Ανοιχτή αγορά ακόμα και υπό τη δαμόκλειο σπάθη αυστηρότατων περιορισμών, από τις 14 Δεκεμβρίου και έπειτα, θέλουν κυβέρνηση και επαγγελματίες, για να σωθεί ένα μικρό έστω μέρος του χριστουγεννιάτικου τζίρου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό τα e-shop για να ανταποκριθούν επαρκώς στις νέες συνθήκες. Η εξίσωση που καλούνται να λύσουν επιδημιολόγοι και οικονομικό επιτελείο είναι πολυπαραγοντική και μέχρι στιγμής… άλυτη.
Από τη μία πλευρά, οφείλει κάποιος να υπολογίσει τις οικονομικές συνέπειες μίας κλειστής αγοράς για μεγάλο διάστημα. Ειδικά για τα μαγαζιά με εποχικά είδη (π.χ. παιχνίδια), οι πωλήσεις την περίοδο των εορτών αποτελούν το 50% των εσόδων όλης της χρονιάς. Αν αυτές χαθούν, πολλές επιχειρήσεις του κλάδου θα κατεβάσουν ρολά οριστικά, αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Με την αγορά «σφραγισμένη» όλη την εορταστική περίοδο, τα κρατικά έσοδα θα καταρρεύσουν καθώς δεν θα εισπράττονται φόροι αφού δεν θα γίνονται συναλλαγές, η ύφεση θα σκαρφαλώσει σε δυσθεώρητα μεγέθη, η ανεργία θα αυξηθεί και είναι βέβαιο πως θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα στήριξης για να μην υποστεί ανεπανόρθωτο πλήγμα η κοινωνική συνοχή.
Από την άλλη όμως υπάρχουν και χειρότερα. Ένα βιαστικό άνοιγμα της οικονομίας μπορεί να αποφέρει πρόσκαιρα οφέλη βοηθώντας και την ψυχολογία των πολιτών αλλά σε δεύτερο χρόνο μία νέα έξαρση της πανδημίας, πέρα από το βαρύ κόστος σε ανθρώπινες ζωές, θα την πληρώσει και πάλι η παραγωγική δραστηριότητα με lockdown μεγαλύτερης διάρκειας το οποίο θα είχε καταστροφικές παρενέργειες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Επιπλέον, κανέναν αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη δεν απασχολεί το επίπεδο του ελλείμματος και του χρέους. Την ώρα που η COVID-19 καλπάζει, όλοι προσπαθούν να κρατήσουν όρθιες τις οικονομίες τους, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί μπαίνουν στην άκρη και τα κράτη μοιράζουν αφειδώς ρευστότητα για να στήσουν «αναχώματα» στην σαρωτική κορονοκρίση.
Καθίσταται σαφές ότι υγεία και οικονομία αποτελούν αναμφίβολα δύο έννοιες αλληλένδετες, το ένα προϋποθέτει το άλλο, ευημερούσα οικονομία χωρίς υγιείς ανθρώπους δεν μπορεί να υπάρξει. Ψευτοδιλήμματα που βάζουν σε κόντρα το ένα με το άλλο είναι παραπλανητικά και ιδιαίτερα επικίνδυνα στις σημερινές συνθήκες.
Το οικονομικό επιτελείο έχει προϋπολογίσει ότι η ύφεση στο τέταρτο και τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς θα κινηθεί στο επίπεδο του 13%-15%, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η χρονιά θα κλείσει στο -10,5%. Ωστόσο, για να επιβεβαιωθεί αυτή η… εφιαλτική εκτίμηση θα πρέπει να διασωθεί τουλάχιστον το β’ δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου. Αλλά τα δεδομένα μεταβάλλονται συνεχώς σε ένα περιβάλλον που θυμίζει κινούμενη άμμο.
Μέσα στον τελευταίο μήνα του χρόνου, όλες οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως κλάδου και κατηγορίας βιβλίων, έχουν έσοδα περίπου 30 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 18-20 δισ. καταγράφονται μετά τις 10-12 Δεκεμβρίου. Από τα νούμερα, είναι κατανοητό πως είναι ζωτικής σημασίας να λειτουργήσει με κάποιο τρόπο η αγορά για να πάρουν ανάσα οι επαγγελματίες και μην διογκωθεί υπερβολικά η ύφεση.
Η ιδιότυπη συνθήκη που έχει επιβάλλει ο κορονοϊός με την αγορά… έρμαιο των διαθέσεων του, μπορεί να «εξαφανίσει» από το επιχειρείν τον Δεκέμβριο ακόμη 6-8 δισ. ευρώ από τον συνολικό τζίρο του, με τη συνολική χασούρα της χρονιάς να φτάνει στα ιλιγγιώδη μεγέθη των 50 δισ. ευρώ!
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο κύκλος εργασιών στο λιανεμπόριο διαμορφώθηκε το διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2020 σε 12,86 δισ. ευρώ έναντι 13,62 δισ. ευρώ το διάστημα Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2019, καταγράφοντας μείωση 5,6%. Σε σύγκριση δε με το δεύτερο τρίμηνο του φετινού έτους, η αύξηση του τζίρου το τρίτο τρίμηνο του 2020 ήταν 19,8%, καθώς οι καταναλωτές προτίμησαν να πραγματοποιήσουν αγορές από τα φυσικά καταστήματα, προετοιμαζόμενοι ενδεχομένως και για το νέο lockdown.
Ειδικά τον Σεπτέμβριο του 2020 τα στοιχεία, τα οποία αφορούν μόνο τις επιχειρήσεις που έχουν υποχρέωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, δείχνουν ότι ο κύκλος εργασιών στο λιανεμπόριο διαμορφώθηκε σε 2,52 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση μόλις 0,3% σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2019. Οι κατηγορίες του λιανεμπορίου που κατέγραψαν τη μεγάλη αύξηση τον Σεπτέμβριο του 2020 σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2019, ήταν αυτές της πώλησης αυτοκινήτων (10,1%), ηλεκτρονικών υπολογιστών (32%), τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού (15,5%).
Στο δ’ τρίμηνο του 2019, ο τζίρος όλων των επιχειρήσεων προσέγγισε τα 79 δισ. ευρώ. Τον περσινό Δεκέμβριο πραγματοποιήθηκε περίπου το 40% του τζίρου ολόκληρου του τελευταίου τριμήνου του έτους. Σε απόλυτα νούμερα αυτό μεταφράζεται σε έσοδα 30 δισ. ευρώ, κάτι που καταδεικνύει πως ο Δεκέμβριος είναι μήνας - βαρόμετρο για τα ταμεία των επιχειρήσεων.
Το χονδρικό και το λιανικό εμπόριο, το οποίο μόνο μέσα στον Δεκέμβριο τζιράρουν περίπου 11 δισ. ευρώ, ενδεχομένως και περισσότερα αν λάβουμε υπόψιν και την φοροδιαφυγή.
Μία μείωση της τάξεως του 40% μέσα στον Δεκέμβριο αρκεί για να χαθούν από την αγορά πάνω από 5 δισ. ευρώ, ποσό που από μόνο του αντιστοιχεί σε περισσότερο από 3% του ΑΕΠ.
Λόγω της αβεβαιότητας, οι πολίτες συσσωρεύουν ρευστότητα και δεν ξοδεύουν, κάτι που φαίνεται από τις συνεχείς αυξήσεις των υπολοίπων στους τραπεζικούς λογαριασμούς.
Είναι ενδεικτικό ότι νέα αύξηση των καταθέσεων κατά 2,5 δισ. ευρώ καταγράφηκε τον Οκτώβριο, καθώς τα μέτρα στήριξης της οικονομίας βοηθούν στην ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) με βάση τα οποία το ύψος των καταθέσεων ανήλθε στα τέλη Οκτωβρίου στα 155,7 δισ. ευρώ από 153,1 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,7% σε ένα μόλις μήνα.
Στην ενίσχυση της αποταμίευσης συνέβαλε η συγκράτηση των δαπανών από την πλευρά των επιχειρήσεων και η μείωση της κατανάλωσης από την πλευρά των νοικοκυριών, που στρέφονται στην περικοπή εξόδων για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της ύφεσης.
Εκτιμάται πάντως πως όταν εδραιωθεί η εκτίμηση ότι το εμβόλιο θα φέρει το τέλος αυτής της… αξέχαστης περιπέτειας, θα ανοίξουν τα «σεντούκια».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 6 Δεκεμβρίου 2020