ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Τ. Τζήκας στη «ΜτΚ»: Θα ήταν σαν να μεταφερόταν ο Λευκός Πύργος

Σοφία Χριστοφορίδου24 Ιανουαρίου 2021

Αν μεταφερόταν η Έκθεση εκτός κέντρου θα ήταν σαν να μεταφερόταν ο Λευκός Πύργος αλλού, υποστηρίζει ο πρόεδρος της ΔΕΘ-Helexpo Τάσος Τζήκας. Δηλώνει αιφνιδιασμένος από τις αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν εσχάτως, καθώς δεν είχαν κατατεθεί στη διαδικασία της διαβούλευσης.

Ο κ. Τζήκας υπεραμύνεται του σχεδίου ανάπλασης στην υπάρχουσα θέση, που όπως λέει τεκμηριώνεται αποκλειστικά τεχνικοοικονομικούς όρους, και θεωρεί ότι αυτή η επιλογή είναι προς όφελος τόσο της ΔΕΘ όσο και της οικονομίας της πόλης και κυρίως των κατοίκων της και της κοινωνίας ευρύτερα.

Ποιοι είναι οι βασικοί λόγοι που σας οδήγησαν στην επιλογή της ανάπλασης της ΔΕΘ στην υπάρχουσα θέση και όχι στη μετεγκατάσταση;

Καταρχάς θέλω να πω ότι την ανάπλαση του Εκθεσιακού και Συνεδριακού Κέντρου Θεσσαλονίκης τη μελετάμε από το 2012. Με βάση λοιπόν τη μελέτη που πραγματοποιήσαμε τότε, μέσα βέβαια από μία διαγωνιστική διαδικασία, προέκυψε ξεκάθαρα ως μόνη βιώσιμη λύση αυτή της ανάπλασης. Θέλω συνοπτικά να θυμίσω τους βασικούς λόγους για τους οποίους προκρίθηκε η ανάπλαση στο κέντρο της πόλης σε σχέση με την μετεγκατάστασή της δυτικά.

Ο πρώτος ήταν οικονομικός. Η μετεγκατάσταση, με βάση τη μελέτη, θα στοίχιζε, μαζί με τα απαραίτητα έργα υποδομής, πάνω από 500 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή τέσσερις φορές περισσότερο από την ανάπλαση στο κέντρο.

Ο δεύτερος ήταν η αναστροφή της διεθνούς τάσης για τη δημιουργία μεγάλων εκθεσιακών κέντρων στις περιφέρειες των πόλεων. Τα γεγονότα πια είναι πιο σύνθετα, πιο συνδυαστικά και δεν υπάρχει λόγος για φαραωνικά εκθεσιακά κέντρα. Τρανταχτό τέτοιο παράδειγμα είναι η Έκθεση της Ρώμης. Μετακινήθηκε εκτός του κέντρου της ιταλικής πρωτεύουσας, πτώχευσε δύο φορές και τώρα, σύμφωνα με τον πρόεδρό της, Pietro Piccinetti, ψάχνει τρόπο να επιστρέψει, πράγμα βέβαια πολύ δύσκολο.

Ο τρίτος λόγος είναι η αλληλεπίδραση της ΔΕΘ με τη Θεσσαλονίκη ως τουριστική οντότητα. Ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι οι εκθέσεις και τα συνέδρια επηρεάζουν σημαντικά την οικονομία της Θεσσαλονίκης και αντίστοιχα η ελκυστικότητά της ως προορισμού έχει σοβαρό αντίκτυπο στην επισκεψιμότητα των γεγονότων μας.

Επομένως η λύση της ανάπλασης είναι μονόδρομος για το καλό και της Θεσσαλονίκης, αλλά και της ΔΕΘ.

Πού βρίσκεται σήμερα το σχέδιο ανάπλασης της ΔΕΘ; Ποια τα επόμενα ορόσημα και πόσο εφικτό είναι να έχουμε έτοιμο ένα νέο εκθεσιακό κέντρο το 2026;

Το σχέδιο της ανάπλασης έχει μπει στις ράγες και προχωρά κανονικά, παρά την πανδημία. Στα τέλη Σεπτεμβρίου προκηρύχθηκε ο διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, σύμφωνα με τις αρχές της UNESCO για τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και με την έγκριση της Διεθνούς Ένωσης Αρχιτεκτόνων, με σκοπό τον σχεδιασμό ενός φιλικού προς το περιβάλλον και υπερσύγχρονου, εμβληματικού, Εκθεσιακού και Συνεδριακού Κέντρου με τα υψηλότερα πρότυπα, σε συνδυασμό με ένα αστικό πάρκο πρασίνου για χρήση από τους πολίτες. Μάλιστα, ο Διεθνής αυτός Αρχιτεκτονικός Διαγωνισμός κατάφερε από την πρώτη στιγμή να προσελκύσει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς υποβλήθηκαν συνολικά 116 αιτήσεις από 33 χώρες -συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας- και 5 ηπείρους.

Στη δεύτερη φάση του διαγωνισμού πέρασαν 15 από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά γραφεία όλου του κόσμου, από 17 χώρες, και στις 7 ομάδες συμμετέχουν 9 ελληνικά τεχνικά γραφεία ή μεμονωμένοι αρχιτέκτονες.

Το επόμενο στάδιο στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό είναι να υποβάλουν οι 15 αυτές ομάδες τις προτάσεις τους μέχρι τον ερχόμενο Μάιο, ενώ η επιλογή του πρώτου βραβείου από την Διεθνή Κριτική Επιτροπή θα γίνει τον Ιούνιο του 2021. Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι η Κριτική Επιτροπή του Διεθνούς Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού απαρτίζεται από διεθνώς καταξιωμένους επαγγελματίες στους τομείς της αρχιτεκτονικής, της αρχιτεκτονικής τοπίου και του αστικού σχεδιασμού και έχει πρόεδρο τον Ισπανό, Joan Busquets, αρχιτέκτονα, πολεοδόμο, καθηγητή του Χάρβαρντ, τον άνθρωπο που αναμόρφωσε τη Βαρκελώνη για να υποδεχθεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992.

Είμαστε εντός χρονοδιαγράμματος, ώστε οι κατασκευαστικές εργασίες να ξεκινήσουν το 2023 και, αν δεν συμβεί κάτι απρόοπτο, να έχουν ολοκληρωθεί το 2026, οπότε συμπληρώνονται 100 χρόνια από την πρώτη ΔΕΘ. Θα είναι μια ευτυχής συγκυρία να γιορτάσουμε τη σημαντική αυτή επέτειο σε ένα νέο, σύγχρονο Εκθεσιακό και Συνεδριακό Κέντρο.

Σας αιφνιδίασε η κίνηση των επτά δημάρχων της δυτικής Θεσσαλονίκης; Κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης που προηγήθηκε είχαν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους για την ανάπλαση του υπάρχοντος εκθεσιακού κέντρου; Γιατί πιστεύετε ότι εκδηλώθηκε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή αυτή η κίνηση;

Η αλήθεια είναι ότι η κίνηση αυτή μάς αιφνιδίασε. Και αυτό γιατί το σχέδιο ανάπλασης της ΔΕΘ ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονου σχεδιασμού, διαβούλευσης και ζύμωσης με τις εκάστοτε κυβερνήσεις και με την κοινωνία από το 2012 και έπειτα. Μάλιστα, θυμίζω την τρίμηνη, εντατική διαβούλευση, από τον Μάρτιο έως τον Μάιο του 2019, κατά τη διάρκεια της οποίας πολλές από τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν εντάχθηκαν στο τελικό σχέδιο. Τότε δεν υπήρξαν τέτοιες αντιδράσεις ή αντιρρήσεις, παρόλο που δόθηκε η δυνατότητα συμμετοχής στη διαβούλευση και έκφρασης τυχόν προβληματισμών.

Κατανοώ την αγωνία των δημάρχων της δυτικής Θεσσαλονίκης να διεκδικήσουν έργα και υποδομές που θα αναβαθμίσουν μια περιοχή που τις τελευταίες δεκαετίες βιώνει διαρκή υποβάθμιση, η οποία έχει επιταθεί από την πολυετή κρίση. Δεν λύνεται όμως αυτό το χρόνιο και σύνθετο πρόβλημα, κατά την εκτίμησή μου, με τη μεταφορά της Έκθεσης στη Σίνδο. Αν το κάνουμε αυτό αφενός μεν θα καταστρέψουμε την Έκθεση, αφετέρου δε θα επιβαρύνουμε την Πολιτεία με ένα τεράστιο κόστος που η απόσβεσή του δεν θα γίνει ποτέ. Αυτό μας λένε τόσο οι μελέτες όσο και οι ειδικοί από την διεθνή αγορά. Είδατε, για παράδειγμα ότι την προηγούμενη εβδομάδα ο δήμος Λαγκαδά διεκδικεί με ανακοίνωσή του και αυτός την Έκθεση. Και πιθανόν σύντομα να εκφράσουν το ενδιαφέρον τους και δήμαρχοι της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Αν ανοίξει πάλι αυτή η συζήτηση, δεν θα αποφασίσουμε ποτέ.

Αυτό που μπορώ να πω είναι πως το παραμικρό πισωγύρισμα σε ένα κεφάλαιο που έχει ήδη κλείσει θα μεταφραστεί σε απαξίωση τόσο για τη ΔΕΘ όσο και για τις προοπτικές της Θεσσαλονίκης.

Οι αυτοδιοικητικοί που ζητούν τη μεταφορά της Έκθεσης, προσβλέπουν στα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης. Το ίδιο και η διοίκηση της ΔΕΘ-Helexpo για τη συγχρηματοδότηση του σχεδίου ανάπλασης. Τι πλεονεκτήματα έχει το δικό σας σχέδιο που το καθιστά πιο εφικτό; Γιατί θεωρείτε το σενάριο της μεταφοράς εκτός κέντρου μη βιώσιμο;

Αρχικά θέλω να επισημάνω πως η ΔΕΘ είναι ταυτισμένη διαχρονικά με την πόλη και δη το κέντρο της. Στη συνείδηση μας η μεταφορά της θα ήταν σαν να μεταφέρεται ένα ιστορικό τοπόσημο, σαν να μεταφερόταν ο Λευκός Πύργος αλλού. Κατανοώ την αγωνία των δημάρχων της δυτικής Θεσσαλονίκης να διεκδικήσουν έργα και υποδομές που θα αναβαθμίσουν μια περιοχή που τις τελευταίες δεκαετίες βιώνει διαρκή υποβάθμιση, η οποία έχει επιταθεί από την πολυετή κρίση. Δεν λύνεται όμως αυτό το χρόνιο και σύνθετο πρόβλημα, κατά την εκτίμησή μου, με τη μεταφορά της Έκθεσης στη Σίνδο. Αν το κάνουμε αυτό αφενός μεν θα καταστρέψουμε την Έκθεση, αφετέρου δε θα επιβαρύνουμε την Πολιτεία με ένα τεράστιο κόστος που η απόσβεσή του δεν θα γίνει ποτέ.

Οι μελέτες που διενεργήσαμε έδειξαν ότι με αποκλειστικά τεχνικοοικονομικούς όρους, η παραμονή της ΔΕΘ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και η ανάπλαση του υφιστάμενου εκθεσιακού κέντρου είναι η μόνη βιώσιμη λύση όχι μόνο για τον εθνικό εκθεσιακό φορέα, αλλά και για την ίδια την πόλη. Πέρα από το υψηλότερο κόστος, όπως προανέφερα, ένα από τα βασικά μειονεκτήματα της πρότασης της μετεγκατάστασης είναι η έλλειψη υποδομών, μεταφορικών και άλλων, όπως φιλοξενίας, που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν το εκθεσιακό έργο ενός νέου εκθεσιακού κέντρου.

Έχουμε την σπάνια ευκαιρία να αλλάξουμε το πρόσωπο του κέντρου της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της μεγαλύτερης αστικής ανάπλασης που γίνεται αυτή τη στιγμή διεθνώς και δεν πρέπει να τη χάσουμε. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η ΔΕΘ θα συνεχίσει να αποτελεί τον οικονομικό πνεύμονα της Θεσσαλονίκης.

Η συζήτηση για το μέλλον της ΔΕΘ κρατάει πάνω από δύο δεκαετίες και στο μεταξύ η έκθεση συνεχίζει να στεγάζεται σε χώρους που μόνο σύγχρονες υποδομές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Τι συνέπειες είχε αυτό στο brand της ΔΕΘ και τι φοβάστε ότι μπορεί να συμβεί αν συνεχιστεί για καιρό αυτή η συζήτηση;

Έχουμε καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια και ειδικότερα από το 2013 που έγινε η συγχώνευση. Με σημείο εκκίνησης τη συγχώνευση των δύο εταιρειών, ΔΕΘ και Helexpo, πετύχαμε την οικονομική σταθερότητα του φορέα και τον εμπλουτισμό του εκθεσιακού και θεματικού χαρτοφυλακίου του, με αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια -εκτός του διαστήματος της πανδημίας- ο οργανισμός να έχει μπει σε μια κερδοφόρα περίοδο, που αντικατοπτρίζεται τόσο στα οικονομικά αποτελέσματα όσο και στην επισκεψιμότητα των διοργανώσεων. Μάλιστα, η επισκεψιμότητα για το σύνολο των εκθέσεών μας ετησίως υπερβαίνει το 1 εκατ. άτομα από τις 500.000 που ήταν το 2010. Όλα αυτά τα καταφέραμε σε ένα υπέργηρο και ενεργοβόρο εκθεσιακό κέντρο, με το οποίο όμως δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε το επόμενο βήμα, να πετύχουμε τον επόμενο στόχο μας, που είναι η καθιέρωση της Θεσσαλονίκης ως το εκθεσιακό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Χρειαζόμαστε νέες, σύγχρονες, βιοκλιματικές, εκθεσιακές εγκαταστάσεις που θα μας βοηθήσουν σε αυτό τον στόχο μας. Είναι προφανές ότι, αν χρειαστεί να συνεχίσουμε για άλλα τόσα χρόνια τη συζήτηση για το τι θα γίνει με τη ΔΕΘ, το brand της θα απαξιωθεί και θα καλύψει το κενό μία άλλη ανταγωνίστρια πόλη των Βαλκανίων.

Υπάρχει λύση win-win; Για την πόλη που χρειάζεται επειγόντως πράσινο, για τη δυτική Θεσσαλονίκη που χρειάζεται επειγόντως μία μεγάλη αναπτυξιακή ευκαιρία, και για τη ΔΕΘ που χρειάζεται επειγόντως ένα νέο εκθεσιακό κέντρο;

Δεν είμαστε σε πόλεμο και δεν είναι καιρός για νέα διχαστικά διλήμματα που θα πολώσουν την πόλη και θα οδηγήσουν σε μεγάλη καθυστέρηση. Εξάλλου κανείς δεν έχει το μονοπώλιο της ευαισθησίας. Προσωπικά, είμαι πρώτα κάτοικος αυτής της πόλης και μετά πρόεδρος της ΔΕΘ. Είμαι το ίδιο ευαίσθητος για το μέλλον της Θεσσαλονίκης με όλους αυτούς τους αξιόλογους επιστήμονες και δημάρχους που έχουν υπογράψει κείμενα για τη μετεγκατάσταση. Εξάλλου αρκετοί είναι φίλοι μου. Επιτρέψτε μου όμως να πω ότι η προσέγγισή τους είναι μονοδιάστατη: στηρίζεται κυρίως σε μία αναπτυξιακή αγωνία και έναν τοπικό «πατριωτισμό» και δεν παίρνει υπόψη της τον βασικότερο παράγοντα στη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, που είναι η επιβίωση και η ανάπτυξη της ΔΕΘ.

Επαναλαμβάνω ότι από την πρώτη στιγμή που καταλήξαμε στην επιλογή της ανάπλασης, με βάση τα στοιχεία της μελέτης του 2012, αποφασίσαμε ότι η λύση θα πρέπει να είναι win-win-win. Δηλαδή να είναι προς όφελος τόσο της ΔΕΘ όσο και της οικονομίας της πόλης και κυρίως των κατοίκων της και της κοινωνίας ευρύτερα.

Και αυτό το πετύχαμε, νομίζω, με την απόφασή μας:

Πρώτον, να διαθέσουμε το 50% περίπου των 165 στρεμμάτων της σημερινής έκτασης για ελεύθερη χρήση από την πόλη, συμπεριλαμβανομένου και ενός αστικού πάρκου 60 στρεμμάτων στο νότιο τμήμα.

Δεύτερον, να είναι όλες οι νέες κατασκευές βιοκλιματικές, σύμφωνα με τα σύγχρονα αρχιτεκτονικά και ενεργειακά δεδομένα και σε μια απόλυτα πράσινη κατεύθυνση και

τρίτον, να οργανώσουμε έναν απόλυτα διαφανή, διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, υπό την αιγίδα της UNESCO και της UIA, που τελικά κινητοποίησε τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά γραφεία στον κόσμο, τα οποία διαγωνίζονται ήδη για να δώσουν την καλύτερη αρχιτεκτονική πολεοδομικά και οικολογικά λύση για τη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα, που θα δημιουργήσει προοπτική για τους κατοίκους της και κυρίως τους νέους της.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24 Ιανουαρίου 2021
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.