* του Σταύρου Καλαφάτη, γ.γ. της Κοινοβουλευτικής Ομάδς της Ν.Δ., Βουλευτή Α΄Θεσσαλονίκης
Η Ελλάδα έχει πικρή εμπειρία από την ολιγωρία της Ε.Ε. στην λήψη αποφάσεων κοινοτικής αλληλεγγύης.
Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι στη σημερινή δραματική συγκυρία, αντιμετωπίζεται ως ένα κανονικό κράτος-μέλος, και όχι ως μία εξαίρεση. Καλύπτεται, πρώτα από όλα –ύστερα από αίτημα του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προς την Κριστίν Λαγκάρντ- από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης γεγονός που αποκλιμακώνει το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, των επιχειρήσεων και τραπεζών. Καλύπτεται από την απόφαση του Eurogroup, που καταργεί τους δημοσιονομικούς περιορισμούς για όλα τα κράτη της ευρωζώνης και ακυρώνει τη μνημονιακή δέσμευση της χώρας μας για πλεόνασμα 3,5% του Α.Ε.Π. Καλύπτεται και από την απόφαση του Ecofin για ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που επιστρατεύεται για πρώτη φορά. Και διαθέτει αυξημένα περιθώρια δαπανών για τη στήριξη του συστήματος υγείας, των επιχειρήσεων και των πολιτών που πλήττονται.
Αναμφίβολα, οι αποφάσεις αυτές κινούνται στη σωστή κατεύθυνση. Ακόμη πιο βέβαιο, ωστόσο, είναι πως δεν επαρκούν. Η Ευρώπη χρειάζεται, χωρίς καμιά άλλη καθυστέρηση, κοινές πολιτικές τόσο για τη στήριξη των συστημάτων υγείας, των πολιτών και των επιχειρήσεων που καταρρέουν, όσο και για την επόμενη μέρα. Και αυτό δεν μπορεί ούτε να αγνοείται, ούτε να αναβάλλεται. Είναι, άλλωστε, αδιανόητο να επιβάλλονται κοινές πολιτικές σε ήσσονος σημασίας ζητήματα, αλλά να μην αναζητούνται στα μείζονα και υπαρξιακά ζητήματα. Ιδίως, μάλιστα, όταν όλοι -και όχι μόνο κάποιοι- βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη σημερινή ανείπωτη ανθρώπινη τραγωδία και την πρωτόγνωρη παράλυση της οικονομικής δραστηριότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι προτάσεις που κατέθεσαν ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, και άλλοι οκτώ ηγέτες χωρών μελών της Ένωσης –ανάμεσα στις οποίες και η έκδοση ειδικού ευρωομολόγου- ανοίγουν δρόμο στον οποίο η Ευρώπη μπορεί να σταθεί όρθια και να πάει, ακόμη πιο ισχυρή, στην μετά την κρίση εποχή. Η απόρριψή τους, ωστόσο, κατά την τελευταία σύνοδο κορυφής απέδειξε πως κάποιοι παραμένουν κατώτεροι των περιστάσεων. Προκάλεσε απογοήτευση στους πολλούς, κλόνισε την αρχή της κοινοτικής αλληλεγγύης, πρόσφερε έδαφος στους εχθρούς της ευρωπαϊκής ιδέας και έφερε την Ευρώπη στα όρια του διχασμού.
Υπάρχει τώρα μόνο λίγος χρόνος μπροστά μας για τη γεφύρωση του χάσματος, την αμοιβαία κατανόηση και την κοινή δράση. Η Ευρώπη είτε θα πάρει –όπως απαιτούν οι περιστάσεις- γενναίες αποφάσεις και θα βγει από την κρίση πιο δυνατή, είτε θα βρεθεί αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο κατάρρευσης. Δεν ξέρουμε, άλλωστε, πόσο θα κρατήσει η κρίση και πως θα ‘ναι ο κόσμος την επόμενη μέρα. Ένα, ωστόσο, είναι περισσότερο από βέβαιο: Ότι σήμερα χρειαζόμαστε -και θα χρειαστούμε ακόμη περισσότερο- μια πιο ενωμένη, πιο πολιτική και πιο ανθρώπινη Ευρώπη. Και θα είναι έγκλημα, μπροστά στην ανθρώπινη τραγωδία που εξελίσσεται, μπροστά στη δραματική πορεία όλων των οικονομιών, μπροστά στην κρίση που απαιτεί συνένωση δυνάμεων και προσπαθειών, κάποιοι να γκρεμίσουν και εκείνη που χτίσαμε έως σήμερα. Ηγεσίες που δεν θα μπορέσουν να δουν σήμερα αυτό που ήδη χρειάζεται από χθες, δεν θα συγχωρούνται ούτε από τους ίδιους τους λαούς τους.