Στις 16 Μαρτίου του 2022, ο Τζο Μπάιντεν υποδέχεται διαπιστευμένους δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο. Αφού απαντά στα ερωτήματά τους για θέματα της εγχώριας αλλά και της εξωτερικής πολιτικής, κάνει μία δήλωση που έστω και συμβολικά γυρίζει το χρόνο δεκαετίες πίσω, στις ημέρες του Ψυχρού Πολέμου.
«Ο Πούτιν είναι εγκληματίας πολέμου» δηλώνει ευθαρσώς και on camera ο «πλανητάρχης», ενώ έχουν περάσει μόλις 20 ημέρες μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία.
Μετά από μεγάλη κινητοποίηση όλης της Δύσης και με τη συνδρομή ανεξάρτητων παρατηρητών, ο πλανήτης έψαξε βήμα βήμα να "δέσει" την υπόθεση. Και όπως φάνηκε μετά την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του Βλαντιμίρ Πούτιν το απόγευμα της 17ης Μαρτίου του 2023, μάλλον τα κατάφερε.
Όμως, είναι τα εγκλήματα πολέμου στο Χάρκοβο, την Μπούτσα, τη Μαριούπολη και τόσες άλλες ουκρανικές πόλεις, τα μόνα για τα οποία θα έπρεπε να δικαστεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν ή μήπως έχει χρωστούμενα από το παρελθόν;
Στις 24 Φεβρουαρίου, την πρώτη ημέρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ένας ρωσικός πύραυλος γεμάτος με βόμβες διασποράς προσγειώθηκε λίγο έξω από ένα νοσοκομείο στην ουκρανική πόλη Βούχλενταρ, σκοτώνοντας τέσσερις πολίτες και τραυματίζοντας άλλους 10. Την επόμενη, ένας παρόμοια εξοπλισμένος πύραυλος έπληξε ένα νηπιαγωγείο στην πόλη Οκτίρκα, σκοτώνοντας τρεις πολίτες, μεταξύ των οποίων ένα παιδί. Στις 28 Φεβρουαρίου, σε μία προφανή κλιμάκωση της επίθεσης, ρουκέτες έπεσαν σε μια κατοικημένη γειτονιά στο Χάρκοβο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ουκρανίας, σκοτώνοντας τουλάχιστον 11 ανθρώπους και τραυματίζοντας δεκάδες.
Τέτοιες επιθέσεις, σύμφωνα με ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων και νομικούς εμπειρογνώμονες, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την δόμηση μίας υπόθεσης για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου κατά του ίδιου του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Άλλωστε, λίγες μέρες αφότου ο Πούτιν ξεκίνησε την εισβολή του, ο Καρίμ Χαν, ο γενικός εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ICC), ανακοίνωσε την έναρξη έρευνας για «την κατάσταση στην Ουκρανία». Το γραφείο του, πρόσθεσε, είχε ήδη διαπιστώσει ότι υπήρχε «εύλογη βάση να πιστεύει» ότι εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είχαν διαπραχθεί στη χώρα από τις πρώτες ημέρες της «επανάστασής» της το 2014 και τις εισβολές στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία.
Προς το παρόν, φαίνεται απίθανο ο Πούτιν να δικαστεί σύντομα. Και ο Χαν με την ομάδα του εξετάζουν μέρα μέρα τα τεκταινόμενα, αλλά και πιθανές παραβιάσεις των διεθνών συνθηκών και από τη πλευρά των Ουκρανών. Όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίθεση στη Μπούτσα άφησε ακόμα πιο έκθετο στη δικαιοσύνη τον ίδιο τον «Τσάρο»
Μετά από χρόνια στα οποία ο Πούτιν λειτουργούσε με κάποιο βαθμό άρνησης -ή σε τομείς στους οποίους οι εισαγγελείς έχουν περιορισμένη δικαιοδοσία - ο Ρώσος πρόεδρος ηγήθηκε ανοιχτά της επίθεσης στην Ουκρανία, προκαλώντας οργή σε όλο τον κόσμο.
«Σε αντίθεση με άλλες καταστάσεις όπου μπορεί να υποστηρίξει ότι υπάρχουν δυνάμεις στο γήπεδο που κάνουν άσχημα πράγματα και οι κορυφαίοι δεν έχουν τον έλεγχο τους, αυτό εδώ δεν ισχύει» τόνισε μιλώντας στο «Politico» ο Stephen Rapp, ο οποίος υπηρέτησε ως γενικός πρέσβης των ΗΠΑ για ζητήματα εγκλημάτων πολέμου από το 2009 έως το 2015. «Πολύ λίγα έχουν συμβεί ή πρόκειται να συμβούν σ’ αυτόν τον πόλεμο που δεν αγγίζουν με αποδείξεις την ηγεσία της Ρωσίας» συμπλήρωσε.
Η Ουκρανία, φυσικά, απέχει πολύ από το να είναι το μόνο μέρος όπου ο Πούτιν έχει κάνει πόλεμο. Καθώς οι μάχες συνεχίζονται και οι νομικοί ανακριτές συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους συλλέγοντας στοιχεία, δημοσιεύματα «σκαλίζουν» το παρελθόν του ηγέτη του Κρεμλίνου, ενώ νομικοί κρατούν οτιδήποτε χρήσιμο ώστε εάν ποτέ καταφέρουν να παραπέμψουν τον Πούτιν στη Χάγη, να δικαστεί εκεί για όλα του τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Συρία και Τσετσενία
Για να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου εναντίον κάποιου που δεν εμπλέκεται άμεσα, οι εισαγγελείς πρέπει να αποδείξουν τρία πράγματα: ότι ο κατηγορούμενος είχε αποτελεσματικό έλεγχο στους υφισταμένους που διέπραξαν το έγκλημα, ότι γνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει για τα εγκλήματα που διαπράττονταν·και ότι έκανε τίποτα για να σταματήσει ή να τιμωρήσει τους άμεσα υπεύθυνους.
Όσον αφορά τον Πούτιν «το κομμάτι του αποτελεσματικού ελέγχου, που συχνά μπορεί να είναι πολύ δύσκολο, είναι εύκολο», εξηγεί ο Κέβιν Τζον Χέλερ, καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. «Έχει αποτελεσματικό έλεγχο σε όλους στο ρωσικό στρατό επειδή είναι ο αρχιστράτηγος».
«Τα πραγματικά ερωτήματα σε μια συγκεκριμένη κατάσταση είναι αν γνώριζε για τα εγκλήματα; Θα έπρεπε να γνωρίζει για τα εγκλήματα; Και αν ναι, έκανε ό,τι ήταν λογικό [για να τους σταματήσει ή να τους διώξει;» συνέχισε ο Χέλερ.
Οι νομικές ομάδες έχουν τεκμηριώσει αυτά που περιγράφουν ως προφανή εγκλήματα πολέμου από τον ρωσικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου 1999-2000 στην Τσετσενία. Τον Φεβρουάριο του 2000, ο ρωσικός στρατός βομβάρδισε το χωριό Katyr-Yurt και μία αυτοκινητοπομπή προσφύγων, σκοτώνοντας 363 άτομα και πέταξαν πολλά από τα πτώματα σε ομαδικό τάφο, σύμφωνα με έρευνα της βρετανικής εφημερίδας Observer και του Channel 4.
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περιέγραψε συστημικές «εξαφανίσεις, βασανιστήρια και συνοπτικές εκτελέσεις» που διεξήγαγαν οι ρωσικές δυνάμεις εναντίον του λαού της Τσετσενίας κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο. «Τα πτώματα πολλών από τους «εξαφανισμένους» βρέθηκαν στη συνέχεια σε ασήμαντους, αυτοσχέδιους τάφους και χωματερές σωμάτων σε ολόκληρη την Τσετσενία», ανέφερε η ομάδα σε έκθεσή της.
Πιο πρόσφατα, στον πόλεμο της Συρίας, τα ρωσικά στρατεύματα πραγματοποίησαν επτά αεροπορικές επιδρομές σε σχολεία και ιατρικές εγκαταστάσεις το 2019 και το 2020, σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία. Η οργάνωση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ρωσικές και συριακές δυνάμεις διέπραξαν «μυριάδες σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που ισοδυναμούν με εγκλήματα πολέμου».
Σε μια έκθεση του 2020, η Human Rights Watch κατέγραψε «φαινομενικά εγκλήματα πολέμου» κατά τη διάρκεια μιας 11μηνης επίθεσης το 2019 και το 2020 στην επαρχία Ιντλίμπ στη βορειοδυτική Συρία, όπου επιθέσεις σκότωσαν τουλάχιστον 1.600 αμάχους. Η έκθεσή της ανέφερε ότι ο Πούτιν, ο οποίος ως ανώτατος διοικητής των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων έφερε την ευθύνη διοίκησης, «ενημερωνόταν καθημερινά για την πρόοδο και την κατάσταση των καθηκόντων των στρατιωτικών επιχειρήσεων».
Ο Ρώσος ηγέτης όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει τις πιθανές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, αλλά ευχαρίστησε δημοσίως τον στρατό του σε μια επίσκεψη του 2020 στη Δαμασκό και «σύμφωνα με πληροφορίες απένειμε στον Ρώσο διοικητή που ηγήθηκε των επιχειρήσεων στη Συρία από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο του 2019, τον βραβείο του Ήρωα, τον υψηλότερο τιμητικό τίτλο του έθνους», ανέφερε η Human Rights Watch.
Σε οποιοδήποτε νομικό σύστημα, ωστόσο, δεν αρκεί απλώς να αποδειχθεί ότι έγινε ένα έγκλημα. Ένα δικαστήριο πρέπει επίσης να έχει δικαιοδοσία. Και όταν πρόκειται για την Τσετσενία και τη Συρία, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο «χάνει». Ο πόλεμος του Πούτιν στην Τσετσενία έλαβε χώρα πριν από την ίδρυση του δικαστηρίου τον Ιούλιο του 2002 - καθιστώντας τα εγκλήματα που έλαβαν χώρα εκεί «παραγεγραμμένα».
Όσον αφορά τη Συρία, ούτε η Μόσχα ούτε η Δαμασκός είναι μέλη του Δικαστηρίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι εισαγγελείς της δεν μπορούν να ερευνήσουν εγκλήματα σε καμία από τις δύο χώρες, εκτός εάν κάποιος από αυτούς εγγραφεί αργότερα ή αποδεχτεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, μία προοπτική απίθανη.
Γεωργία και Ντονμπάς
Δεν ισχύει το ίδιο για την εισβολή στην Γεωργία το 2008, όπου οι εισαγγελείς του ΔΔ έχουν ξεκάθαρη αρμοδιότητα. Αλλά μέχρι στιγμής, οι προσπάθειές τους και στις δύο χώρες δεν έχουν καταλήξει πουθενά.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ξεκίνησε έρευνα για τις μάχες στη Γεωργία αφού έλαβε χιλιάδες μαρτυρίες που τεκμηριώνουν εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο Μπεν Έμερσον, Βρετανός δικηγόρος που εκπροσώπησε τη Γεωργία σε ξεχωριστή υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, είπε ότι τα κέντρα κράτησης της Ρωσίας για γεωργιανούς υπηκόους «θυμίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης».
Ανέφερε την απάνθρωπη μεταχείριση, όπως ο εξαναγκασμός των κρατουμένων να θάβουν πτώματα σε ομαδικούς τάφους και τα βασανιστήρια. Το 2021, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε ότι η Ρωσία είχε εμποδίσει την επιστροφή περίπου 20.000 Γεωργιανών που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και ότι δεν είχε διερευνήσει πιθανά εγκλήματα πολέμου.
Ωστόσο, όσον αφορά την υπόθεση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, δεν υπήρξε μεγάλη πρόοδος. «Μέχρι σήμερα, δεν έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης», δήλωσε ο Ίλια Νουζόφ, επικεφαλής του γραφείου Ανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας για τη Διεθνή Ομοσπονδία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η Ουκρανία θα μπορούσε να είναι ένα σημείο καμπής. Μέχρι πρόσφατα, η παρουσία και οι έρευνες του Δικαστηρίου εκεί ήταν μηδαμινές. Ο προηγούμενος γενικός εισαγγελέας της Ουκρανίας ολοκλήρωσε μια προκαταρκτική εξέταση τον Δεκέμβριο του 2020, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπήρχε «εύλογη βάση» να πιστεύει ότι είχαν διαπραχθεί εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ωστόσο, ανέφερε μία σειρά εμποδίων, ανάμεσα στα οποία η πανδημία και η υποχρηματοδότηση για να προχωρήσει σε επίσημη έρευνα.
Αυτή η έλλειψη δράσης «μας απογοήτευσε πάρα πολύ», είπε η Ολεξάντρα Μάτβιουτσουκ, επικεφαλής του Κέντρου Πολιτικών Ελευθεριών, μίας οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων με έδρα το Κίεβο. «Τα πρώτα τρία ή τέσσερα χρόνια επικεντρωθήκαμε σε αυτή τη δουλειά… αλλά καταλάβαμε ότι τίποτα δεν άλλαξε, ότι συλλέγουμε αυτήν τη μαρτυρία σήμερα και αύριο οι άνθρωποι θα υποφέρουν ακόμα», επεσήμανε στο «Politico», προσθέτοντας ότι προσωπικά
είχε συγκεντρώσει μαρτυρίες από εκατοντάδες θύματα και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης κατά τα πρώτα χρόνια της σύγκρουσης στην περιοχή Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας. «Μου είπαν πως τους ξυλοκόπησαν, τους βίασαν, τους βασάνισαν με ρεύμα, για το πως τους έσπασαν σε ξύλινα κουτιά, πως τους έκοψαν τα δάχτυλά τους. Μια γυναίκα μου είπε πως της έβγαλαν τα μάτια με ένα κουτάλι», είπε.
Ο ολοκληρωτικός πόλεμος του Πούτιν κατά της Ουκρανίας έδωσε νέα ώθηση στις εκκλήσεις για διεθνή δικαιοσύνη.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολόντιμιρ Ζελένσκι από την πρώτη στιγμή χαρακτήρισε τον βομβαρδισμό του Χαρκόβου «στρατιωτικό έγκλημα» και ζήτησε τη σύσταση διεθνούς δικαστηρίου, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Ντμίτρο Κουλέμπα τόνισε από τον πρώτο κιόλας μήνα πως συλλέγουν στοιχεία «τα οποία θα στείλουμε αμέσως στη Χάγη». «Η ευθύνη είναι αναπόφευκτη», κατάληξε, αλλά η άποψή του αυτή μοιάζει μάλλον με ευχολόγιο.
Ο Πούτιν στο σκαμνί;
Ο Πούτιν, παρότι δύσκολα θα καθίσει στο σκαμνί της Χάγης, δεν είναι ο πρώτος εθνικός ηγέτης που θα λογοδοτούσε για τα εγκλήματά του ενώ ήταν στην εξουσία. Εθνικά δικαστήρια και ad hoc διεθνή δικαστήρια έχουν δικάσει πρώην ηγέτες όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς της Σερβίας, ο Τσαρλς Τέιλορ της Λιβερίας και ο Σαντάμ Χουσεΐν του Ιράκ.
Από τότε που το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο άρχισε να λειτουργεί το 2002, έχει εκδώσει εντάλματα για τρεις ηγέτες χωρών, τον Ομάρ αλ Μπασίρ του Σουδάν, τον Μουαμάρ Γκαντάφι και τον Λορέν Γκμπαγκμπό της Ακτής Ελεφαντοστού.
Το γεγονός πως το δικαστήριο εξέδωσε το ένταλμα, δε σημαίνει πως αυτό θα εκτελεστεί. Άλλωστε, το σύνταγμα της Ρωσίας απαγορεύει την έκδοση των πολιτών της. Όμως θα μπορούσε να κάνει τη ζωή του πιο δύσκολη.
Υπάρχουν διαφορετικές νομικές απόψεις σχετικά με το εάν οι χώρες μπορούν, ή όντως πρέπει, να συλλάβουν αρχηγούς κρατών όταν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο τους δίνει εντολή να το πράξουν. Ωστόσο, οι δυτικές χώρες - ιδιαίτερα εκείνες που έχουν υπογράψει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου - θα δέχονταν πιέσεις να συλλάβουν τον Πούτιν σε περίπτωση επίσκεψης.
«Έχουν υπογράψει και υποτίθεται ότι θα τον παραδώσουν. Εάν δεν τον συλλάβουν, καταστρατηγούν το ίδιο το Δικαστήριο», δήλωσε η Κάθριν Γκέγκουτ, αναπληρώτρια καθηγήτρια διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας κατά την οποία ο αλ Μπασίρ κυβέρνησε το Σουδάν με το ένταλμα εν ισχύ, τα ταξίδια ήταν δύσκολα. Το 2013, διέκοψε τη συμμετοχή του σε μια διήμερη Σύνοδο Κορυφής της Αφρικανικής Ένωσης στη Νιγηρία αφού ακτιβιστές εκεί υπέβαλαν μήνυση για να αναγκάσουν την κυβέρνησή τους να τον συλλάβει. Δύο χρόνια αργότερα, αναγκάστηκε να φύγει από τη Νότια Αφρική, όπου είχε πάει για να παρακολουθήσει μια άλλη σύνοδο κορυφής, καθώς οι δικαστές εξέδωσαν διάταγμα για τη σύλληψή του.
Εάν ο Πούτιν περιόριζε τα ταξίδια του σε χώρες στις οποίες θα μπορούσε να βασιστεί ότι δεν θα τον συλλάβουν, η πιο πιθανή πορεία του προς τη Χάγη είναι εάν πάψει να είναι πρόεδρος της Ρωσίας. Αυτό φαίνεται απίθανο αυτή τη στιγμή, είπε ο Μάικλ ΜακΦόλ, ο οποίος ήταν πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Ρωσία από το 2012 έως το 2014.
Το ποιες (επιπλέον) κατηγορίες θα αντιμετωπίσει ο Πούτιν αναφορικά με τη βία στην Ουκρανία, θα εξαρτηθεί από το πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος.
Η Ρωσία δεν είναι μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Η Μόσχα υπέγραψε το Καταστατικό της Ρώμης που διέπει το δικαστήριο το 2000, αλλά δεν το επικύρωσε ποτέ. Σε ένδειξη ότι μπορεί να δώσει περισσότερη σημασία στο δικαστήριο από ό,τι αφήνει, ο Πούτιν απέσυρε την υπογραφή της Ρωσίας το 2016, μια μέρα αφότου δημοσίευσε μια έκθεση που περιέγραφε τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας.
«Νομίζω ότι ο Πούτιν δεν ανησυχεί μόνο για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, ανησυχεί για ένα ρωσικό δικαστήριο, ανησυχεί για κάθε είδους δικαστήριο», δήλωσε ο Μπιλ Μπράουντερ, μακροχρόνιος κριτικός του Πούτιν και επικεφαλής της Global Magnitsky Justice Campaign, η οποία κάνει εκστρατείες για να λογοδοτήσουν Ρώσοι αξιωματούχοι για τις πράξεις τους. «Και αυτός είναι ο κύριος λόγος που πρέπει να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το τέλος της φυσικής του ζωής, γιατί καταλαβαίνει ότι αν δεν είναι πλέον στην εξουσία, οι Ρώσοι θα τον διώκουν».
Αν και η Ουκρανία δεν είναι επίσης μέλος του δικαστηρίου, έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο έδαφός της από την αρχή της επανάστασης του Μαϊντάν τον Νοέμβριο του 2013.
Η κατάσταση στην Ουκρανία, ένας πόλεμος πλήρους κλίμακας μεταξύ δύο κυρίαρχων κρατών που διεξάγεται υπό την πλήρη λάμψη της διεθνούς προσοχής, διαφέρει από τα θολά νερά στα οποία δρουν συχνά οι εισαγγελείς παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου.
Εκτός από τη σαφή ιχνηλασιμότητα της ευθύνης στη ρωσική αλυσίδα διοίκησης, εάν ο Πούτιν χρησιμοποιούσε τις ίδιες βάναυσες τακτικές που έχει αναπτύξει σε άλλες συγκρούσεις, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καθιστούσε τον εαυτό του ευάλωτο σε κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου.
Αυτά μπορεί να προκύψουν από σκόπιμες επιθέσεις κατά αμάχων ή μη στρατιωτικών αντικειμένων, καθώς και από σκόπιμες επιθέσεις κατά ανθρώπων, εγκαταστάσεων ή οχημάτων που εμπλέκονται στην ανθρωπιστική βοήθεια, με άλλα λόγια, τους αδιάκριτους βομβαρδισμούς που πραγματοποίησαν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις στην Τσετσενία και τη Συρία και τους οποίους επαναλαμβάνουν μήνες τώρα στην Ουκρανία.
Είτε ο Πούτιν αντιμετωπίσει ποτέ δίκη είτε όχι, είναι πιθανό ότι η απειλή της διεθνούς δίωξης θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα, εάν ο φόβος των συνεπειών αναγκάσει τους διοικητές να σκεφτούν δύο φορές για επιθέσεις σε πολιτικούς στόχους.
Ο στόχος πίσω από τη δημιουργία του δικαστηρίου είναι να γίνει ακριβώς αυτό, είπε ο Τοντ Μπούχαλντ, ο οποίος υπηρέτησε ως ειδικός συντονιστής στο Γραφείο Παγκόσμιας Ποινικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ μέχρι το 2017. «Η ιδέα είναι να ειδοποιήσουμε τους ανθρώπους ότι παρακολουθούνται, και ίσως να είναι λίγο πιο προσεκτικοί ώστε η συμπεριφορά τους να μην τους βάλει σε μπελάδες» εξήγησε.
Όσο για τον Πούτιν, ακόμη και ο ίδιος δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν θα αντιμετωπίσει τη δικαιοσύνη μια μέρα. «Είναι λίγο απίθανο να μπορέσουν να τον συλλάβουν» τόνισε ο Μπούχαλντ. «Αλλά έχω δει υποθέσεις που ξεκίνησαν πριν από 20 χρόνια και πρέπει να φαινόταν αδύνατο να οδηγήσουν ποτέ σε δίωξη. Όμως έγινε...» συμπληρώνει.
* Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 28.08.2022 και εμπλουτίστηκε με νέα στοιχεία στις 17.03.2023.