Του Στυλιανού Δ. Κατρανίδη
Πρύτανη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, καθηγητή
Η κατάθεση νομοσχεδίου για τη δημιουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, παρά το παραμένον σε ισχύ Άρθρο 16 του Συντάγματος, προκαλεί σε ολόκληρη την πανεπιστημιακή κοινότητα βαθιά ανησυχία. Η σχεδιαζόμενη νομοτεχνική παράκαμψη της συνταγματικής απαγόρευσης γίνεται μέσα σε κλίμα πόλωσης, με τα Πανεπιστήμια κλειστά, χωρίς ειλικρινή και εμπεριστατωμένο διάλογο με την Πανεπιστημιακή Κοινότητα.
Προσωπικά πιστεύω σθεναρά ότι η δημιουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων δε θα απειλήσει την ποιότητα των σπουδών, ούτε τη θέση που έχει το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο στην ελληνική κοινωνία. Στην αισιοδοξία αυτή, συνηγορούν δύο γεγονότα:
Πρώτον, η ευρωπαϊκή εμπειρία καταδεικνύει πως το εγχείρημα της δημιουργίας ιδιωτικών Πανεπιστημίων έχει κατά κανόνα αποτύχει. Αυτά, πλην εξαιρέσεων, αποτελούν πλέον Ιδρύματα δεύτερης κατηγορίας, μικρής ακαδημαϊκής αξίας και περιορισμένης επιστημονικής εμβέλειας και κύρους.
Δεύτερον, η επίκληση του επιτυχημένου Βορειοαμερικανικού παραδείγματος, προς υπεράσπιση αυτού που στην χώρα μας αποκαλείται μη κερδοσκοπικό αλλά στην ουσία είναι απολύτως κερδοσκοπικό - ιδιωτικό πανεπιστήμιο, δεν αποτελεί -για όσους γνωρίζουν- σοβαρό επιχείρημα. Πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό και Πανεπιστήμια αυτής της κλάσης δεν έχουν λόγο να έρθουν και δεν θα έρθουν να δημιουργήσουν παραρτήματα στη χώρα μας.
Η έλευση περιορισμένου ακαδημαϊκού διαμετρήματος Ιδρυμάτων θα απορροφήσει τη ζήτηση για ανάλογου επιπέδου Ιδρύματα της ευρύτερης περιοχής μας και θα αποτελέσει διέξοδο για υποψηφίους που δεν επιτυγχάνουν τις βάσεις Τμημάτων υψηλής ζήτησης και Τμημάτων κατά κύριο λόγο ευρισκομένων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Η πληρωμή διδάκτρων θα αντισταθμίζει τις χαμηλές βαθμολογικές επιδόσεις, διασφαλίζοντας την είσοδο σε σχολές υψηλής ζήτησης και την παραμονή στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η διαφορά ωστόσο επιπέδου και ποιότητας σπουδών με αυτές των ήδη υφισταμένων δημοσίων Πανεπιστημίων θα παραμένει και ως εκ τούτου το επιχείρημα για βελτίωση του επιπέδου σπουδών στην Ανώτατη εκπαίδευση γενικά, καταπίπτει.
Επιπλέον, οι συνέπειες στα Πανεπιστήμια της περιφέρειας, στην αγορά εργασίας και μάλιστα σε ιδιαίτερα κορεσμένα επαγγέλματα, αλλά και στην κοινωνική κινητικότητα θα είναι όχι απλώς υπαρκτές, αλλά και αισθητές.
Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε για βελτίωση του πλαισίου λειτουργίας του Δημοσίου Πανεπιστημίου απέχει πολύ από το να καλύπτει τις άμεσες ανάγκες βελτίωσης και εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, ενώ διακατέχεται από μια λογική υπερρύθμισης και ασφυκτικού ελέγχου των δημόσιων ΑΕΙ.
Την ίδια στιγμή το προτεινόμενο πλαίσιο για τη λειτουργία των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων είναι εξαιρετικά λιτό με μόλις 27 άρθρα, αποτελεί ένα σύνολο γενικών διατυπώσεων, που παραπέμπει σχεδόν για όλα τα κρίσιμα θέματα στους Κανονισμούς των Μητρικών Ιδρυμάτων.
Η ύπαρξη ενός τόσο γενικού πλαισίου σε συνδυασμό με το υπερρυθμιστικό υπόδειγμα που προωθεί, ο ίδιος νόμος, για το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, δημιουργεί συνθήκες ακραίου αθέμιτου ανταγωνισμού.
Στη σημερινή -πιθανότατα μη αναστρέψιμη- εξέλιξη δημιουργίας Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, οφείλει να αξιοποιήσει τη συγκυρία που έχει δημιουργηθεί και να διεκδικήσει ισονομία και ανάλογη μεταχείριση.
Να απαιτήσει ευρεία εφαρμογή του εν πολλοίς ανύπαρκτου Αυτοδιοίκητου σε όλους τους τομείς, ισχυρούς θεσμούς αξιολόγησής του και υποχρέωση για καθορισμό και επίτευξη εκ των προτέρων συμφωνηθέντων με την εποπτεύουσα αρχή προγραμματικών στόχων.
* Το παρόν άρθρο αποτελεί περίληψη της εισήγησής μου στην Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Μακεδονίας που πραγματοποιήθηκε στις 16/02/2024
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 18.02.2024