Τις ανώτατες προβλεπόμενες ποινές επέβαλε το δικαστήριο στον Γιώργο Ρουπακιά, ενώ χαμηλότερες από το ανώτατο όριο ποινών αποφάσισε να επιβάλει σε όλους τους υπόλοιπους κατηγορούμενους της εγκληματικής ομάδας.
Ο κατηγορούμενος που έλαβε την υψηλότερη ποινή για ένταξη και συμμετοχή σε εγκληματική ομάδα είναι ο Νικόλαος Αποστόλου, κατηγορούμενος μόνο γι’ αυτή την πράξη. Ο Αποστόλου ήταν, σύμφωνα με τη δικογραφία, ο «στρατολόγος» του Γιώργου Ρουπακιά, και καταδικάστηκε σε κάθειρξη επτά ετών. Το δικαστήριο «μοίρασε» συνολικά ποινές που ξεπερνούν τα 500 χρόνια.
Για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης οι Νίκος Μιχαλολιάκος, Χρήστος Παππάς, Ιωάννης Λαγός, Ηλίας Κασιδιάρης, Ηλίας Παναγιώταρος και Γιώργος Γερμενής καταδικάστηκαν σε κάθειρξη δεκατριών ετών και επιπλέον ποινές για κάποιους από αυτούς για πλημμελήματα, καθώς και χρηματικές ποινές. Σημειώνεται ότι ο εκ Θεσσαλονίκης Αρτέμης Ματθαιόπουλος καταδικάστηκε σε κάθειρξη δέκα ετών.
Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές τις γραμμές ήταν σε εξέλιξη η διαδικασία των αιτημάτων των καταδικασθέντων προκειμένου να πετύχουν να μην εκτίσουν την ποινή που τους επιβλήθηκε για την αιματηρή δράση της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής.
Ωστόσο, θεωρείτο βέβαιη η προφυλάκιση της ηγεσίας της εγκληματικής οργάνωσης. Από την ημέρα της ιστορικής καταδικαστικής απόφασης της 7ης Οκτωβρίου αστυνομικές δυνάμεις παρακολουθούν διακριτικά το σύνολο των ηγετικών στελεχών, αναμένοντας το σχετικό ένταλμα σύλληψης τους.
Αναφορικά με τις ποινές που επέβαλε η έδρα στους καταδικασθέντες έχει ενδιαφέρον η δήλωση των συνηγόρων υποστήριξης της κατηγορίας των Αιγύπτιων Αλιεργατών στη δίκη της Χρυσής Αυγής. Όπως χαρακτηριστικά επεσήμαναν, οι επιβληθείσες ποινές κάθειρξης για το επταμελές διευθυντήριο της εγκληματικής οργάνωσης είναι υψηλές, αλλά όχι οι ανώτατες (15 έτη κάθειρξης).
Παράλληλα σημειώνουν ότι για τους ενταχθέντες σε εγκληματική οργάνωση (βουλευτές εκτός Πολιτικού Συμβουλίου και κατηγορούμενους χωρίς επιμέρους κακούργημα), οι ποινές είναι 5 έως 7 έτη κάθειρξης, δηλαδή χαμηλότερες από τις ανώτερες προβλεπόμενες (10 έτη κάθειρξης), ενώ για τους υποψήφιους δολοφόνους του Αμπουζίντ Εμπάρακ που καταδικάσθηκαν για δύο αδικήματα, την πράξη που τέλεσαν και την ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, το δικαστήριο επέλεξε να επιβάλει μικρότερες ποινές από τις αρμόζουσες. Για τον λόγο αυτό ο συνήγορος Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής Κώστας Παπαδάκης προανήγγειλε την κατάθεση έφεσης για την υπόθεση της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά των Αιγυπτίων ψαράδων προκειμένου να επιβληθούν υψηλότερες ποινές προανήγγειλε.
Π. Μαντζούφας: Αποφασιστική η στάση της δικαστικής εξουσίας
Η ιστορική καταδίκη της Χρυσής Αυγής προκάλεσε ποικίλες συζητήσεις σε δημοσιογραφικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, για το αν ο νέος Ποινικός Κώδικας βοήθησε ή δυσχέρανε την διαδικασία, αν θα έχει το δικαίωμα η ηγετική ομάδα της εγκληματικής οργάνωσης να κατέλθει στις εκλογές κ.ά.
Σε μία προσπάθεια να διαλευκάνουμε τα δυσνόητα για την πλειοψηφία των πολιτών νομικά ζητήματα που επηρεάζουν όμως και το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας μιλήσαμε με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτη Μαντζούφα.
Ερωτηθείς σχετικά με την απόφαση του Δικαστηρίου ο κ. Μαντζούφας αναφέρει στη «ΜτΚ» ότι, «η δικαστική απόφαση για την δίκη των στελεχών της Χρυσής Αυγής συνιστά μία αποφασιστική στάση της δικαστικής εξουσίας, που είναι ένας από τους πυλώνες της Δημοκρατίας, απέναντι στην πρακτική συγκεκριμένων προσώπων, και όχι απέναντι στην πολιτική τους άποψη και την ιδεολογία τους. Τις ιδέες των ιδίων αυτών προσώπων τις αποδοκίμασε το εκλογικό σώμα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Με την ιστορική αυτή απόφαση η αιτιολογημένη δικαστική κρίση που διαμορφώθηκε με βάση τους κανόνες της ποινικής δικονομίας, την δικογραφία, όσα προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και την κατά συνείδηση κρίση των δικαστών, συντονίστηκε με το κοινό αίσθημα. Είναι προφανές ότι δεν δικάζει -και δεν θα πρέπει να δικάζει- το κοινό αίσθημα των πολιτών και ούτε η διαμορφωθείσα περιρρέουσα ατμόσφαιρα πρέπει να επηρεάζει τις δικαστικές αποφάσεις, ωστόσο οι δικαστές είναι μέλη της κοινωνίας και δέκτες των επιρροών της».
Σε σχέση με τα πολιτικά δικαιώματα των στελεχών της εγκληματικής οργάνωσης ο κ. Μαντζούφας διαπιστώνει ότι «η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των καταδικασμένων προϋποθέτει σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 3 του Συντάγματος την αμετάκλητη καταδίκη. Επομένως θα πρέπει να δικασθεί η υπόθεση και στην κατ’ αναίρεση δίκη και να υπάρξει αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου».
Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον ίδιο, «συνεπάγεται, με αναλογική βάση το χρόνο που διανύθηκε για την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, ένα χρονικό διάστημα, κατ’ εκτίμηση, μεταξύ 5-7 ετών για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Μέχρι τότε οι καταδικασθέντες διατηρούν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, και τυχών τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και επαναφορά της παρεπόμενης ποινής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων δεν θα αφορά στα συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς δεν θα έχει αναδρομική ισχύ με βάση το άρθρο 7 παράγραφος 1 του Συντάγματος».
Ενδιαφέρουσα είναι η εκτίμηση του κ. καθηγητή σε σχέση με την τροποποίηση του εκλογικού νόμου, καθώς χαρακτηρίζει «στασιαζόμενο το ζήτημα εάν μπορεί να προστεθεί παρόμοια πρόβλεψη στην εκλογική νομοθεσία η οποία να απαγορεύει τη συμμετοχή τους σε εκλογές, μετά την αμετάκλητη δικαστική απόφαση», ενώ «διαφορετικό είναι το ζήτημα της συμμετοχής στις εκλογές πολιτικού φορέα με τον τίτλο «Χρυσή Αυγή» και την μεταχείριση που θα του επιφυλάξει ο Άρειος Πάγος, δηλαδή αν θα αρνηθεί να αποδεχθεί την ιδρυτική (σε περίπτωση διάδοχου φορέα) και την εκλογική της δήλωση. Με δεδομένο ότι απαγόρευση πολιτικού κόμματος δεν επιτρέπεται με βάση το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι πιθανόν ανάληψη σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας να μην φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, όπως μας διδάσκουν σχετικά παραδείγματα του εξωτερικού».
Αναφορικά δε με το πολιτικό και κοινωνικό σκέλος ο κ. Μαντζούφας εκτιμά ότι «η διαρκέστερη καταδίκη πολιτικών φορέων με τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής προκύπτει απ’ την βούληση και την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών καθώς και από την εδραία πεποίθηση, που πρέπει να γίνει κτήμα όλων, ότι ναζιστικές ιδέες και πρακτικές δεν έχουν θέσει στην πολιτική ζωή του τόπου».
Αφήνει, τέλος, ανοιχτό το ενδεχόμενο «όλα τα συναφή ζητήματα να κριθούν και από το Δικαστήριο του Στρασβούργου με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπου κατά πάσα πιθανότητα, θα προσφύγουν οι καταδικασμένοι».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 18 Οκτωβρίου 2020