Η νύφη του Βορρά έχει αποτελέσει πολλές φορές θέμα συζήτησης για αναπτυξιακά σχέδια, για την θέση της Βαλκάνια αλλά και την σημασία της στην ευρύτερη περιοχή. Ακόμα μια συζήτηση για την πόλη εξελίχθηκε χθες το απόγευμα στην αποθήκη Γ’ του λιμανιού και αυτή την φορά αφορούσε απλά… την ίδια την πόλη. Ιστορία, τέχνη, πολιτική, κουλτούρα, άνθρωποι και πολιτισμός. Όλα αυτά που εμπεριέχει η Θεσσαλονίκη αναπτύχθηκαν χθες στους «Διαλόγους» που διοργάνωσε το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε μια αίθουσα γεμάτη από κόσμο.
Για τη Θεσσαλονίκη μίλησαν ο καθηγητής Ιστορίας και συγγραφέας Μαρκ Μαζάουερ, ο τέως δήμαρχος Θεσσαλονίκης και πρόεδρος του Μουσείου Ολοκαυτώματος Γιάννης Μπουτάρης, ο διευθυντής Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης, η επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, Μαρία Καβάλα, ο ηθοποιός Ιεροκλής Μιχαηλίδης και η project manager του OK!Thess Γεωργία Τσιαμαντά, ενώ συντόνιζε η Άννα Μπουσδούκου.
Γιατί είναι μοναδική
Έχοντας «διευθύνει» την πόλη για 8,5 χρόνια, ο Γιάννης Μπουτάρης είπε πως η Θεσσαλονίκη έχει τρία περιουσιακά στοιχεία ανυπέρβλητα: ο πολιτισμός της, τα πανεπιστήμια της, τα γεωργικά προϊόντα της ευρύτερης περιοχής.
«Καταρχήν θεωρώ ότι χαρακτηριστικό πλεόνασμα της είναι οι χιλιάδες φοιτητές που ζουν στο παλιό κέντρο της πόλης. Η πανεπιστημιούπολη είναι ένα τεράστιο κάμπους που βρίσκεις παρόμοιο στην Αμερική. Οι φοιτητές είναι ένας πληθυσμός που ξέφυγε από την επίβλεψη τον γονέων και διασκεδάζει στην πόλη» ανέφερε ο τέως δήμαρχος. Ανάμεσα σε αυτά που την χαρακτηρίζουν ως μοναδική, σύμφωνα με τον Γιάννη Μπουτάρη, είναι επίσης ότι μπορείς να την περπατήσεις όλη με τα πόδια αλλά και η πρώτη θέση που έχει ως πόλη με τα περισσότερα ερασιτεχνικά συγκροτήματα στην Ελλάδα.
Ως μύθος χαρακτήρισε τον τίτλο της ερωτικής πόλης και εξήγησε: «Μερικοί λένε ότι τότε που ήταν στα πάνω της η ΔΕΘ και ερχόντουσαν από παντού για αυτή, τότε «στραβοπατούσαν» κάποιοι κύριοι και κύριες. Άλλοι λένε πως στον παγκόσμιο πόλεμο, υπήρχαν στην πόλη πάνω από 20.000 εκδιδόμενες γυναίκες. Και οι στρατιώτες έκαναν την δουλειά τους και οι γυναίκες έκαναν την δικιά τους. Δεν είναι ντροπή» είπε για τον μύθο. Ως πλεονέκτημα της ανέφερε ότι οι κάτοικοι της πόλης δεν νιώθουν Θεσσαλονικείς. «Η Θεσσαλονίκη το 1960 έμεινε με 400 χιλιάδες κατοίκους. Από που ήρθαν όλοι αυτοί σήμερα; Οι σημερινοί κάτοικοι αισθάνονται Θεσσαλονικείς. Αν πεις σε έναν ταξιτζή πάνε με στο Γενί Τζαμί θα σε ρωτήσει πως πάμε εκεί».
«Πρώτα από όλα είναι η θάλασσα. Αυτό το παραλιακό μέτωπο που δεν το συναντάμε σε πολλές πόλεις. Μεγάλωσα στο Ηράκλειο και ξέρω τι ρόλο παίζει στην ψυχοσύνθεση ενός νέου να βγαίνει και να μην συναντάει βουνά. Εκπνέει αισιοδοξία» τόνισε ως μοναδικό χαρακτηριστικό της Θεσσαλονίκης, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης. Επίσης εστίασε στα ίχνη των πολλών πολιτισμών που υπήρχαν στο πέρασμα του χρόνου αλλά και στους φοιτητές «που δίνουν μια διαφορετική ενέργεια στην πόλη».
Η πόλη των εκπλήξεων και όχι των φαντασμάτων (όπως είναι ο τίτλος του βιβλίου του), χαρακτήρισε ο Μαρκ Μαζάουερ τη Θεσσαλονίκη. «Είναι η μοναδική αληθινή πόλη στην Ελλάδα. Οι πόλεις που έχουν μια συνέχεια ζωής από το παρελθόν είναι σπάνιες. Η Θεσσαλονίκη το έχει αυτό. Η Αθήνα για πολλά χρόνια ήταν μια κωμόπολη ενώ η Θεσσαλονίκη πάντα αποτελούσε μια πόλη» ανέφερε ο συγγραφέας.
Ο γνωστός Θεσσαλονικιός ηθοποιός, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, μίλησε για την γενέτειρα του με λόγια του Διονύση Σαββόπουλου. «Αγαπάμε τη Θεσσαλονίκη, κυρίως για τους Έλληνες» είπε χαρακτηριστικά, ταυτίζοντας την πόλη με την Κωνσταντινούπολη λόγω της μορφής της. «Ίσως να αγαπάνε για αυτό τον λόγο οι Έλληνες την πόλη αυτή, επειδή μοιάζει με την Κωνσταντινούπολη. Αλλά από την άλλη δεν νομίζω γιατί και οι ξένοι επισκέπτες που έρχονται την αγαπούν». Ταυτόχρονα κρύβει μια πολυπολιτισμικότητα αλλά και έναν χαρακτήρα επαρχίας, σύμφωνα με τον ηθοποιό. «Πρέπει να αποφύγουμε τον δεύτερο χαρακτήρα της, αλλά ίσως αυτή η σύγκρουση μας κάνει πιο γοητευτικούς».
«Η Θεσσαλονίκη είναι μια cool πόλη», είπε από την πλευρά της η Μαρία Καβάλα. «Για τους νέους θα έλεγα πως μετακινούνται εύκολα με λίγα χρήματα, υπάρχουν πολλά συγκροτήματα, νιώθουν ασφάλεια και θέλουν να γνωρίσουν την πόλη. Στους μεγαλύτερους θα έλεγα ότι είναι η πρωτεύουσα των προσφύγων, η Ιερουσαλήμ της Ευρώπης, η οθωμανική και ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη με εγγύτητα στη θάλασσα, με τα φωτεινά και σκοτεινά σημεία της» σημείωσε η καθηγήτρια.
«Κυρίως έχει να κάνει με τον χαρακτήρα της πόλης, πως βιώνει ένας νέος άνθρωπος κάθε γωνιά» ανέφερε για την μοναδικότητα της Θεσσαλονίκης, η Γεωργία Τσιαμαντά.
Η ιστορία της
Οι ομιλητές της εκδήλωσης μίλησαν εκτενέστερα και για την μεγάλη και βαθιά ιστορία της πόλης, με ιδιαίτερη αναφορά στην εβραϊκή κοινότητα που για πολλά χρόνια κυριαρχούσε κοινωνικά. «Όταν δεν ξέρεις το παρελθόν δεν μπορείς να χτίσεις το μέλλον σου» επανέλαβε για ακόμα μια φορά ο Γιάννης Μπουτάρης, τονίζοντας πως «η Θεσσαλονίκη δεν ήθελε να αντικρίσει το παρελθόν της για πολλά χρόνια, για πολλούς λόγους». Από την μεριά του, ωστόσο ο κ. Μαρκ Μαζάουερ σημείωσε ότι «νομίζω πολλά πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια και υπεύθυνος για την θετική πορεία στην ιστορική συνείδηση ήταν ο κ. Μπουτάρης».
«Η ιστορική συνείδηση» συνέχισε ο συγγραφέας «πρώτα από όλα είναι μια κουβέντα με τους συμπολίτες μας. Μπορεί ναι είναι και εσωστρεφής. Όμως για πολλά χρόνια οι ιστορικοί της χώρας αντιμετώπιζαν την εβραϊκή παρουσία σαν απειλή». Ως πρόεδρος του Μουσείου Ολοκαυτώματος ο Γιάννης Μπουτάρης τόνισε πως όραμα του είναι αυτό το μουσείο όχι να γίνει ένα εβραϊκό μουσείο, αλλά ένα μουσείο που θα μάθει την ιστορία της πόλης στους Θεσσαλονικείς. «Το μουσείο που κάνουμε δεν είναι εβραϊκό, είναι μουσείο Ολοκαυτώματος και ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και της πόλης. Θα δείξουμε ποιος ο ρόλος που έπαιξαν στην ιστορία της πόλης και γιατί την φώναζαν Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων. Επίσης, έπεσε ιδέα από τον Αντώνη Γεωργίου, επειδή ο αντισημιτισμός ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα στην Ελλάδα, να γίνει ένα παρατηρητήριο τέτοιων φαινομένων στο μουσείο και να γίνονται δράσεις μέσα από εκεί να τον πολεμήσουμε» σημείωσε ο Γιάννης Μπουτάρης, λέγοντας με τον χαρακτηριστικό τρόπο του πως «δεν θα είναι ένα μουσείο που θα κλείνεται η ψυχή σας, αν θέλετε κάτι τέτοιο να πάτε στο Άουσβιτς».
Η επίκουρη καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, Μαρία Καβάλα αναφέρθηκε σε κάποιες τομές που ήταν ιδιαίτερα σημαντικές για την πόλη. Αρχικά ανέφερε πως πάντα αποτελούσε πνευματικό κέντρο και αξιοποιούσε την αλιεία και το εμπόριο, όπως και τον πολιτισμό, ενώ πάντα επίσης παρατηρούνταν η «γέννηση» νέων κινημάτων στην πόλη. Μια από τις πρώτες τομές είναι στον 16ο αιώνα, που υπάρχει μεγάλη ακμή στην πόλη με την πρωτοκαθεδρία των Εβραίων. «Η πόλη αναπτύσσεται πάλι σε πνευματικό κέντρο και υπάρχει ανάπτυξη στον χώρο των γραμμάτων, των τεχνών και στην οικονομία» σημειώνει. Τον 19ο αιώνα, όπως ανέφερε, υπάρχει μια νέα οικονομική ανάπτυξη στην πόλη, με τον εκσυγχρονισμό της, την βιομηχανική ανάπτυξη, τις μεγάλες επιχειρήσεις με πολυεθνικό χαρακτήρα, την ανάπτυξη εμπορίου από Έλληνες και Αρμένιους αλλά και το γκρέμισμα των τοίχων. «Τον 20ο αιώνα γίνεται η πρώτη μεγάλη τομή με την ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος. Από λιμάνι της οθωμανικής αυτοκρατορίας γίνεται πόλη του μικρού ελληνικού κράτους. Το 1917 με την φωτιά άλλαξε η πόλη. Κάηκε μέσα από την φωτιά ο οθωμανικός χαρακτήρας της. Το 1922 τελειώνει αυτό που λέμε «μεγάλη ιδέα» και εκεί πια ο ερχομός των προσφύγων αλλάζει εντελώς την σύνθεση της Θεσσαλονίκης με τους 100 χιλ πρόσφυγες. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η μεγάλη τομή είναι ότι χάνεται ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης που έχει μεγάλη σημασία για την ιστορία της και η Θεσσαλονίκη γίνεται μια από τις μαρτυρικές πόλεις» είπε η καθηγήτρια.
Στην παρουσίαση της εκδήλωσης, χαρακτήρισαν τη Θεσσαλονίκη έως νέο Βερολίνο, λόγω της πολιτιστικής της διαδρομής και οντότητας. Ωστόσο, ο κ. Ανδρεαδάκης επισήμανε πως «εγώ δεν θα ήθελα να είναι ένα νέο Βερολίνο ή μια νέα Βαρκελώνη. Θα ήθελα να γίνει μια νέα Θεσσαλονίκη».
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης σημείωσε πως σε όλο τον μύθο που συνοδεύει η Θεσσαλονίκη, συνέβαλλε και η ιστορική εφημερίδα «Μακεδονία» αλλά και η «Θεσσαλονίκη», όπως και οι καλλιτέχνες και οι ποιητές της πόλης. «Πρέπει να καλλιεργήσουμε λίγο περισσότερο την σχέση μας με την μυθολογία μας» κατέληξε ο ηθοποιός.