκδοχές: ‘Εγώ θέλω πριγκηπέσα’ του Παναγιώτη Τούντα στη σεφαραδίτικη εκδοχή με τίτλο ‘Decidi de me Kazar (Αποφάσισα να παντρευτώ). Το ‘Καναρίνι μου γλυκό’ με την Ρόζα Εσκενάζι, στα σεφαραδίτικα ακούγεται ως ‘Kanaraki’ από τον Τζο Ελίας, ή ‘Ven Kanario’ από τον Τζακ Μαγές. Το ‘Μικρός Αρραβωνιάστηκα’ του Μάρκου Βαμβακάρη, στη σεφαραδίτικη εκτέλεση, γίνεται ‘Los ocho dias de hupa’ (Οι οχτώ μέρες μετά το γάμο), το ‘Στο Φάληρο που πλένεσαι’ και πάλι του Μάρκου ακούγεται στα ισπανοεβραϊκά ως ‘A los banjikos de la mar’ (στα θαλασσινά μπανάκια), ενώ το ‘Το γελεκάκι που φορείς’ ακούγεται από το 1932 και μετά σε πολλές ισπανοεβραϊκές εκτελέσεις. Το ίδιο και η ‘Μισιρλού’, το ‘Πού να βρώ γυναίκα να σου μοιάζει’, αλλά και η ‘Ξανθή Εβραιοπούλα’, που στην ισπανοεβραϊκή εκτέλεση ‘Nos seas capritsioza’ (Μην είσαι παράξενη) πραγματεύεται τον έρωτα κάποιου για μια μελαχρινή και όχι ξανθή, όπως στο ελληνικό τραγούδι, Εβραιοπούλα», εξηγεί τις σχέσεις των ειδών ο Λέων Ναρ.
Υπογραμμίζει τέλος πως τον στενοχωρεί το γεγονός ότι η ισπανοεβραϊκή γλώσσα έφθινε για πολλές δεκαετίες.
«Τόσο η σχετική εκδοτική έξαρση και η συνεχής συγκέντρωση υλικού όσο και η εισαγωγή των σεφαραδίτικων σπουδών σε αρκετά ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά τμήματα είναι πολύ σημαντικές κινήσεις. Τα νέα αυτά δεδομένα αφυπνίζουν το ενδιαφέρον των νέων και επαναπροσδιορίζουν το ρόλο της Θεσσαλονίκης στην πορεία του Ισπανό-εβραϊκού πολιτισμού. Δεν πρέπει να σταματήσει η προσπάθεια που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν τότε για πρώτη φορά επιχειρήθηκε μια συνολικότερη προσέγγιση της γλώσσας, ως ένδειξη συνειδητοποίησης της μοναδικότητάς της ως ζωντανού φορέα έκφρασης της συλλογικής μνήμης του σεφαραδιτικού πολιτισμού. Οι μνήμες είναι ισχυρότατες, μέχρι και τη γενιά των γονιών μου, υπήρχε εκτεταμένη χρήση της ισπανοεβραϊκής γλώσσας», καταλήγει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12-13 Σεπτεμβρίου 2020