Ως είθισται κάθε Νοέμβριο, την περασμένη εβδομάδα κατατέθηκε προς συζήτηση ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2025, οι κύριες προβλέψεις του οποίου είναι:
• Ποσοστό ανάπτυξης 2,2% για το 2024 και 2,3% για το 2025, από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη.
• Πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ το 2025 (13,5 δισ. ευρώ), 4ο υψηλότερο στην ΕΕ.
•Συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο απόλυτο μηδέν (έως 0,1%).
•Μείωση δημόσιου χρέους από 154% του ΑΕΠ το 2024 σε 147,5% το 2025 (η μεγαλύτερη στην ΕΕ).
• Πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις.
• Νέες κοινωνικές παροχές ύψους 1,1 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, ο προϋπολογισμός του ‘25 αποτυπώνει συνδυασμό δημοσιονομικής σύνεσης με μεγέθυνση του ΑΕΠ, η δε ταχεία βελτίωση των δεικτών θα επιτρέψει περαιτέρω μείωση των φόρων, προς όφελος της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Μεταξύ Ιανουαρίου και τέλους Οκτωβρίου, προέκυψε πλεόνασμα ύψους 6,1 δισ. ευρώ, όταν ο προϋπολογισμός είχε προβλέψει έλλειμμα 2,2 δισ., επειδή μειώθηκε η φοροδιαφυγή και ο Υπουργός Οικονομικών δαπάνησε 4,8 δισ. ευρώ λιγότερα από τα προϋπολογισθέντα στο δεκάμηνο. Για το σύνολο του έτους το ΥΠΟΙΚ αναμένει φορολογικά έσοδα ύψους 68 δισ. ευρώ (αντί αρχικά προβλεπόμενων 66 δισ.), ενώ το επόμενο έτος το ποσό αναμένεται να ανέλθει στα 70 δισ.. Παράλληλα, μνημονιακά δάνεια συνεχίζουν να αποπληρώνονται νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα, με άλλα 5 δισ. του πρώτου μνημονίου να πληρώνονται του χρόνου αντί του 2030.
Πέραν αυτών, προεξοφλείται αύξηση εξαγωγών και επενδύσεων (το ΠΔΕ έχει υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το 2019, με φετινό συμπληρωματικό προϋπολογισμό 400 εκατ. ευρώ) για το 2025, όπως και πτώση της ανεργίας στα προ κρίσης επίπεδα. Επίσης σε σχέση με το ‘19, το ‘25 οι δαπάνες για την υγεία θα έχουν αυξηθεί κατά 74% ενώ οι δαπάνες για την άμυνα κατά 73%. Παράλληλα, θα αυξηθούν οι δαπάνες για την προστασία του περιβάλλοντος, ώστε να εξασφαλιστεί προστασία του φυσικού μας πλούτου από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Στο επόμενο έτος η αύξηση του δείκτη πρωτογενών δαπανών θα ανέρχεται σε 3,6% (στόχος Μεσοπρόθεσμου 3,7%). Επιπλέον, η κυβέρνηση προσδοκά πως η εκταμίευση των επιχορηγήσεων και των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα ανέλθει στο 4% του ΑΕΠ το 2025 και στο 4,6% το 2026, διπλασιασμένη έναντι του 2024. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε επακόλουθη αύξηση των επενδύσεων και σε πιστωτική επέκταση, δηλαδή σε ενδυνάμωση του τρέχοντος ενάρετου κύκλου. Όπως αναφέρεται σε σχετική έκθεση της Κομισιόν, έως τις 31/8/2024 από πόρους του RRF η Ελλάδα έλαβε συνολικά 17,2 δισ. ευρώ (7,6 δισ. σε επιχορηγήσεις και 9,6 δισ. σε δάνεια). Η χώρα έχει ακόμη διαθέσιμα 18,7 δισ. ευρώ του Ταμείου, που θα εκταμιευθούν εφόσον επιτευχθούν τα υπόλοιπα 294 συμφωνημένα ορόσημα και στόχοι, πριν από την προθεσμία του 2026. Εν τέλει, το επιτελείο του ΥΠΟΙΚ εκτιμά πως το ΑΕΠ το 2025 θα έχει αυξηθεί κατά 62 δισ. ευρώ, δηλαδή +34% σε σχέση με το 2019.
Ενθαρρυντικά είναι και τα νέα από την πραγματική οικονομία: προβλέπεται νέο ρεκόρ για τα τουριστικά έσοδα, που σχεδόν άγγιξαν τα 19 δισ. ευρώ έως το Σεπτέμβριο • στο Χρηματιστήριο Αθηνών καταγράφηκε ανοδική αντίδραση μετά το χαμηλό τριμήνου • σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος Γενικός Δείκτης Κύκλου Εργασιών στη Βιομηχανία του δωδεκαμήνου Οκτωβρίου 2023-Σεπτεμβρίου 2024, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό δείκτη, παρουσίασε αύξηση 1,1%, συνεχίζοντας την ανοδική τάση του • τα επιτόκια για εταιρικά ομόλογα (κυρίως Πράσινα) κυμαίνονται μεταξύ 4%-5,5%, αν τουλάχιστον κρίνουμε από τις πρόσφατες αποδόσεις για τη Metlen και τις μεγαλύτερες τράπεζες.
Τα παραπάνω δεδομένα -σε συνδυασμό με την πτώση του Euribor κάτω από το ψυχολογικό φράγμα του 2,5%- άσκησαν άμεση θετική επίδραση: η UBS έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, κατατέθηκαν προσφορές άνω των 950 εκατ. ευρώ για το νέο 10ετες κρατικό ομόλογο (3,16% η απόδοση), και η Scope Ratings υπολογίζει πως η συνεχιζόμενη αναλογική μείωση του χρέους θα οδηγήσει σε νέα αναβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους, επ’ ωφελεία των εθνικών χρηματοδοτικων αναγκών.
Για μια ακόμη φορά λοιπόν κυκλοφορούν καλά νέα για την οικονομία, και φυσικά για μια ακόμη φορά η εικόνα είναι πιο περίπλοκη. Ο κρατικός κορβανάς εξακολουθεί να χάνει περίπου 15% του οφειλόμενου ΦΠΑ, τη στιγμή που το μέσο απολεσθέν ΦΠΑ στην ΕΕ είναι περίπου 5%. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, πολλοί από τους επενδυτές τραπεζών επικαλούνται την εκκρεμότητα των αναβαλλόμενων φόρων για να αιτιολογήσουν την απροθυμία τους να επενδύσουν στην Ελλάδα. Οι χορηγήσεις σε ιδιώτες αυξάνονται με απελπιστικά χαμηλό μηνιαίο ρυθμό (υπό του 1%), που μάλιστα τον Ιούλιο ήταν αρνητικός. Η ΕΚΤ προειδοποιεί για πιθανή ξαφνική πτώση στις διεθνείς αγορές, με βασικό αίτιο τις αμερικανικές εκλογές και τις παγκόσμιες πολιτικές εξελίξεις γενικότερα. Σε ελέγχους του, το Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε ότι παρέμεινε αδιάθετο ποσό 1,91 δισ. ευρώ από ενωσιακά και εθνικά κοινωνικά προγράμματα, πολλά από τα οποία αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση της ανεργίας. Παρά τους φαινομενικά ικανοποιητικούς ρυθμούς απορρόφησης από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι δικαιούμενοι στήριξης κρατικοί και ιδιωτικοί φορείς διαμαρτύρονται για καθυστερημένες καταβολές και για απροσδόκητες απεντάξεις έργων. Αργές εκταμιεύσεις αναφέρονται και για το ΠΔΕ, παρά τη μεταφορά πόρων. Το στελεχιακό δυναμικό των συμβούλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων είναι πλέον λιγοστό, γηρασμένο, και καλείται να υποστηρίζει ταυτόχρονα έναν τεράστιο συγκεντρωμενο όγκο πρότζεκτ από επιχείρησεις, ΟΤΑ και λοιπούς φορείς της γενικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 2023 η Ελλάδα υποβιβάστηκε στον δείκτη κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, όπου αποτιμάται η ποιότητα των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών και ο βαθμός ανεξαρτησίας του κρατικού μηχανισμού (91η σε σύνολο 214 κρατών, 70η το 2020), γεγονός που εν μέρει ερμηνεύει και τα παράπονα για τους πόρους του RRF. Δήμοι και νοσοκομεία διατηρούν τα αποθεματικά τους σε repos στην ΤτΕ, με μέρος των οποίων πραγματοποιούνται οι πρόωρες αποπληρωμές δανείων • ανεπιθύμητη δυσμενής συνέπεια είναι να μην πληρώνονται έγκαιρα οι προμηθευτές τους. Είναι μη βιώσιμη η τρέχουσα διαφορά επιτοκίων μεταξύ μεγάλων και μικρών (όσοι από τους δεύτερους θεωρούνται αξιόχρεοι χρηματοδοτούνται με επιτόκιο 8%-9%, συχνά διπλό από τους πρώτους), αφού η πρόοδος των μεν εξαρτάται και από τη συνεργασία των δε. Το 2023, το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης βρισκόταν στο 67% του ενωσιακού μ.ο., σχεδόν στασιμό σε σχέση με το 2019 (66%) • κατά το ίδιο διάστημα το αντίστοιχο επίπεδο τιμών καταναλωτή παρουσίαζε απόκλιση 21%, αλλά το 2009 μόνο 5%. Η συνεχιζόμενη χαμηλή ρευστότητα των ΜμΕ (εξαιτίας των τραπεζών, των ολιγοπωλίων και της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των πολιτών) υπονομεύει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της εθνικής οικονομίας, καθώς αυτές οι επιχειρήσεις αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία. Η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας συζητείται μονίμως, μα δραστικές λύσεις δεν προσφέρονται.
Παρά το καλλιεργούμενο κλίμα ευφορίας, η εθνική οικονομία εξακολουθεί να περπατά σε τεντωμένο σκοινί. Το νοικοκύρεμα των δημόσιων οικονομικών και διοίκησης αποφέρει ήδη καρπούς, όμως δεν αρκεί. Επιμένοντας στην πρόωρη αποπληρωμή δανείων, η κυβέρνηση ρισκάρει ανάσχεση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ λόγω έλλειψης κεφαλαίων για την πραγματική οικονομία. Οι ανεβασμένοι βιομηχανικοί και εξαγωγικοί δείκτες προκαλούν δικαιολογημένη αισιοδοξία, ωστόσο η διεύρυνση των ανισοτήτων ένεκα των αυξήσεων στα βασικά είδη και στην ενέργεια ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινωνική δυσφορία και σε επανάκαμψη του λαϊκισμού (πολύ νωπή η επανεκλογή Τραμπ), με κίνδυνο επιστροφής στον φαύλο οικονομικό κύκλο του παρελθόντος. Θα επαναλάβω ότι δεν επιτρέπεται εφησυχασμός.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24.11.2024