Επιτόκια στο... Θεό, δόσεις δανείων σε «εξωγήινα» επίπεδα, επιτόκια καταθέσεων στα τάρταρα, στήριξη στους συνεπείς με ιδιαίτερη φειδώ, νέες χορηγήσεις δανείων στο μικρομεσαίο επιχειρείν με το σταγονόμετρο.
Η εβδομάδα των Παθών έχει έρθει και αρκετό καιρό για δανειολήπτες και ΜμΕ που παλεύουν να ανταπεξέλθουν από τη μία στις ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες που διαμορφώνουν οι διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων που εκτοξεύουν το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων και από την άλλη στην ακρίβεια που δε λέει να φύγει.
Εκτός όμως από την το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης των ήδη υπαρχόντων δανείων, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις φτάνουν στη… βρύση αλλά νερό δεν πίνουν, παραμένοντας για μεγάλο διάστημα αποκομμένες από δανειακά κεφάλαια. Εκτιμάται πως περί τις 800.000 επιχειρήσεις είναι πλήρως αποκομμένες από τραπεζική χρηματοδότηση.
Ο σαρωτικός εδώ και ένα χρόνο -και στις χώρες της ΕΕ- πληθωρισμός (με απλά λόγια ο ρυθμός που «τρέχει» η ακρίβεια) αναγκάζει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προχωρά συνεχώς με διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων για να τιθασεύσει το πληθωριστικό τέρας.
Ανεβάζοντας το κόστος του χρήματος (αύξηση επιτοκίων), η ΕΚΤ ελπίζει πως θα περιορίσει σε πρώτη φάση τις ανατιμήσεις, με βαρύ όμως τίμημα για τις οικονομίες που μπορεί να περιέλθουν σε υφεσιακή τροχιά.
Οι δόσεις του μαρτυρίου
Μέχρι όμως να γίνει αυτό, αν γίνει, και ενώ υπάρχουν ζωηρές αμφιβολίες για το αν η ΕΚΤ με τη συνταγή «σκοτώνει» ή βοηθάει τις οικονομίες, το αυξημένο κόστος του χρήματος μετακυλίεται ταχύτατα και στους Έλληνες δανειολήπτες, οι οποίοι υφίστανται μικρά και μεγάλα ηλεκτροσόκ.
Με βάση λοιπόν τα κρατούντα στην αγορά των στεγαστικών δανείων, που το τελικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε euribor (επιτόκιο αναφοράς) συν 2,5 ποσοστιαίες μονάδες σε κάποιες περιπτώσεις είναι και τρεις, τότε το επιτόκιο αναμένεται να διαμορφωθεί στο 6%.
Σήμερα το επιτόκιο αναφοράς με βάση το οποίο καθορίζονται οι μηνιαίες δόσεις των οφειλετών αγγίζει το 3,5% και έχει... δρόμο ακόμα να ανέβει μέχρι να απενεργοποιηθεί η πληθωριστική βόμβα. Δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο αλλά και πρόσφατα δάνεια που το μεγαλύτερο μέρος της δόσης είναι τόκοι πληρώνουν το μάρμαρο ενώ δεν γλιτώνουν ούτε δάνεια με σταθερό επιτόκιο (είτε για όλη τη διάρκεια του δανείου είτε για 5-10 χρόνια) το οποίο διαμορφώνεται κοντά στο 5%, σημειώνοντας άλμα.
Δάνειο 100.000 ευρώ διάρκειας 20 ετών είχε επιτόκιο 2,5% (euribor 3μηνου που ήταν μηδενικό συν 2,5 ποσοστιαίες μονάδες). Η μηναία δόση τον περασμένο Ιούλιο ήταν 537,77 ευρώ, πλέον θα ανέλθει στα 723,37 ευρώ, με επιτόκιο 6%. Διαφορά δηλαδή της τάξεως των 185 ευρώ το μήνα. Συνολικά τον χρόνο θα κληθεί να πληρώσει 2.272 ευρώ, κάτι που μεταφράζεται σχεδόν σε 4,5 επιπλέον δόσεις επιπλέον τον χρόνο. Για δάνειο με διάρκεια 25-30 χρόνια ενδεχομένως ο δανειολήπτης να κληθεί να καταβάλλει έως και επτά δόσεις επιπλέον ετησίως.
Οι πρώτες μειώσεις, αν όλα κυλήσουν βάσει σχεδιασμού αναμένεται να ξεκινήσουν το 2024 και συγκεκριμένα από το τέλος του α’ τριμήνου και μετά, αλλά θα είναι συγκρατημένες και σύμφωνα με τις προβλέψεις το euribor θα διαμορφωθεί κοντά στο 2,7% στα τέλη του 2024 και στο 2,5% το 2025.
Η επιβάρυνση θα είναι μικρότερη στα παλιά δάνεια όσο πλησιάζει ο χρόνος αποπληρωμής τους καθώς τα πρώτα χρόνια ενός δανείου ο οφειλέτης αποπληρώνει τόκους (οι οποίοι σημειώνουν συνεχή άλματα μετά τις διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων) και όχι κεφάλαιο.
«Σκρουτζ» στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων
Αύξηση των επιτοκίων έως και 0,50 σε όλες τις κατηγορίες νέων δανείων παρατηρήθηκε τον Ιανουάριο βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδας, σε αντίθεση με τα επιτόκια καταθέσεων, όπου οι αυξήσεις είναι έως και 0,13.
Αυτή η τάση εκτίναξε το περιθώριο μεταξύ επιτοκίων νέων δανείων και καταθέσεων στο 5,24% και στο 5,22% για τα υφιστάμενα υπόλοιπα, από 4,96% και 4,93% αντίστοιχα τον Δεκέμβριο. Οι τράπεζες δηλαδή δανείζουν πανάκριβα αλλά είναι «σφιχτές» στις καταθέσεις αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη από τη διαφορά στα επιτόκια.
Η τάση αυτή δε θα αλλάξει ριζικά το ερχόμενο διάστημα καθώς τα ευημερούντα οικονομικά των τραπεζών και η αύξηση των καταθέσεων των πολιτών διασφαλίζουν την κερδοφορία τους, συνεπώς τα πιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν λόγους να προβούν σε αυξήσεις επιτοκίων στις καταθέσεις.
Είναι αλήθεια πως τα πιστωτικά ιδρύματα από τον Ιανουάριο και μετά έχουν προχωρήσει σε ισχνές αυξήσεις επιτοκίων καταθέσεων (1-3% από… σχεδόν 0%) αλλά κατά βάση αυτές αφορούν καταθέσεις μεγάλων ποσών, από 100.000 ευρώ και πάνω και με την προϋπόθεση πως ο καταθέτης θα επιλέξει να «κλειδώσει» το ποσό για τουλάχιστον δύο χρόνια.
Η μεσοσταθμική αύξηση στα νέα δάνεια διαμορφώνεται στις 30 μονάδες βάσης και καθιστά το κόστος νέου δανεισμού αλλά και το κόστος εξυπηρέτησης για υφιστάμενα δάνεια εξαιρετικά ακριβό στη χώρα μας, επιβαρύνοντας τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς αλλά και τις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Τα στοιχεία του Ιανουαρίου δεν αποτυπώνουν πλήρως την ανοδική τάση των επιτοκίων, μετά και την τελευταία αύξηση που αποφάσισε η ΕΚΤ τον Μάρτιο, παρακολουθούν ωστόσο την πορεία του euribor 3μήνου, που με βάση τα τελευταία στοιχεία έχει αναρριχηθεί στο 2,8%. Το επιτόκιο για μικρά επιχειρηματικά δάνεια έως 250.000 ευρώ φθάνει στο 6,34% και για μεγάλα άνω του 1 εκατ. ευρώ στο 4,85%.
Πιο συγκρατημένες είναι οι αυξήσεις στα κυμαινόμενα επιτόκια για στεγαστικά δάνεια, που μεσοσταθμικά διαμορφώθηκαν τον Ιανουάριο στο 3,90% από 3,81% τον Δεκέμβριο, αλλά και στα καταναλωτικά δάνεια με συγκεκριμένη ή χωρίς συγκεκριμένη διάρκεια (αφορά πιστωτικές κάρτες και ανακυκλούμενες πιστώσεις), το επιτόκιο των οποίων διαμορφώνεται στο 11,36% (από 11,32%) και στο 14,73% (από 14,68%) αντίστοιχα, επίπεδο ωστόσο που είναι ούτως ή άλλως υψηλό σε σχέση και με τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Στα υφιστάμενα δάνεια, το μέσο επιτόκιο στα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 33 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,01%. Το αντίστοιχο επιτόκιο των καταναλωτικών και λοιπών δανείων προς ιδιώτες αυξήθηκε κατά 14 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 7,16%.
Δάνειο; Τι είναι αυτό;
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για την εξέλιξη των επιτοκίων σε ό,τι αφορά τα νέα δάνεια τον Ιανουάριο δείχνουν ότι τη μεγαλύτερη επιβάρυνση έχουν υποστεί τα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία έχουν αυξηθεί έως και 50 μονάδες βάσης, με έμφαση στα επιτόκια δανεισμού των πολύ μικρών επιχειρήσεων και συγκεκριμένα για δάνεια έως 250.000 ευρώ, που έχουν αυξηθεί στο 6,34%, αλλά και για δάνεια από 250.000 έως 1 εκατομμύριο ευρώ, που έχουν αυξηθεί στο 5,63%. Υψηλό είναι και το μέσο κόστος χρηματοδότησης των μεγάλων επιχειρήσεων, δηλαδή για δάνεια άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ, που έχει αυξηθεί στο 4,85% από 4,49% τον Δεκέμβριο, ενώ το μέσο κόστος των επαγγελματικών δανείων έχει αναρριχηθεί στο 7,20% από 7,06% τον Δεκέμβριο. Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 34 μονάδες βάσης στο 5,05%, ενώ το επιτόκιο των επαγγελματικών δανείων αυξήθηκε κατά 22 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 6,09%.
Πέρα όμως από τις αυξήσεις στο κόστος εξυπηρέτησης των δανείων, επικίνδυνη… αποστολή αποτελεί και η προσπάθεια, των μικρομεσαίων κυρίως επιχειρήσεων, να περάσουν την πόρτα των τραπεζών για να λάβουν δάνειο.
Τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων μετά την άνοδο του euribor στο 3%, ξεκινούν σήμερα από το 5% για μια υγιή μικρομεσαία επιχείρηση και κλιμακώνονται στο 8% για τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Σχεδόν τρεις στις τέσσερις αιτήσεις δανεισμού μικρομεσαίων εταιρειών απορρίπτεται λόγω αρνητικών οικονομικών μεγεθών και κακής συναλλακτικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές. Κατά κύριο λόγο τα αρνητικά μεγέθη αφορούν ζητήματα κερδοφορίας, υπερδανεισμού, χαμηλού τζίρου, μικρής ή αρνητικής λειτουργικής κερδοφορίας.
Επιπλέον, αρνητικά επιδρά και η υποχρέωση των τραπεζών να δανειοδοτούν βάσει τραπεζικών κριτηρίων, τα οποία είναι ιδιαίτερα «σφιχτά» για να μην δημιουργηθεί μία νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Η χρηματοοικονομική εικόνα της πλειοψηφίας των μικρομεσαίων -και όχι μόνον εταιρειών- είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη, με αποτέλεσμα να μην πληρούν τα βασικά τραπεζικά κριτήρια για να τύχουν χρηματοδότησης. Σε αυτή την εικόνα, συμβάλλει, ως ένα βαθμό και η τάση μερίδας επιχειρηματιών να «κρύβουν» μέρος των εσόδων ή των κερδών τους, γεγονός όμως που επηρεάζει την πιστοληπτική τους ικανότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, επιβράδυνση εμφάνισε ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα τον Φεβρουάριο, όπως και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας (τα δάνεια που δόθηκαν δηλαδή), σύμφωνα με την ΤτΕ.
Ειδικότερα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του συνόλου των καταθέσεων διαμορφώθηκε σε 2,7% από 3,2% τον προηγούμενο μήνα, ενώ για το σύνολο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε σε 2,9% από 3,5% τον Ιανουάριο.
Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας διαμορφώθηκε σε 5,5%,το Φεβρουάριο του 2023, από 6,3% τον προηγούμενο μήνα.
Oι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν κατά 1.456 εκατ. ευρώ, το Φεβρουάριο του 2023, έναντι μείωσης κατά 4.510 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα, κάτι που υποδηλώνει πως οι Έλληνες… τρώνε από τα έτοιμα. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε σε 4,8% από 5,7% τον προηγούμενο μήνα.
Η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις τον Φεβρουάριο ήταν θετική κατά 150 εκατ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 1.728 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής μειώθηκε σε 9,8% από 11,3% τον προηγούμενο μήνα. Ειδικότερα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων μειώθηκε σε 9,7% από 10,6% τον προηγούμενο μήνα. Η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησής τους ήταν αρνητική κατά 90 εκατ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 1.405 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.
H μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τους ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις ήταν αρνητική κατά 21 εκατ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 89 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησής τους διαμορφώθηκε σε -2,0%, από -1,4% τον προηγούμενο μήνα.
«Αυξήσεις επιτοκίων καταθέσεων… στο μέλλον»
«Τα επιτόκια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες για τις καταθέσεις όψεως βρίσκονται επί του παρόντος κοντά στο μέσο όρο αυτών των υπόλοιπων χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Στις χώρες της Δυτικής και της Βόρειας Ευρώπης τα επιτόκια καταθέσεων είναι πράγματι υψηλότερα, αλλά οι συνθήκες εκεί είναι αρκετά διαφορετικές. Γι’ αυτό το λόγο εξάλλου σε πολλές από αυτές, όπως στο Βέλγιο, στη Γερμανία και στην Ιρλανδία, είδαμε τα προηγούμενα χρόνια να περνούν τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ στους πελάτες των τραπεζών, κάτι το οποίο δε συνέβη στην Ελλάδα. Σε άλλες πάλι χώρες, όπως στη Σουηδία, αυτό έγινε έμμεσα, με την εφαρμογή μηνιαίων χρεώσεων για βασικές υπηρεσίες όπως το Online Banking και η χρήση απλών χρεωστικών καρτών», σημειώνει ο Θοδωρής Ράπανος, ερευνητής οικονομολόγος της Εurobank.
«Εν γένει, δεδομένου ότι η νομισματική πολιτική μεταδίδεται με μία χρονική υστέρηση, όσο αυξάνονται τα επιτόκια παρέμβασης της ΕΚΤ, τα επιτόκια των εμπορικών τραπεζών θα ακολουθήσουν. Επιπλέον, οι τραπεζικές καταθέσεις είναι προϊόντα μηδενικού ρίσκου και -ιδίως οι καταθέσεις όψεως- πολύ υψηλής ρευστότητας. Οι προθεσμιακές καταθέσεις και άλλα καταθετικά προϊόντα προσφέρουν αρκετά υψηλότερα επιτόκια. Τέλος, με σκοπό τη στήριξη των συνεπών δανειοληπτών, εφαρμόζεται ήδη ένα πρόγραμμα επιδότησης δόσεων των δανείων με δικαιούχους 30.000 νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις», καταλήγει.
Πήραν 5 δισ. ευρώ, έδωσαν... 20 εκατ. ευρώ
Με ισχυρή αύξηση των καθαρών τους κερδών, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα υπερδιπλάσια, ολοκλήρωσαν το 2022 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, σε μία χρονιά που τα επιτόκια... τσουρουφλίζουν.
Αθροιστικά, τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Εθνική, Alpha Bank, Eurobank, Πειραιώς) για το 2022 διαμορφώθηκαν σε 3,269 δισ. ευρώ. Από τόκους εκτιμάται, μετά και τις συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων, πως αποκόμισαν πάνω από 5 δισ. ευρώ στο τελευταίο τρίμηνο του 2022 ενώ για την στήριξη των συνεπών δανειοληπτών διέθεσαν περί τα 20 εκατ. ευρώ.
Βέβαια μεγάλο μέρος αυτών των κερδών δεν θα επαναληφθεί το 2023 καθώς ήταν έκτακτο αλλά εκτιμάται πως τα πιστωτικά ιδρύματα θα αναπληρώσουν τις απώλειες από τις ιλιγγιώδεις αυξήσεις στις δόσεις των δανείων και στα επιτόκια χορηγήσεων.
Μετά τις καλύτερες του αναμενόμενου επιδόσεις του 2022, οι τράπεζες θα διατηρήσουν υψηλή κερδοφορία και το 2023, με τα λειτουργικά κέρδη ως ποσοστό του ενεργητικού να ανέρχονται περίπου στο 2%, σύμφωνα τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch.
Η κερδοφορία του 2022 στηρίχθηκε στην πολύ καλή πορεία των εσόδων από τόκους, τα οποία στο σύνολο του κλάδου αυξήθηκαν κατά 5,2%, ενώ καταγράφηκε σημαντική ενίσχυση και στην πιστωτική επέκταση κατά 5,8%, που αφορούσε κατά κύριο λόγω παροχή επιχειρηματικών δανείων.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 02.04.2023