Ανοδικά θα συνεχίσουν να κινούνται οι τιμές των ακινήτων στη Θεσσαλονίκη, ενώ όπως προέβλεψε ο πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Θεσσαλονίκης ( ΣΜΑΣΘ) αλλά και της ΟΜΑΣΕ, κ. Κώστας Τζάρος, οι τιμές στο κέντρο της πόλης, «έχουν ακόμη πολύ δρόμο μπροστά τους» και θα ξεπεράσουν τα σημερινά επίπεδα των 3.500-4.000 ευρώ/τ.μ. σε μη ανακαινισμένα επίπεδα.
Τα σημερινά επίπεδα των τιμών, που σε αρκετούς φαίνονται υψηλά, δεν είναι, επιχειρηματολόγησε ο κ. Τζάρος, λέγοντας πως τα ακίνητα , κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, δεν υποτιμήθηκαν απλώς λόγω της μειωμένης ζήτησης, αλλά επίσης αποπληθωρίστηκαν σε μία περίοδο που η ελληνική κτηματαγορά, έμοιαζε αποκομμένη από τις διεθνείς εξελίξεις στον κλάδο.
Ο πρόεδρος των μεσιτών, ο οποίος μίλησε για τις επενδύσεις στην αγορά ακινήτων, στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε η Link Συμβουλευτική στο 31ο πολυσυνέδριο Money Show, εξήγησε γιατί λοιπόν η ελληνική αγορά ακινήτων συνέχισε να αναπτύσσεται στη διάρκεια του κορονοϊού αλλά και της ενεργειακής κρίσης.
Αντίρροπα φαινόμενα στην αγορά ακινήτων
Ο κ. Τζάρος υποστήριξε ότι στην αγορά ακινήτων διαμορφώνεται ένα σύνθετο τοπίο, με αντιθετικά χαρακτηριστικά. Έτσι, όπως είπε, από τη μία πλευρά καταγράφεται αυξανόμενο ενδιαφέρον από ξένους και θεσμικούς επενδυτές και, από την άλλη, προβληματίζει η άνοδος του ενεργειακού κόστους και η αύξηση του πληθωρισμού.
Σε αυτό το ιδιόμορφο τοπίο, η αγορά συνεχίζει να αναπτύσσεται και υπάρχουν περιπτώσεις, που οι τιμές σε ορισμένα ακίνητα, στη Θεσσαλονίκη, αυξήθηκαν ως και τα 200% σε σχέση με εκείνες που ίσχυαν στο ναδίρ της κρίσης.
Ωστόσο, όπως επανειλημμένως υπογράμμισε ο κ. Τζάρος, οι εξελίξεις στην αγορά ακινήτων, δεν είναι οριζόντιες. Πάρα πολλά στη διαμόρφωση των τιμών εξαρτώνται από την κατηγορία του ακινήτου, τη θέση του, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Οι «shortάκιδες» και οι long term επενδυτές
Οι χαμηλές τιμές, μέσα στην κρίση, είχαν προσελκύσει στην ελληνική αγορά ακινήτων πολλούς ξένους, που τοποθετούνταν για να πουλήσουν σε σύντομο χρόνο, προκειμένου να αποκομίσουν κέρδη από τις υπεραξίες.
Αυτοί οι ευκαιριακοί επενδυτές, πήραν τα κέρδη τους και βγήκαν από την αγορά, για να τους ακολουθήσουν εκείνοι με τη στρατηγική της μεσοπρόθεσμης επένδυσης, οι οποίοι με τη σειρά τους φαίνεται να παραμερίζουν για τους πιο σοβαρούς επενδυτές, οι οποίοι πάνε για long term investments σε μία συγκυρία που το περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας είναι πιο ασφαλές.
Μάλιστα το ενδιαφέρον από ξένους είναι έντονο ( κυρίως Ισραηλινούς και Βαλκάνιους) καθώς «το 50% των συνομιλιών που έχουμε με ενδιαφερόμενους, γίνεται στα αγγλικά», όπως είπε ο κ. Τζάρος.
Όταν η αγορά ακινήτων άρχισε να ανακάμπτει, τα πρώτα σκιρτήματα εκδηλώθηκαν στα οικιστικά ακίνητα, ακολούθησαν τα τουριστικά και τώρα αρχίζει να αναπτύσσεται δυναμικά και η αγορά των επαγγελματικών ακινήτων, κυρίως χώροι γραφείων, αποθηκευτικοί/logistics αλλά και παραγωγικοί.
Φθηνή η Θεσσαλονίκη στα ακίνητα
Όπως επισημάνθηκε, το τοπίο της αγοράς είναι σύνθετο και υπάρχει χώρος για επενδυτές μεγάλου, μεσαίου αλλά και μικρότερου βεληνεκούς κι’ αυτό γιατί η Θεσσαλονίκη είναι φθηνή, αν συγκριθούν οι αγοραίες τιμές με τα επίπεδα των τιμών σε αντίστοιχου μεγέθους Ευρωπαϊκές πόλεις.
«Είμαστε ακόμη μία κατηγορία κάτω, από άποψη τιμών, σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Τζάρος, ο οποίος αναγνώρισε ότι το «φθηνό» για τους ξένους, δεν είναι φθηνό και για τους Έλληνες, λόγω των σχετικά χαμηλών εισοδημάτων των περισσοτέρων, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε στο όριο πρόκλησης κοινωνικού προβλήματος.
Η αγορά έχει ανακάμψει, κι' όχι για ένα μόνο λόγο. Διεθνώς έχει αποδειχθεί ότι η επένδυση στα ακίνητα, σε βάθος 20ετίας, είναι η πιο ασφαλής και πιο επικερδής επένδυση.
Πολλοί βλέπουν το ακίνητα και ως καταφύγιο σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού, ενώ υπέρ της ανάπτυξης του real estate στην Ελλάδα, συνηγορεί η άνοδος και της τουριστικής κίνησης, όπως και η ευκολότερη προσφυγή σε τραπεζικό δανεισμό αλλά και τα πολλά χρηματοδοτικά εργαλεία που υπάρχουν για τις επενδύσεις π.χ. σε επαγγελματικά ακίνητα.
Εν κατακλείδι, όπως υποστηρίχθηκε, η αγορά ακινήτων θα συνεχίσει να κινείται ανοδικά δίχως όμως αυτή η άνοδος να έχει οριζόντιο χαρακτήρα.