Η πρώτη βωβή έγχρωμη ταινία για μικρούς και μεγάλους έρχεται στις 12 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους της Θεσσαλονίκης και είναι δημιούργημα του γνωστού ηθοποιού Θανάση Τσαλταμπάση που υπογράφει τη σκηνοθεσία της, το σενάριό της (μαζί με τη Μαρία Κίτρα) και πρωταγωνιστεί σ’ αυτή.
Πρόκειται για τον «Τσάρλι» που ξεπηδά από το παρελθόν και προσγειώνεται στο σύγχρονο παρόν. «Αυτή η ταινία έχει έναν πολύ δικό της χαρακτήρα. Δεν ήθελα απλά να αντιγράψω κάτι όμορφο από το παρελθόν. Ήθελα να κάνω κάτι που θα προσαρμόζεται στο σήμερα, να υπάρχει δηλαδή σ’ αυτή ένας συγκερασμός του τότε και του τώρα. Γι’ αυτό υπάρχουν και διάφορα ασπρόμαυρα σημεία εκεί που χρειάζεται. Ήθελα να κάνω κάτι δικό μου βάζοντας το δικό μου στίγμα αλλά πάντα με έμπνευση από τους αυθεντικούς αυτούς καλλιτέχνες του παλιού βωβού κινηματογράφου», λέει στη «ΜτΚ» ο δημιουργός.
«Ο βωβός κινηματογράφος αφήνει πολύ χώρο στη φαντασία»
Μιλά με πάθος κι ενθουσιασμό για την ταινία αυτή, για την οποία δουλεύει ασταμάτητα εδώ και ενάμισι χρόνο. Με τον ίδιο ήρωα ασχολήθηκε και στο θεατρικό σανίδι, αλλά τώρα η κινηματογραφική αυτή εκδοχή διαφέρει, αφού, όπως λέει ο Θανάσης Τσαλταμπάσης, για το φιλμ δημιούργησε έναν καινούργιο χαρακτήρα. «Έχει αναφορές σε όλους αυτούς που ξεκίνησαν τον βωβό κινηματογράφο. Παράλληλα, είναι και ένα κλείσιμο ματιού στον θεατή για τον Τσάρλι Τσάπλιν, μια ταινία πολύ πιο βαθιά γι αυτόν, για τον ρόλο του, αλλά και για όλη την ιστορία αυτού του σινεμά, για το πώς δηλαδή οι καλλιτέχνες βρήκαν μπροστά τους ένα καινούργιο πράγμα», επισημαίνει.
Τον γοητεύουν πολλά στο βωβό σινεμά. «Αυτό που έχει είναι ένα πρωτόγνωρο πράγμα. Είναι ένα στοιχείο που ο ηθοποιός οφείλει να έχει για να ξεκινήσει και ως θεατρικός ηθοποιός, τη θεατρικότητα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ηθοποιούς όπως ο Μπάστερ Κίτον ξεκίνησαν από πολύ μικροί, έκαναν νούμερα σε βαριετέ, ήταν φτωχοί άνθρωποι που έκαναν αυτή τη δουλειά για το μεροκάματο. Προέκυπτε ως ανάγκη η οποία γινόταν μετά πάθος. Με γοητεύει η έκφραση που είχαν, η οποία μπορεί να είναι δυνατή ακόμη και χωρίς τον λόγο. Αν υπάρχει συνέπεια, κίνηση, εκφραστικότητα από τον ηθοποιό μπορείς να καταλάβεις όχι απλώς τα πάντα αλλά πολύ περισσότερα από αυτά. Ο βωβός κινηματογράφος αφήνει πολύ χώρο στη φαντασία. Αυτό με μαγεύει περισσότερο», επισημαίνει η ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Ένας πολύ αγαπησιάρης ήρωας
Στην ταινία ο Τσάρλι είναι ένας ρομαντικός περιπλανώμενος ονειροπόλος, μια ύπαρξη ευαίσθητη και τρυφερή που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Ένα μεσημέρι καθισμένος στο παγκάκι ενός πάρκου, ξεφυλλίζει μια εφημερίδα στην οποία υπάρχει ένα μήνυμα αποκλειστικά γι’ αυτόν. Εάν περάσει πέντε δοκιμασίες με επιτυχία, τότε ένας πολύ μεγάλος θησαυρός θα γίνει δικός του. Χωρίς να χάσει χρόνο, αποδέχεται την πρόκληση και από αυτό το σημείο ξεκινάνε οι περιπέτειές του. «Η ταινία έχει πολλές τρυφερές στιγμές. Ο Τσάρλι είναι ένας πολύ αγαπησιάρης ήρωας, ένας ονειροπόλος αλητάκος με την καλή έννοια. Αυτά που σου βγάζει είναι τρυφερότητα, αγάπη, συγκίνηση… Είναι όμως και ένας άνθρωπος που ναι μεν δεν έχει στον ήλιο μοίρα, αλλά θα έδινε και το τελευταίο ευρώ του, αν το χρειαζόταν ο συνάνθρωπός του, ακόμη και αν δεν τον ήξερε. Εμένα αυτό με εκφράζει πολύ», τονίζει.
Άλλωστε, έκανε αυτό το έργο για να δώσει και μια τέτοια οπτική. «Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι, ανά τους αιώνες και από την αρχή της ύπαρξής τους, έχουν τις αντίστοιχες ανάγκες, απλά αυτές εκφράζονται διαφορετικά. Θεωρώ ότι η αναλογία αυτών που είναι δοτικοί και προσφέρουν υπάρχει πάντα, άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό. Αλλά υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι… Κι εγώ θέλω να πιστεύω και να ονειρεύομαι μάλλον έναν άνθρωπο του σήμερα που θα ήθελα να είναι έτσι. Αυτή η ταινία έγινε για να επιστρέψουμε και σ’ αυτό, ότι δηλαδή δεν είναι όλη η ζωή μας το τι θα φορέσουμε και αν θα κυκλοφορήσουμε σε κάποιο καλό μαγαζί για να μας αποδεχτεί ο κόσμος. Το θέμα είναι τι κάνει καλό στην ψυχή μας και αυτό που μας δίνει μεγάλη χαρά και ζωντάνια δεν είναι το φαίνεσθαι».
Το πάντρεμα του χθες με το σήμερα
Κατά τα άλλα το κύριο κίνητρό του φτιάχνοντας την ταινία ήταν «να ψυχαγωγηθεί και να χαρεί ο κόσμος, να γελάσει, να συγκινηθεί. Από εκεί και πέρα ο σκηνοθετικός άξονας που ακολούθησα ήταν το πάντρεμα του χθες με το σήμερα. Αυτό δημιούργησε μια έμπνευση και κάποιες τεχνικές που δεν τις έχω δει κάπου. Αυτοσχεδίασα και κινήθηκα καθαρά με βάση το ένστικτό μου. Οπότε το αποτέλεσμα δεν ξέρω να το αναλύσω τεχνικά, σίγουρα όμως αγγίζει πολύ αυτό που εγώ πιστεύω και έτσι όπως φαντάζομαι ότι θα ήταν το σήμερα σε μια τέτοια ταινία».
Για εκείνον οι περισσότερες κωμωδίες έχουν πολύ έντονο το δραματικό στοιχείο. «Όταν βλέπεις τον Τσάρλι Τσάπλιν ή τον Μπάστερ Κίτον εκεί που γελάς αισθάνεσαι έναν κόμπο στο στομάχι, μετά ξαναγελάς, μετά συγκινείσαι και γελάς και πάλι. Μου αρέσει πολύ όλη αυτή η εναλλαγή και, εννοείται, ότι υπάρχει στην ταινία. Έτσι αντιλαμβάνομαι την καλή κωμωδία. Δεν μπορώ να διανοηθώ μια κωμωδία με χάχανα και αστειάκια που προκαλούν το γέλιο επί τούτου. Μου αρέσει η κωμωδία που βγαίνει από τις καταστάσεις. Συνήθως στις καλές κωμωδίες οι ήρωες έχουν μέσα τους πολύ δράμα, απλά αυτό βγαίνει με έναν τέτοιο τρόπο που σε κάνει να γελάς», υπογραμμίζει ο γνωστός ηθοποιός.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 8 Δεκεμβρίου 2019