Εμβριθής μελετητής της ελληνικής αριστεράς ο Νίκος Μαραντζίδης έγραψε ένα ακόμη βιβλίο με τίτλο «Στη σκιά του Στάλιν». Αναφέρεται στην ιστορία του ΚΚΕ, από την εποχή του ΣΕΚΕ μέχρι την διάσπασή του στο πλαίσιο της συμμετοχής του στην Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντερν) και στην Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία.
Βλέπει, ουσιαστικά, την εξέλιξη του Κομμουνιστικού Κόμματος σε ένα διεθνές και ένα περιφερειακό πλαίσιο και προβάλει την επιρροή που είχε στην ελληνική ιστορία από το μεσοπόλεμο ως το 1960.
«Δεν μπορείς να μελετήσεις τον κομμουνισμό με την ίδια ψυχραιμία που οι βιολόγοι μελετούν τις πεταλούδες».
Η ίδια, μαχητική κομμουνίστρια στη νιότη της κι αργότερα φλογερή αντικομμουνίστρια που αρθρογραφούσε τακτικά στη συντηρητική εφημερίδα Le Figaro, (φαινόμενο σύνηθες) αναγνωρίστηκε διεθνώς ως μια από τις σημαντικότερες ιστορικούς του γαλλικού κομμουνισμού και συγγραφέας από τις εμβριθέστερες στο αντικείμενο.
Ο Μαραντζίδης ομολογεί πως και ο ίδιος έκλεισε τελείως τους συναισθηματικούς του λογαριασμούς με τον κομμουνισμό. «Μπορεί να ξαφνιάζω, λέει, αλλά ομολογώ πως ποτέ δεν έπαψε να ασκεί κάποια γοητεία πάνω μου, και αυτό όχι τόσο γιατί ένα κομμάτι του εαυτού μου παρέμεινε «αιώνια εφηβικό»- και άμυαλο- όσο κυρίως επειδή με συγκινεί η ιδέα ενός κόσμου χωρίς φτώχεια και ανισότητες”.
Ήταν, όμως, αυτή η υπέρβαση του κομμουνισμού;
Το πίστευε και ο Όσκαρ Ουάιλντ όταν έγραφε το 1891 πως «ένας παγκόσμιος χάρτης που δεν περιλαμβάνει την ουτοπία δεν αξίζει ούτε ματιά» και πως «είναι σίγουρο πως ο κομμουνισμός θα κάλυπτε μεγάλο μέρος ενός χάρτη που θα περιλάμβανε την ουτοπία».
Πολλά από τα θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων την περίοδο 1937-39 θα διαφωνούσαν και με τους δύο.
Αυτήν την κοινή διαπίστωση οι μηχανισμοί των κομμουνιστικών κομμάτων κατάφεραν να την αντιμετωπίσουν με μια λέξη: Αντικομμουνισμός. Όποιος το λέει είναι αντικομμουνιστής.
Στη δική μου προσωπική πολιτική εμπειρία συνάντησα αρκετούς φίλους και γνωστούς που μου έκαναν αυτήν την επίθεση όταν εξέφραζα τις επιφυλάξεις μου. Μετά από μερικά χρόνια τους εντόπισα σε άλλους πολιτικούς χώρους. Με την ίδια διαπίστωση που τους έκανα και εγώ. Έλεγαν, δηλαδή, τα ίδια.
Πολλοί που θήτευσαν μεταπολιτευτικά στον κομμουνιστικό χώρο ως φοιτητές και νεολαίοι, αποχώρησαν στη συνέχεια και στελέχωσαν όλα τα κόμματα. Από τη δεξιά ως την Συριζαία αριστερά.
Μπορεί άλλους να τους ενόχλησε ο δογματισμός και η μονολιθικότητα, άλλοι να το εγκατέλειψαν διότι επιθυμούσαν κάτι πιο ρεαλιστικό που να επιδιώκει την εξουσία αλλά όλοι τους είναι σε κάποιον βαθμό επηρεασμένοι από την νοοτροπία που τους εμφύσησε. Και η νοοτροπία αυτή είναι αντεθνική.
Ο κομμουνισμός, όπως επικράτησε ως λενινισμός και κυρίως, σταλινισμός είναι αντεθνικός. Δεν υπάρχουν έθνη. Υπάρχουν εργαζόμενοι, προλετάριοι οι οποίοι θα κάνουν την παγκόσμια επανάσταση. Η επανάσταση ξεκίνησε από τη Ρωσία με τους μπολσεβίκους και επεκτάθηκε στον καλούμενο, αργότερα, σοβιετικό χώρο. Δεν θα σταματούσε εκεί. Και αυτό το υποσχόταν ο Λένιν όσο ζούσε. Αυτή η θέση προκάλεσε ανησυχία στη δύση αλλά διατηρήθηκε μέχρι που ανήλθε στην σοβιετική εξουσία ο αψύς Γεωργιανός Ιωσήφ Στάλιν.
Ο Στάλιν είχε διαφορετική θέση από τον Λένιν, ίσως, διότι διαπίστωσε ότι η επανάσταση δεν προχωρούσε όπως την φαντάζονταν οι μπολσεβίκοι. Ο Στάλιν πίστευε πως δεν είναι ανάγκη να πολεμάμε για τον σοσιαλισμό σε όλον τον κόσμο αλλά μπορούσε να οικοδομηθεί σε μια μόνο χώρα. Η πρώτη σοσιαλιστική χώρα ήταν η Σοβιετική Ένωση άρα όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, μέχρι να το επιτρέψουν οι συνθήκες για δική τους επανάσταση, έπρεπε να υποστηρίξουν την εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης.
Αυτό για τα ΚΚ δεν ήταν καθόλου παράξενο. Ήταν ενταγμένα σε μια κομμουνιστική διεθνή η οποία είχε σαφή ιεραρχία-και ήταν και συγκεντρωτική- και όφειλαν να συντονίζουν την πολιτική τους με εντολές από το καθοδηγητικό κέντρο.
Αυτό που για την αστική προσέγγιση ήταν επικίνδυνη εξάρτηση, για τα ΚΚ ήταν επαναστατική αναγκαιότητα.
Το ΚΚΕ δεν είχε πρόβλημα με αυτήν την εξάρτηση. Άλλωστε, την επεδίωκε όχι μόνο για ιδεολογικούς και επαναστατικούς λόγους αλλά και διότι βοηθούνταν και οικονομικά.
Εκεί που άρχισαν να αναδύονται τα πρώτα προβλήματα ήταν στην θέση που η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία επέβαλε στο ΚΚΕ για ανεξαρτησία της Μακεδονίας και της Θράκης.
Η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία ήταν παρακλάδι της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Από την Κομιντέρν έπαιρνε εντολές αλλά συντόνιζε τα Βαλκανικά ΚΚ με την προοπτική μιας Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας μεταξύ τους.
Η θέση αυτή ταλάνισε σε όλο του το βίο και εξακολουθεί να επηρεάζει και σήμερα το ΚΚΕ. Η αποδοχή της δεν ήταν εύκολη διότι ένα μεγάλο μέρος της χώρας θα έπρεπε, σε περίπτωση κομμουνιστικής επικράτησης, να αποσχιστεί. Τα εδάφη που θα αποσχίζονταν κατακτήθηκαν πριν μια δεκαετία με πολύ αίμα και στα εδάφη αυτά εγκαταστάθηκαν μετά το 1922 οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία και τον Πόντο.
Γύρω από την επιβολή της θέσης αυτής δόθηκαν σκληρές μάχες και διαγράφηκαν αρκετοί γραμματείς του ΚΚΕ– όσοι διαφωνούσαν ή δεν την αποδέχονταν με ενθουσιασμό- μεταξύ των οποίων και ο Κορδάτος.
Βεβαίως, η θέση αυτή βρήκε αντίθετα τα στελέχη του ΣΕΚΕ, ακόμη και του ΣΕΚΕ(Κ) , την οργάνωση πριν την ίδρυση του ΚΚΕ η οποία ανήκε στην Β! Διεθνή, στην Σοσιαλδημοκρατική Διεθνή, δηλαδή. Το ΣΕΚΕ για να ενταχθεί στην Γ! Διεθνή (την κομμουνιστική) έπρεπε να περιλαμβάνει στον τίτλο του κόμματος το Κομμουνιστικό και η πρόσθεση του (Κ) εντός παρενθέσεως στο όνομα του κόμματος δεν αρκούσε.
Στην επιβολή αυτής της θέσης για το μακεδονικό στο ΚΚΕ από την Κομμουνιστική Διεθνή υπάρχει μια αντίφαση. Ενώ τα έθνη και τα κράτη τους είναι έξω από την κομμουνιστική λογική, επιβάλλεται στο ΚΚΕ η αποδοχή μιας εθνότητας, της μακεδονικής, και η δημιουργία μιας κρατικής οντότητάς της.
Ο Μαραντζίδης θεωρεί πως το καθοδηγητικό κέντρο στη Μόσχα πίστευε ότι με την ενθάρρυνση των μειονοτήτων ή των «σκλαβωμένων» εθνοτήτων θα άναβε η φλόγα της επανάστασης η οποία θα εξαπλωνόταν αλλά, νομίζω, πως υπάρχει κάτι ουσιωδέστερο. Την ρωσική ιστορία, με οποιοδήποτε καθεστώς, είτε τσαρικό, είτε κομμουνιστικό, είτε μετακομμουνιστικό, διατρέχει η ιδεολογία του πανσλαβισμού.
Οι κομμουνιστές της Ρωσίας συνήψαν στενότατους δεσμούς με την Βουλγαρία και ο λόγος δεν ήταν, μόνο οι σχέσεις τους με τον εμβληματικό Βούλγαρο κομμουνιστή ηγέτη Γκεόργκι Δημητρώφ αλλά βάραινε και η σλαβική διασύνδεση. Βεβαίως, το ΚΚ Βουλγαρίας ήταν ισχυρό αλλά ισχυρό ήταν και το Γιουγκοσλαβικό. Ιδιαιτέρως, στη Γιουγκοσλαβία πήρε δυναμική μορφή με τον Τίτο αλλά ο Στάλιν, επι των ημερών του οποίου διαμορφώθηκε η ιεραρχία μεταξύ των ΚΚ είχε, πάντα, μια καχυποψία απέναντι στους Γιουγκοσλάβους και αργότερα, τον Τίτο, των οποίων το κράτος, θεωρούσε, ότι καταπίεζε εθνότητες, όπως των Κροατών και των Σλοβένων.
Στο Μακεδονικό οι Γιουγκοσλάβοι είχαν την θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ενιαία Μακεδονία με απόσχιση των εδαφών από Ελλάδα) αλλά όταν μετά τον πόλεμο συγκρότησαν κομμουνιστικό κράτος, δεν την ανεξαρτητοποίησαν. Αντιθέτως, την κατέστησαν Ομόσπονδη Δημοκρατία αλλά στα όρια της κρατικής τους οντότητας.
Το Μακεδονικό ταλαιπώρησε-και ταλαιπωρεί- το ΚΚΕ σε όλη την ιστορική διαδρομή του και δεν είναι ξεκάθαρο αν οι επιφυλάξεις μελών και στελεχών του έχουν εθνική βάση ή προέρχονται από αυτό που είπε ο Ανδρέας Τζήμας, για μερικές χιλιάδες Μακεδόνων θα χάσουμε τον ελληνικό λαό.
Πάντως, όταν το 1957 η 7η Πλατιά Ολομέλεια διέγραφε τον θρυλικό αρχηγό Νίκο Ζαχαριάδη ο αντικαταστάτης του Κώστας Κολιγιάννης φρόντισε να υπενθυμίσει πως ανάμεσα στις «αμαρτίες» του πρώην Γενικού Γραμματέα ήταν και οι αποφάσεις του πάνω στο Μακεδονικό Ζήτημα:
«Η πρώην καθοδήγηση άλλαξε τη σωστή θέση της ισοτιμίας και την αντικατέστησε με το σύνθημα της εθνικής και κρατικής αποκατάστασης του μακεδονικού λαού και η 5η ολομέλεια επικύρωσε την αλλαγή αυτή στο Μακεδονικό Ζήτημα δικαιολογώντας την με την ανάγκη να διευκολυνθεί η συμμετοχή του μακεδονικού λαού στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού […]. Αλλάζοντας τη σωστή θέση μας στο Μακεδονικό ο Ζαχαριάδης διευκόλυνε μόνο την εθνική συκοφαντική προπαγάνδα ενάντια στο κόμμα μας».
Και εδώ τελείωσε το Μακεδονικό Ζήτημα για το ΚΚΕ. Βεβαίως, ο Κολιγιάννης λησμονεί σκόπιμα ότι η θέση της Κομιντερν το 1923 για ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη έγινε αποδεκτή από το κόμμα με την αντικατάσταση του, μέχρι τότε, γραμματέα από τον Παντελή Πουλιόπουλο ο οποίος την αποδέχθηκε.
Στο 5ο Συνέδριό της, τον Ιούλιο του 1924 και ενώ από τον Ιανουάριο ο Λένιν δεν υπήρχε στη ζωή, η ηγεσία της Κομιντερν δεν άφησε καμιά αμφιβολία σχετικά με την πρόθεσή της να υποχρεώσει τα απείθαρχα βαλκανικά κόμματα να ευθυγραμμιστούν μαζί της.
Ο Σεραφείμ Μάξιμος, ένας από τους δύο Έλληνες απεσταλμένους ( ο άλλος ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος), υποστήριξε, όπως γράφει στο βιβλίο του ο Μαραντζίδης, πως το ΣΕΚΕ(Κ) δεν αντιτασσόταν στην απόφαση για το Μακεδονικό Ζήτημα. Δεν λέμε ελληνική Μακεδονία, υποστήριξε, αλλά αντιθέτως, λέμε Μακεδονία καταληφθείσα από τους Έλληνες.
Το 1924 είναι η χρονιά της επίσημης ίδρυσης του ΚΚΕ και ο Παντελής Πουλιόπουλος, ένθερμος οπαδός της γραμμής της «Ανεξάρτητης Μακεδονίας» βοήθησε πολύ στην μπολσεβικοποίηση του κόμματος και ανέλαβε και γραμματέας του. Το 1922 στο μικρασιατικό μέτωπο συνέβαλε στην υπονόμευση των προσπαθειών του ελληνικού στρατού. Αργότερα, είχε και αυτός την τύχη και άλλων γραμματέων του κόμματος. Διαγράφηκε.
Στο πλαίσιο μπολσεβικοποίησης του κόμματος μια γενιά στελεχών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε χώρες της Σοβιετικής Ένωσης πέρασαν από την κομματική σχολή των κούτβιδων και ανέλαβαν τα ηνία στην ταραχώδη περίοδο του μεσοπολέμου.
Μέχρι που μια παρέμβαση της Κομιντερν το 1931 έθεσε τέρμα στα εναπομείναντα στοιχεία αυτονομίας και εσωτερικής δημοκρατίας και επέβαλε τον Ζαχαριάδη, ένα υπόδικο στέλεχος του ΚΚΕ, ως γραμματέα. Ο Ζαχαριάδης, μεταξύ 1926-1929 συνελήφθη πέντε φορές. Την μια για τον φόνο του Αρχειομαρξιστή Ηλία Γεωργοπαπαδάτου. Την ημέρα τις δίκης του, το 1928, κατάφερε να αποδράσει και να διαφύγει στη Ρωσία. Παρέμεινε υπόδικος μέχρι το 1936- γράφει ο Μαραντζίδης- κινούνταν πάντα μυστικά και κρυφά, και για τον ίδιο λόγο, προφανώς, δεν εκλέχτηκε βουλευτής του ΚΚΕ. Το ότι η Κομιντερν επέλεξε τον Ζαχαριάδη, που είχε ανοικτές υποθέσεις με τη δικαιοσύνη κατηγορούμενος για φόνο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, λέει ο Μαραντζίδης, όχι μόνο γι την πολιτική κουλτούρα αλλά και για τα κριτήρια επιλογών της Μόσχας εκείνη την εποχή.
Κατά τον Μαραντζίδη, πάντα, «όπως φανερώνει η κομματική διαδρομή του, ο Ζαχαριάδης ενσάρκωνε συγκεκριμένο τύπο κομμουνιστή του μεσοπολέμου ήταν από αυτούς του «Κόκκινους Ιησουίτες» αποκομμένος από οικογενειακές ρίζες χωρίς δεσμούς με συγκεκριμένο τόπο, διψασμένος για περιπέτειες, ανελέητος με τους αντιπάλους, με πάθος για την επανάσταση και τον μπολσεβικισμό, στον οποιο εντάχθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία. Το ύφος της ηγεσίας του εγκαινίασε ένα ολότελα νέο ύφος, ταιριαστό με το σταλινικό μοντέλο της δεκαετίας του 1930»
Ο Ζαχαριάδης, ο οποίος όπως και ο Στάλιν, επέβαλε την προσωπολατρεία στο κόμμα, ευθύνεται για δύο μεγάλες τραγωδίες. Η μια για την Ελλάδα και τον ελληνισμό, με την απόφασή του να μην λάβει το κόμμα μέρος στις εκλογές του 1936 και να οδηγηθεί στον Εμφύλιο και η άλλη για το ίδιο το κόμμα που το οδήγησε στην ήττα. Όταν διαφώνησε με τον Μάρκο Βαφειάδη για το είδος του πολέμου με τον εθνικό στρατό. Ο Ζαχαριάδης ήθελε στατική αντιπαράθεση, εν είδει τακτικού στρατού, και ο Βαφειάδης επέμενε στο αντάρτικο. Για πολλούς λόγους αλλά και γι αυτόν ο Δημοκρατικός Στρατός έχασε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την παρουσίαση του βιβλίου στην αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών την Παρασκευή 31 Μαρτίου, ο Ευάγγελος Βενιζέλος θεώρησε παρεξηγημένη προσωπικότητα τον Ζαχαριάδη και στο επίμαχο σημείο της έναρξης του Εμφυλίου, ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υποστήριξε πως υπήρξε ενθάρρυνση από τη Μόσχα. Αντιθέτως, ο συγγραφέας του βιβλίου Νίκος Μαραντζίδης θεωρεί πως η ενθάρρυνση ήταν πολύ αχνή και τείνει, μάλλον, στο ότι δεν υπήρξε.
Εκεί που ο συγγραφέας είναι πολύ κατηγορηματικός είναι στην προτροπή των σοβιετικών να πάρει το κόμμα μέρος στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946. Ο Ζαχαριάδης δεν τους άκουσε και οι σοβιετικοί το κρατούσαν. Το επικαλέστηκαν ως έναν από τους λόγους καθαίρεσής του.
Η πολιτική του Στάλιν στον μεσοπόλεμο που κορυφώθηκε κατά την κρίση του 1929 ήταν τάξη εναντίον τάξης και χαρακτήριζε σοσιαλφασισμό οποιαδήποτε προσπάθεια συνεργασίας με κόμματα. Η πολιτική αυτή άλλαξε όταν άρχισε να ανεβαίνει ο Χίτλερ και η αλλαγή οδήγησε στην πρόταση για Λαϊκά Μέτωπα.
Στο πλαίσιο αυτής της αλλαγής το ΚΚΕ δέχθηκε το 1936 να συνεργαστεί με τους Φιλελεύθερους του Σοφούλη παρέχοντας ψήφο εμπιστοσύνης αλλά η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε. Είναι το καλούμενο Σύμφωνο Σοφούλη -Σκλάβαινα. Η αποτυχία συνεργασίας οδήγησε στην Δικτατορία Μεταξά.
Όλα αυτά τελείωσαν όταν το 1939 (23 Αυγούστου) υπεγράφη το Σύμφωνο Μολότωφ- Ρίμπεντροπ, των υπουργών εξωτερικών Ρωσίας και Γερμανίας για μη επίθεση, αλλά και διαμελισμό ορισμένων χωρών, όπως η Πολωνία, και η προσάρτηση από την ΕΣΣΔ των βαλτικών χωρών.
Η ΕΣΣΔ χαρακτήρισε τον πόλεμο που είχε ήδη ξεσπάσει πόλεμο δύο ιμπεριαλισμών, κράτησε ουδετερότητα και εγκατέλειψε το αντιφασιστικό μέτωπο.
Αυτά δεν τα γνώριζε ο φυλακισμένος από την Δικτατορία Μεταξά στις φυλακές της Κέρκυρας Νίκος Ζαχαριάδης και στις 31 Οκτωβρίου 1940, ενώ είχε αρχίσει ο πόλεμος με την Ιταλία, απέστειλε επιστολή στον Μεταξά με την οποία δήλωνε απερίφραστα την άνευ όρων στήριξή του στον αγώνα της κυβέρνησης Μεταξά κατά του Μουσολίνι.
Η Κομιντερν και το ΚΚΕ εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους, θεώρησαν την επιστολή πλαστή και υποστήριξαν πως ο γραμματέας του Κόμματος είχε υποκύψει στους εκβιασμούς που δέχθηκε. Σε άλλες τρείς επιστολές ο Ζαχαριάδης άλλαζε γραμμή. Προσαρμοζόταν στην γραμμή της Κομιντερν. Η διαφορά είναι ότι την πρώτη επιστολή, ο Μεταξάς επέβαλε στον τύπο να την δημοσιεύσει ενώ οι επόμενες δεν είδαν το φως της δημοσιότητας.
Η κατοχή βρήκε τον ηγέτη του ΚΚΕ στο Νταχάου, όπου συνυπήρξε με τον Παπάγο, όπως εύστοχα επισήμανε κατά την παρουσίαση ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Τον αντικαθιστούσε κατά τη διάρκεια της κατοχής ο Σιάντος. Η σχέση με τους σοβιετικούς στο χρονικό διάστημα μέχρι την απελευθέρωση διακόπηκαν εντελώς και η ερμηνεία βρίσκεται στην γνωστή θεωρία των ποσοστών.
Η ηγεσία του ΚΚΕ ενθαρρύνθηκε απο τους σοβιετικούς να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου στο Κάϊρο και αργότερα, να παραδώσει τα όπλα και να συνεργαστεί με την ελληνική κυβέρνηση συμμετέχοντας στην συγκρότησή της.
Απούσα από κάθε υποστήριξη ήταν η ΕΣΣΔ και κατά τα Δεκεμβριανά. Ο “Κόκκινος Στρατός” έφθασε στη Βουλγαρία αλλά δεν εισήθε στην Ελλάδα, όπως ανέμεναν στο ΚΚΕ. Μετά την έναρξη του Εμφυλίου ο Στάλιν επέτρεψε τη δημιουργία κάποιων επαφών και υποστήριξης του ελληνικού αντάρτικου. Περισσότερο ως πίεση στους άλλους δύο συνεργάτες της Μεγάλης Συμμαχίας και λιγότερο γιατί πίστευε ότι θα επικρατούσε.
Οι σοσιαλιστικές χώρες βοήθησαν πολύ το ελληνικό αντάρτικο αλλά, κυρίως, βοήθησε ο Τίτο λόγω και γειτνίασης και του ρόλου που ήθελε να διαραματίσει. Η ρήξη Στάλιν- Τίτο και η τοποθέτηση του ΚΚΕ με τον Στάλιν είχε δραματικές επιπτώσεις στην εξέλιξη του αντάρτικου και, τελικά, στην αποτυχία του.
Το επόμενο διάστημα οι άνθρωποι που βρέθηκαν στο βουνό βιώνουν μια δραματικά τραγική εμπειρία στην προσφυγιά την οποία το βιβλίο περιγράφει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο ως μια εμπειρία Ελληνικής Λαϊκής Δημοκρατίας.
Μετά από πολλές περιπέτειες και εξευτελισμούς τις οποίες επιδείνωσε η αλλαγή στην ηγεσία του ΚΚΣΕ με την αντικατάσταση του Στάλιν από τον Χρουτσώφ, ο Ζαχαριάδης καθαιρείται από την ηγεσία το 1956 και αναλαμβάνει ο Κολιγιάννης.
Ο Ζαχαριάδης περιπλανιέται στην ΕΣΣΔ αναζητώντας επαφή και υποστήριξη από το ΚΚΣΕ αλλά ο κύκλος του έχει τελειώσει. Εξορίζεται στο Σοργκούτ της Σιβηρίας όπου το 1973 αυτοκτονεί.
Κατά την παρουσίαση του βιβλίου δόθηκε έμφαση στον θεολογικό-και εκκλησιολογικό χαρακτήρα που είχαν τα κομμουνιστικά κόμματα, φυσικά, και το ελληνικό. Και στο είδος της αντικοινωνίας που δημιούργησαν.
Το ΚΚΕ θα περνούσε απαρατήρητο ως ένα μικρό κόμμα αν δεν έπαιζε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε στην ελληνική ιστορία τη δεκαετία του 1940.
Έναν ρόλο που ευτυχώς δεν μπόρεσε να τον ολοκληρώσει, όπως δήλωσαν εξέχουσες μορφές της ελληνικής αριστεράς.
Μέλη και στελέχη του διαχύθηκαν σε όλο το πολιτικό φάσμα. Με την παρουσία τους έχουν επηρεάσει την γραμμή των κομμάτων στα οποία, μερικές φορές, πρωταγωνιστούν.
Η αριστερά, είτε με την δογματική είτε με την αναθεωρητική, είτε με την φιλελεύθερη μορφή της έχει αφήσει το αποτύπωμά της στις μεταπολιτευτικές εξελίξεις.
Βρισκόμαστε στην κρίσιμη στιγμή να περάσει στην ιστορία. Η μορφή με την οποία απασχόλησε τον ελληνικό δημόσιο βίο πήρε κυρίαρχες διαστάσεις με την διακυβέρνηση του Συριζα αλλά η πολιτική εμπειρία από την διακυβέρνησή του δεν ήταν ικανοποιητική.
Αν αποδεχθούμε πως το όνειρο της ουτοπίας απαιτεί ένα αριστερό όραμα, μια νέα αριστερά είναι αναγκαία. Μια αριστερά, όμως, που θα λαμβάνει υπόψη πως βρισκόμαστε, ήδη, στην εποχή της τεχνητής Νοημοσύνης. Από αυτήν θα βγάλει συμπεράσματα και θα διαμορφώσει πολιτικές. Προϋποθέσεις για μια τέτοια αριστερά στην Ελλάδα δεν συντρέχουν.
Οπότε, ας συνειδητοποιήσει πως θα βαδίσει με το παλιό αριστερό ημερολόγιο. Και με τους παλιούς αγίους.