Μπαίνουμε μαζί με την εικαστικό Μαρία Κομπατσιάρη στο Επταπύργιο, εκεί όπου αυτό το διάστημα παρουσιάζεται η τρίπτυχη έκθεσή της «Εντός ορίων».
Η ίδια την περιγράφει στο σημείωμά της ως «ένα οδοιπορικό από το χθες στο σήμερα διαμέσου ενός βιωμένου πόνου, για την ιδέα, τα ιδανικά, στον σημερινό ιδεατό εξαγνισμό μέσα από την Τέχνη».
Σ’ αυτό η πρώτη μας στάση είναι τα κελιά της απομόνωσης. «Μπες πρώτα σε ένα άδειο να το δεις και μετά έλα να σου πω για τα υπόλοιπα», με προτρέπει. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω από κοντά αυτά τα ασφυκτικά, ανήλιαγα «κλουβιά», διαστάσεων… μικρής τουαλέτας, τα οποία άλλοτε χρησιμοποιούνταν για τον «σωφρονισμό» κυρίως πολιτικών κρατουμένων. «Αν είναι δυνατόν να μπορεί να επιβιώσει εδώ άνθρωπος…», της λέω κι εκείνη θυμάται μια φράση του Μίκη Θεοδωράκη: «Μόλις βγήκα, έξω απ’ το κελί ήταν τα χρώματα».
Από μια λωρίδα φωτός
Με ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο project η Κομπατσιάρη επιστρέφει στην ιστορία των χώρων αυτών, θέτει ερωτήματα, μιλά για τον πραγματικό εγκλεισμό, τη φυλακή, την ανελευθερία. «Αυτά τα κελιά δεν είχαν κανέναν φυσικό φωτισμό, φωτιζόταν από μια λωρίδα φωτός που έμπαινε μέσα. Μπαίνεις σ’ αυτόν τον χώρο, βιώνεις το ημίφως, την παγωνιά, τη μούχλα, βλέπεις τις, όντως, απελπιστικά μικρές διαστάσεις, την υγρασία στους τοίχους, τα ασβεστώματα, το ένα στρώμα πάνω στο άλλο, για το οποίο μπορεί να υπάρχει η δικαιολογία της απολύμανσης, αλλά εμένα δεν με πείθεις ότι ήταν ταυτόχρονα και μια κίνηση να εξαφανιστούν τα γραφόμενα, που ήταν μάλλον μια άηχη διαμαρτυρία ή και ενθαρρυντικά συνθήματα για να μπορέσει ο κρατούμενος να αντλήσει δύναμη και να πάει παρακάτω, να δημιουργήσει ένα δίχτυ ασφαλείας μέσα στην τρέλα και τον παραλογισμό», μου εξηγεί γιατί μου το ζήτησε.
Στη συνέχεια ακολουθούν οι εγκαταστάσεις που έκανε στα τέσσερα από τα επτά κελιά της απομόνωσης, τις οποίες προτείνει να βλέπει ο επισκέπτης από το παραθυράκι του φύλακα με κλειστή την πόρτα, καταφέρνοντας έτσι να προσθέσει στο συναίσθημα, που δημιουργείται από την ιστορία του Γεντί Κουλέ. «Αντιλαμβάνεται κανείς πώς λειτουργούσε η επικοινωνία των φυλακισμένων με τον έξω κόσμο. Πόσο περιορισμένη ήταν, ότι ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτη», λέει.
Στο πρώτο κελί έχει τοποθετήσει σχοινιά διαφόρων διαμετρημάτων, αλλά και σεντόνια, άλλα με κόμπους που παραπέμπουν σε απόδραση, άλλα σε αγχόνες. Έτσι, διαπραγματεύεται το θέμα της ελευθερίας και του θανάτου ταυτόχρονα. «Θέλω να πιστεύω ότι αυτό δημιουργεί συνειρμούς σχετικά με την απομάκρυνση, τη φυγή, αλλά και την απόγνωση και την αφαίρεση της ζωής», επισημαίνει.
Στο δεύτερο κελί δεσπόζει μια εγκατάσταση από ριζόχαρτο. Φύλλα του σε συρραφή δημιουργούν έναν καταρράκτη με γραφόμενα. «Είναι φτιαγμένος για να τονίσει την ανάγκη της επικοινωνίας, της εξομολόγησης, της αφήγησης, της επαφής με τον κόσμο όλων αυτών που διαμόρφωσε ο ενίοτε φυλακισμένος σε ένα τέτοιο κελί μέσα στο μυαλό του. Τον φαντάζομαι όσο μπορώ να γράφει κλεφτά ένα σημείωμα, να το εναποθέτει στον τοίχο. Έχω πυκνογράψει στα χαρτιά αυτά για να δημιουργήσω συνειρμούς ανάλογους και να διαισθανθούμε λίγο το πόσο δύσκολο πράγμα ήταν να εκφραστείς μέσα σε ένα κελί απομόνωσης. Πιστεύω ότι τις περισσότερες φορές αυτό ήταν μια νοητή διαμόρφωση του λόγου που προφύλαγε τον φυλακισμένο από την αφάνεια, τη μη ταυτότητα. Αυτό ήταν που τον κρατούσε, που του έδινε μια δυνατότητα να ορίζει το άτομό του ελεύθερα στη σκέψη, αν και μέσα στο κελί της απομόνωσης, να τον κρατάει στη ζωή και να συνεχίζει τον αγώνα», επισημαίνει η δημιουργός.
Στο τρίτο κελί βλέπουμε ένα σπίτι σε πρωτόλεια μορφή. «Δεν είναι κάτι εικαστικά ιδιαίτερο, απλώς αναγνωρίζεις ότι είναι σπίτι. Σκοπό έχει να θίξει το θέμα της ασφάλειας, το κέλυφος, το λιμάνι, το απάγκιο, τη γωνιά μας, την ταυτότητά μας, τους δικούς μας ανθρώπους. Να αισθανθείς να σου δημιουργεί το συναίσθημα της γαλήνης, της ηρεμίας, της αγάπης, του έρωτα, οτιδήποτε άπτεται στην έννοια σπίτι, οτιδήποτε έχει επενδύσει κανείς σε ένα σπίτι. Κι εκεί που θα ήθελες να είσαι ακριβώς την επόμενη στιγμή», τονίζει.
Τέλος, στο τέταρτο κελί βλέπουμε ένα χριστουγεννιάτικο δεντράκι, του οποίου τα κλαδιά έκοψε πολύ κοντά στον κορμό και σε όλα τα σημεία του δημιούργησε κρεμάστρες, εναποθέτοντας επάνω τους διάφορες κορνίζες, χάρτινες, χρυσοποίκιλτες, διαφόρων μεγεθών. «Δημιούργησα το δέντρο της μνήμης, γιατί ‘η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνο ενικού αριθμού και άκλιτου’», διαβάζει το απόσπασμα της Κικής Δημουλά που είναι κολλημένο στην πόρτα του κελιού. «Οι κορνίζες αυτές εμπεριέχουν εν δυνάμει τα πρόσωπα, τα στιγμιότυπα των ανθρώπων, που τους δίνουν ταυτότητα, που έχουν λόγο γι αυτά και μόνο να συνεχίσουν να υπάρχουν και να αγωνίζονται. Είναι πρόσωπα μη ορατά, οι κορνίζες είναι κενές, άδειες αλλά ο καθένας μέσα σε αυτά θα μπορούσε να εναποθέσει ό,τι τον καθορίζει», υπογραμμίζει η Μαρία Κομπατσιάρη.
«Αυτές τις πληγές να τις κρατήσεις…»
Αφήνοντας το πρώτο σημείο από τα τρία στα οποία αναπτύσσεται η έκθεση, με περνάει από τοίχους «λαβωμένους», όπως λέει, οι οποίοι έχουν ξυθεί (από ανθρώπινο χέρι; Από τη φθορά του χρόνου;) και φαίνονται τα διαφορετικά στρώματά τους. «Αυτές τις πληγές να τις κρατήσεις…», λέει εμφατικά κι εγώ απαθανατίζω με το κινητό.
Φτάνουμε στη δεύτερη στάση, στο αίθριο του μνημείου. Εκεί, τέσσερις ξύλινοι κύβοι μεγάλων διαστάσεων είναι κατασκευασμένοι έτσι ώστε ο ένας να μπαίνει μέσα στον άλλον. Στο βάθος τους ένα έργο της ζωγραφικό σε μουσαμά ανήκει στην ενότητα «Ιδιόλεκτα», που έχει ήδη παρουσιαστεί στο παρελθόν. Το ίδιο και οι κύβοι που παρουσιάζονται εδώ για Τρίτη φορά, αφού τους έδειξε για πρώτη φορά στο νησί Λίντο σε παράλληλη εκδήλωση της Μπιενάλε Βενετίας. Είναι η μέρα που βρέχει πολύ στη Θεσσαλονίκη, ο καιρός δεν μας επιτρέπει να σταθούμε παραπάνω εκεί κι έτσι ανεβαίνουμε τα σκαλιά που οδηγούν στην κλειστή αίθουσα, στην οποία αναπτύσσεται η τρίτη ενότητα της έκθεσης.
Το νομικό υπόβαθρο και η πολυεπίπεδη επιφάνεια
Στο κέντρο της αίθουσας όπου βασιλεύει η πολύτιμη πέτρα βλέπεις κατάχαμα πολλούς μαύρους τόμους βιβλίων νομικής ξαπλωμένους τον έναν πάνω στον άλλον, σε έναν χώρο διδασκαλίας.
Τα βιβλία συνομιλούν στο βάθος με μια πολυεπίπεδη εικαστική επιφάνεια: τα κρεμασμένα σε ένα σχοινί έργα της ίδιας που εικονίζουν τμήματα του Επταπυργίου. Με χρώματα, όπως το ανοιχτό και σκούρο λουλακί, η ώχρα τα χαρακτηρίζουν. Με υλικά όπως ο σοφάς, τα σπασμένα τούβλα, σίδερα μέσα στην τοιχοποιία. «Όταν τα φωτογράφισα αισθανόμουν αυτόν τον πόνο των τοίχων. Μου έβγαζαν κάτι πολύ δραματικό. Όταν ήρθε η ώρα να δημιουργήσω τα θυμήθηκα και τα χρησιμοποίησα ως back round και από πάνω πέρασα ένα γραφικό της εσωτερικής τοιχοποιίας, η οποία είναι συντηρημένη τώρα, αλλά μέσα της έχουν χρησιμοποιηθεί βυζαντινά στοιχεία σε δεύτερη χρήση και έχει διαρκώς κάτι απροσδόκητο όταν τη βλέπεις δεξιά και αριστερά. Παντρεύοντας αυτά τα δυο δημιούργησα μια εικαστική επιφάνεια σε πολλά επίπεδα».
Πρόκειται για δύο ενότητες που η πρώτη εμπεριέχει το νομικό υπόβαθρο, την πνευματικότητα των νόμων και του ονείρου, και η δεύτερη διακρίνεται από το στιβαρό και σίγουρο του κτίσματος.
«Πού το σκέφτηκες όλο αυτό; Πώς συνέλαβες ολόκληρη αυτή την τριπλέτα της έκφρασης και μάλιστα σε έναν τέτοιον χώρο;», τη ρωτώ με εμφανή έκφραση θαυμασμού. «Ε μη μου λες τέτοια τώρα… Ήταν απλά κάτι που δούλεψα στο μυαλό μου καιρό», απαντά σαν να μου λέει «εσύ πώς γράφεις δηλαδή…»…
Στα επόμενα σχέδια της Μαρίας Κομπατσιάρη είναι η συμμετοχή σε ομαδική έκθεση του Νομισματικού Μουσείου της Αθήνας με τυπώματα που δημιούργησε σκανάροντας μια σειρά από μετάλλια με τα πορτρέτα των ηρώων της Επανάστασης, τα οποία δημιούργησε ένας γλύπτης και χαράκτης που ήρθε στην Ελλάδα την εποχή του Όθωνα. Επίσης, θα πάρει μέρος στην Art Thessaloniki που θα πραγματοποιηθεί στις 28 Νοεμβρίου με ένα έργο πάνω στο πνεύμα της Επανάστασης.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 15 Σεπτεμβρίου.