Η μετανάστευση, η αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, ο ξεριζωμός, η προσφυγιά. Αναπόσπαστα κομμάτια της ελληνικής ιστορίας σε διάφορες περιόδους της. Άνθρωποι που έχασαν τα σπίτια τους και προσαρμόστηκαν αναγκαστικά σε μια νέα καθημερινότητα, σε μια άλλη πατρίδα, αλλά και άλλοι που δεν άντεξαν την ανέχεια στον τόπο τους και αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό, όπου κάποιοι πρόκοψαν και, κάποιες φορές, επέστρεψαν στη χώρα της ρίζας τους.
Πόσες και πόσες μορφές τέχνης δεν έχει επηρεάσει αυτή η συνθήκη… Πόσο επίκαιρη δεν είναι σήμερα που η Ευρώπη βιώνει μια από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές κρίσεις όλων των εποχών…
Συγγραφέας της μεταναστευτικής λογοτεχνίας η Αγλαΐα Μπλιούμη, γεννημένη στη Στουτγάρδη της Γερμανίας, γνωρίζει από «πρώτο χέρι» την πραγματικότητα του να είναι κανείς 2ης γενιάς μετανάστης ενώ έχει εργαστεί και έχει ερευνήσει πολύ τη μεταναστευτική λογοτεχνία.
Τώρα για πρώτη φορά κυκλοφορεί στα ελληνικά ένα βιβλίο της. Πρόκειται για την έκδοση «Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα» (εκδόσεις «Κέδρος»), που αναφέρεται στη σύγχρονη ελληνική μετανάστευση μέσα από τα μάτια μιας μετανάστριας 2ης γενιάς. Το βιβλίο χρειάστηκε τρία χρόνια για να γραφτεί και τελικά γεννήθηκε το 2022.
Αναφέρεται δε μεταξύ άλλων και στη μικρασιατική καταστροφή, κάτι καθόλου τυχαίο, αφού η αφήγηση αφορά στην οικογενειακή ιστορία τριών γενεών. Ξεκινώντας από την προσφυγιά των παππούδων, οδηγούμαστε στη μετανάστευση των παιδιών τους στη Γερμανία και καταλήγουμε στην δεύτερη γενιά μεταναστών με την μετατροπή της μεταναστευτικής τους εμπειρίας σε πολιτισμικά δυναμικές υβριδικές ταυτότητες, καθώς και την παλιννόστησή τους στη Θεσσαλονίκη.
«Βεβαίως η αφήγηση των τριών γενεών εφορμά από μία αυτοβιογραφική βάση, και η προσφυγιά συνδέεται με τη μετανάστευση, γιατί αυτή είναι η ελληνική ιστορία, ειδικά της Βορείου Ελλάδας: μην έχοντας τα παιδιά των προσφύγων επαγγελματικές ευκαιρίες, πήραν κάποιες δεκαετίες αργότερα το δρόμο της μετανάστευσης», λέει στο «ΜτΚ» η συγγραφέας.
Για αυτό και στο κεφάλαιο του βιβλίου «Η απόφαση που πάρθηκε» η Θεσσαλονίκη κατέχει εξέχουσα θέση στην αφήγηση, εφόσον υπήρξε η κατεξοχήν πόλη υποδοχής των μεταναστών από τη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1980.
«Σκιαγραφώντας με άλλα λόγια τις χωροχρονικές μετακινήσεις τριών γενεών, κατέληξα εκ των πραγμάτων στο τρίπτυχο «προσφυγιά-μετανάστευση-παλιννόστηση», τονίζει η κ. Μπλιούμη.
«Η μυθοπλασία είναι σαν τον πελαργό»
Για το βιβλίο η Αγλαΐα Μπλιούμη αξιοποίησε αφηγήσεις άλλων ανθρώπων, ειδικά παιδιών δεύτερης γενιάς μεταναστών. Δε χρειάστηκε όμως να κάνει κάποια ιδιαίτερη έρευνα, γιατί το θέμα είναι σύμφυτο με τα βιώματά της.
«Η μυθοπλασία είναι σαν τον πελαργό που μεταφέρει πάνω από τις στέγες των σπιτιών αυτά τα βιώματα. Όμως όλα τα ταξίδια μάς αλλάζουν, και όσο πιο πολλές οι πτήσεις των πελαργών στα νεφελώματα της μυθοπλασίας τόσο τα βιώματα μεταστοιχειώνονται και αυτονομούνται σαν να βγάζουν τα ίδια φτερά στοχεύοντας στο θυμικό του αναγνώστη. Πιστεύω ότι όταν γράφεις μεταναστευτική λογοτεχνία ή μετα-μεταναστευτική λογοτεχνία (post-migration) – η τελευταία αναφέρεται στη δεύτερη γενιά και παρουσιάζει πολλές θεματολογικές, γλωσσικές και πολιτισμικές συζεύξεις– το βίωμα είναι θεμελιώδες συστατικό μυθοπλασίας», επισημαίνει.
Η επιλογή του τίτλου του βιβλίου ήταν για εκείνη κατά το ένα ήμισυ έμπνευση και κατά το άλλο περίσκεψη, όπως υποστηρίζει.
«Είναι ένα βιβλίο για την παιδική ηλικία, που άλλοτε αφήνει αφιλτράριστη την παιδική ματιά και άλλοτε ο/η ανώνυμος αφηγητής συνδιαλέγεται με τον/την παιδικό αφηγητή. Από την άλλη μεριά πάντοτε με γοήτευε η τρυφερή σκηνή του αποχωρισμού του Έκτορα από την Ανδρομάχη και τον Αστυάνακτα. Διαβάζοντας σε ανύποπτο χρόνο με τον γιο μου τα μαθήματά του στο Δημοτικό πέσαμε σε αυτήν την σκηνή, και αυτό ήταν!
Ήξερα ότι ένα βιβλίο που μιλάει για την παιδική ηλικία καθώς και για διάφορες απώλειες θα έπρεπε να φέρει στον τίτλο του τον Αστυάνακτα. Φυσικά, δεν είναι μόνο ένα βιβλίο για τη μετανάστευση, αλλά και για την οικογένεια, για τη σχέση μάνας και κόρης. Η προτροπή προς τον Αστυάνακτα να αποχαιρετήσει τη Στουτγάρδη, είναι μεταξύ άλλων και η ανάγκη αποχαιρετισμού από τα παιδικά τραύματα και τον πόνο της απώλειας της μητέρας, της απώλειας του θανάτου».
Μια βαλίτσα που χωράει πολλές ιστορίες
Η αφήγηση ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Μετά τη στρατιωτική θητεία του στην Κύπρο, ο Παντελής παίρνει μια βαλίτσα από κοντραπλακέ και ταξιδεύει σαν τουρίστας στη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Αμέσως πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο της Bosch, γνωρίζει εφήμερους έρωτες, αλλά και την Κατερίνα, μια από τις εκατοντάδες Ελληνίδες μετανάστριες που έχουν κατακλύσει την πόλη αυτή της Γερμανίας στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Στη βαλίτσα του Παντελή χωρούν οι ιστορίες των παιδιών της δεύτερης γενιάς μεταναστών. Πρόκειται προφανώς για ένα τέχνασμα από την πλευρά της συγγραφέως που λειτουργεί προσχηματικά στην ανάπτυξη του αφηγηματικού της άξονα.
«Τελικά, πόσο μικρό ή μεγάλο χώρο χρειάζεται ένα αληθινό όνειρο; Μια ξεχωριστή ιστορία;», τη ρωτάω.
«Πολύ σωστά το θέτετε, δεν είναι τόσο ο χώρος που επιδρά στους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι νοηματοδοτούν και κατασκευάζουν το χώρο. Αυτές οι νοηματοδοτήσεις πολύ συχνά συμβαίνουν σε μικρές ιστορίες της καθημερινότητας, σε ανύποπτο χρόνο, μέσα σε λίγα τετραγωνικά. Εκεί ακριβώς όπου μας σημαδεύουν, αποτελούν και μαθήματα ζωής, μας προσφέρουν συγκινήσεις και το αληθινό όνειρο, δηλαδή την προσωπική μας ουτοπία. Θα έλεγα πως έχουμε ‘εμπράγματο δικαίωμα στην ουτοπία της καθημερινότητας’, κι ας περιμένουμε τη μελλοντική πραγμάτωση των μεγάλων ονείρων.
Στο βιβλίο μου για παράδειγμα όταν η αφηγήτρια επιστρέφει ως ενήλικας στη Στουτγάρδη συμπεραίνει ‘η Γερμανία μου’ ή ‘η Ελλάδα μου’, γιατί ακριβώς οι μικρές συγκινήσεις και τα μικρά μαθήματα της ζωής είναι αυτά που νοηματοδοτούν τον χώρο, συνεπώς και η αντίληψη της πατρίδας σε ένα κείμενο μετα-μεταναστευτικής λογοτεχνίας που αναφέρεται στην πολυπολιτισμική κοινωνία δεν μπορεί παρά να μην είναι πλουραλιστική».
Στις σελίδες του βιβλίου η μεγάλη Ιστορία συναντά τις μικρές ατομικές ιστορίες των ανθρώπων.
«Σίγουρα Ιστορία είναι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, με τον τρόπο που κάθε φορά καταγράφονται. Όμως πλάι σε αυτά υπάρχουν άπειρες προσωπικές ιστορίες που πολλές φορές σημαδεύουν καθοριστικά τις αντιλήψεις και συνειδήσεις μιας κοινότητας. Έτσι εξάλλου γεννιούνται οι μύθοι, τα γνωμικά, τα στερεότυπα κλπ. Ακριβώς αυτές τις αθέατες ιστορίες η λογοτεχνία μπορεί να τις συγκεντρώνει, και μέσα από την αναπαράσταση γεγονότων και καταστάσεων να τις διαφυλάσσει, να τις μεταστοιχειώνει και κυρίως να τις κάνει προσβάσιμες σε ένα ευρύ κοινό. Η Ιστορία υπό την έννοια των μεγάλων ιστορικών γεγονότων είναι διδάγματα από το παρελθόν για το μέλλον. Όμως η λογοτεχνία δεν είναι τελικά διδάγματα από το παρελθόν για το μέλλον που μας βοηθούν να επαναπροσδιοριστούμε ως μονάδες και στο παρόν;», διερωτάται ρητορικά η συγγραφέας καθώς η συζήτησή μας ολοκληρώνεται.