Μια σολομώντεια αλλά σωστή λύση που βάζει πάνω απ’ όλα το θέμα της δημόσιας ασφάλειας αποτελεί η απόφαση της κυβέρνησης να ακυρώσει τη φετινή 85η ΔΕΘ. Σολομώντεια γιατί με την ακύρωση της Εκθεσης από τη μια θα αποφευχθούν οι συγχρωτισμοί που εμπεριέχουν πολλούς κινδύνους λόγω του κορονοϊού. Από την άλλη δεν καταργείται ένα μέρος του πολιτικού κομματιού της ΔΕΘ, που σηματοδοτείται από την παρουσία του πρωθυπουργού στην Έκθεση, αλλά και από την ομιλία του, όπου όπως ανακοινώθηκε θα γίνει αλλά σε περιορισμένο ακροατήριο. Μια ομιλία μέσω της οποίας ο πρωθυπουργός θα δώσει το στίγμα της οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση για το επόμενο διάστημα.
O,τι μορφή και να πάρει τελικά η φετινή διοργάνωση η σημερινή απόφαση ήταν μια απόφαση μάλλον αναγκαστική με βάση τα τελευταία νούμερα κρουσμάτων που βαίνουν αυξανόμενα. Γιατί πως θα διασφαλίζονταν η δημόσια ασφάλεια για τους περίπου 80.000 και πλέον επισκέπτες που θα επισκέπτονταν τα περίπτερα την περίοδο της Εκθεσης; Μάλιστα η κυβέρνηση έδειξε και μια σχετική αποφασιστικότητα κλείνοντας γρήγορα ένα θέμα που άνοιξε μόλις την περασμένη Παρασκευή με τη δήλωση του Στέλιου Πέτσα ότι όλα είναι ανοικτά για τη φετινή διοργάνωση. Γιατί αν η κουβέντα σέρνονταν και πέρα από Δεκαπενταύγουστο θα ελλόχευε ο μεγάλος κίνδυνος να αρχίσει μια άγονη δημόσια διαβούλευση και πιθανότατα οι τοπικοί διαγκωνισμοί για το ποιος θα εμφανιζόταν πιο φανατικός υποστηρικτής της Εκθεσης. Το μόνο που δεν χρειάζεται η χώρα και η πόλη τώρα είναι ένας άσκοπος πόλεμος Βορρά-Νότου.
Με την απόφαση της ακύρωσης δεν σπαταλάμε τη Γερμανία ως τιμώμενη χώρα, αλλά την κρατάμε ως παρακαταθήκη για το μέλλον όταν οι συνθήκες θα είναι καλύτερες και πιο ελκυστικές για τις γερμανικές εταιρίες να είναι παρούσες στο ραντεβού του Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη.
Τέλος η απόφαση αποτελεί ένα ακόμη καμπανάκι για κάποιους που δεν καταλαβαίνουν την κρισιμότητα της περιόδου. Αλλά και μια επιπλέον δυσκολία για την τοπική οικονομία. Που περίμενε τη ΔΕΘ για να πάρει μερικές ανάσες…