Τιμοκαταλόγους με ανατιμήσεις συνεχίζουν να στέλνουν στο λιανεμπόριο εταιρείες, εγχώριες και πολυεθνικές, κι αυτό το δικαιολογούν είτε διότι, βιομηχανία και λιανεμπόριο έχουν απορροφήσει το προηγούμενο διάστημα μέρος της αύξησης του κόστους παραγωγής και λειτουργίας ώστε να μην υπάρξουν μεγαλύτερες απώλειες στη ζήτηση καθώς και ότι υπάρχουν ακόμα αποθέματα πρώτων υλών που είχαν προμηθευτεί σε υψηλές τιμές. Επιπλέον, κάποιες επιχειρήσεις προγραμματίζουν την τιμολογιακή τους πολιτική από την αρχή κάθε έτους και στην συνέχεια αποφεύγουν τις αλλαγές. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την νομοθεσία, έως την 30ή Ιουνίου 2023 απαγορεύεται η αποκόμιση μεικτού κέρδους, από πώληση οποιουδήποτε προϊόντος ή την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας που είναι απαραίτητη για την υγεία, τη διατροφή, τη διαβίωση, τη μετακίνηση και την ασφάλεια του καταναλωτή, καθώς και από την πώληση γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, ιδίως πρώτων υλών για παραγωγή λιπασμάτων, ζωοτροφών, ωμών δημητριακών, παντός είδους, αλεύρων, ηλιάνθου και φυτικών ελαίων, όταν το περιθώριο μεικτού κέρδους ανά μονάδα υπερβαίνει το αντίστοιχο περιθώριο μεικτού κέρδους ανά μονάδα προ της 1ης Σεπτεμβρίου 2021.
Από την πλευρά της η ελληνική βιομηχανία τροφίμων και ποτών συνεχίζει να εκφράζει την ανησυχία της για τις γενικότερες συνθήκες οι οποίες δεν ευνοούν την άμεση αποκλιμάκωση στις τιμές τροφίμων. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, Ιωάννης Γιώτης στην ετήσια συνέλευση του ΣΕΒΤ «οι γεωπολιτικές αναταράξεις δυστυχώς έχουν παγιωθεί, ενώ η ενεργειακή κρίση και οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν να αφήνουν το αποτύπωμά τους σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα και στους καταναλωτές. Παρά την όποια ομαλοποίηση στη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας οι αρνητικές επιπτώσεις από τις εν λόγω κρίσεις δεν είναι εύκολο να αντιστραφούν άμεσα».
Με δεδομένη, σύμφωνα με τον κ. Γιώτη, τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών που αναπόφευκτα επηρεάζει τη συμπεριφορά τους, οι επιχειρήσεις του κλάδου βρίσκονται αντιμέτωπες με ζητήματα βιωσιμότητας και την φετινή χρονιά. Σε αυτά, σύμφωνα με τον ίδιο, περιλαμβάνονται τα αυξημένα κόστη σε ενέργεια και πρώτες ύλες, τα εμπόδια και οι καθυστερήσεις στην απορρόφηση χρηματοδοτικών εργαλείων, η περιορισμένη απορρόφηση πόρων για έρευνα και ανάπτυξης και η δυσκολία εύρεσης εργατικού δυναμικού.
«Η βιομηχανία μας ζητά από την πολιτεία έμπρακτη αναγνώριση της σημασίας του κλάδου και προτεραιοποίηση των αναγκών των επιχειρήσεων μπροστά στα αυξημένα κόστη. Επίσης, θα θέλαμε να υπάρξει ενδυνάμωση των συνεργασιών όλων των φορέων σε όλα τα επίπεδα. Θέλουμε την πολιτεία να είναι αρωγός και όχι απέναντι μας» τόνισε ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ.
Πάντως, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν επηρεάσει τις συνήθειες των καταναλωτών ενώ ξεκάθαρη είναι η τάση για εξοικονόμηση χρημάτων για τις αγορές βασικών αγαθών και υπηρεσιών και δευτερευόντως διαχείρισης χρημάτων. Συγκεκριμένα, έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) την εβδομάδα 6-10 Μαΐου 2023 σε δείγμα 1.000 καταναλωτών έδειξε ότι το 75% (έναντι 71% τον Ιανουάριο) του κοινού δηλώνει ότι έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης όπως είναι η εστίαση, οι διακοπές, τα ταξίδια κ.α. Το 49% (έναντι 50% τον Ιανουάριο) του κοινού δηλώνει ότι έχει αναβάλει εργασίες συντήρησης και επισκευής, π.χ. στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο. Το 54% (έναντι 55% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου. Ποσοστό 27% του κοινού (έναντι 24% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει χρήματα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει τις αγορές του. Το 32% (έναντι 29% τον Ιανουάριο) έχει αναβάλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεων του. Το 17% (έναντι 11% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει αυξήσει τον χρόνο εργασίας ή έχει βρει δεύτερη εργασία προκειμένου να αυξήσει το εισόδημα του. Το 49% (έναντι 40% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει αλλάξει μάρκα-επωνυμία προϊόντος.
Στην ίδια έρευνα αποτυπώνεται το πόσο έντονη είναι η στροφή του αγοραστικού κοινού στην εξοικονόμηση χρημάτων. Συνολικά τον τελευταίο χρόνο από τον Ιούλιο και μετά, η χρηματική δαπάνη αποτελεί το βασικό κριτήριο, αλλά ειδικά στις τελευταίες μετρήσεις η ένταση είναι εντυπωσιακή. Ενώ τα προηγούμενα χρόνια το ποσοστό του αγοραστικού κοινού που αγόραζε βασικό κριτήριο τα χρήματα κινούταν περί το 30% και σε ίδια επίπεδα με τα ποιοτικά κριτήρια, σήμερα το ποσοστό αυτό ξεπερνάει το 60%. Επίσης, 1 στους 2 καταναλωτές δηλώνει ότι δεν κάνει διακοπές το 2023, ενώ 1 στους 3 δηλώνει ότι θα κάνει μεν διακοπές, αλλά πιο περιορισμένες. Τέλος, 6 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι οι δαπάνες τους φέτος θα είναι μειωμένες σε σχέση με πέρυσι, ενώ 4 στους 10 ότι θα είναι μειωμένη άνω του 50%.