Από την στενωπό της ακρίβειας που δεν λέει να μας αφήσει, των συμπιεσμένων εισοδημάτων και διαρκούς αβεβαιότητας καλείται να διέλθει επιτυχώς το λιανεμπόριο της Θεσσαλονίκης με το φθινόπωρο να προμηνύεται σκληρό και… παγωμένο για τους τζίρους της αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτό, με εξαίρεση τα σχολικά είδη και γενικότερα τα προϊόντα για τα παιδιά που σχετίζονται με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, το λιανεμπόριο συνέχισε να διαγράφει χαμηλές πτήσεις Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, μετά από έναν υποτονικό Αύγουστο με τις εκτιμήσεις των επαγγελματιών να κάνουν λόγο για πτώση τζίρου πέριξ του 25% τους δύο πρώτους μήνες του φθινοπώρου.
Η μειωμένη αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών λόγω της γενικευμένης ακρίβειας αλλά και η εντεινόμενη πίεση που συνεχίζουν να υφίστανται οι επιχειρήσεις του λιανεμπορίου, τόσο εξαιτίας της χαμηλής αγοραστικής κίνησης κατά τη διάρκεια του έτους, όσο και του υψηλού ενεργειακού κόστους σφίγγουν τον κλοιό στα μικρομάγαζα, με τις αλυσίδες ασφαλώς σε πλεονεκτικότερη θέση.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις και το πολεμικό τοπίο που σκιαγραφείται φουντώνουν την ανησυχία του εμπορικού κόσμου και σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ενέργειας αλλά και της λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας καθώς μία ενδεχόμενη νέα διαταραχή στις μεταφορές που θα ανεβάσει το κόστος τους, αναμένεται να επιβαρύνει επιπλέον τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.
Το μεγάλο ψάρι καταβροχθίζει το μικρό
Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης (Τσιμισκή, Μητροπόλεως, Εγνατία), τα τελευταία χρόνια οι αλυσίδες κερδίζουν συντριπτικά το μεγαλύτερο κομμάτι μίας πίτας που μικραίνει επικίνδυνα ενώ ωφελημένα βγαίνουν και τα εμπορικά κέντρα.
Πιο συγκεκριμένα πάνω από το 80% του τζίρου έχουν κατοχυρώσει τα πολυκαταστήματα και οι αλυσίδες έναντι των τοπικών εμπόρων, με την κατάσταση να βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη για τους μικρομεσαίους και προ πανδημίας.
Η επέλαση του κορονοϊού ενέτεινε τις ήδη προϋπάρχουσες ανισότητες σε ανησυχητικό βαθμό με το μεγάλο ψάρι να… καταβροχθίζει το μικρό, ανισότητες οι οποίες έμειναν και αφού «έφυγε» η πανδημία. Η τέλεια καταιγίδα που ισοπεδώνει τους μικρομεσαίους.
Τα πολυκαταστήματα σε περιόδους κρίσεων και διαταραχών σε προσφορά και ζήτηση έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε ρευστότητα καθώς οι τράπεζες ανοίγουν ευκολότερα τις στρόφιγγες για αυτά παρά για τους εμπόρους της γειτονιάς.
Το ηλεκτρονικό εμπόριο που πλέον έγινε συνήθεια για πολλούς καταναλωτές φαίνεται πως σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί στον… γκρεμό τους μικρομεσαίους που αδυνατούν να προσαρμοστούν ομαλά σε μία εποχή με την οποία δεν μπορούν να συντονιστούν.
Από την άλλη πλευρά, οι πολυεθνικές και τα πολυκαταστήματα ανταποκρίθηκαν ταχύτατα στις νέες επιταγές των καιρών ενισχύοντας τη διαδικτυακή τους παρουσία, περιορίζοντας παράλληλα την έκταση των φυσικών τους καταστημάτων.
Πρέπει να σημειωθεί, για να έχουμε ολοκληρωμένη την εικόνα, πως και το αγοραστικό κοινό προτιμά κατά κύριο λόγο να ψωνίζει από τις μεγάλες αλυσίδες (που έχουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα να προχωρούν σε προσφορές ακολουθώντας πιο ευέλικτη τιμολογιακή πολιτική) και δευτερευόντως από τα καταστήματα της γειτονιάς.
Το Μετρό και οι αυξήσεις που σφυρίζουν στα ενοίκια
Στην πολύπλοκη εξίσωση της κλυδωνιζόμενης αγοράς μπαίνουν το Μετρό και οι σοκαριστικές αυξήσεις που ζητούν σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιοκτήτες από τους ενοικιαστές με τους μεγάλους παίκτες να ανταποκρίνονται, τους μικρούς όμως να δοκιμάζονται σκληρά.
Η ξέφρενη πορεία της κτηματαγοράς συμπαρασύρει στο διάβα της και τα ενοίκια των καταστημάτων στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, αναγκάζοντας πολλές επιχειρήσεις να μετακομίσουν ακόμα και λίγα μέτρα πιο μακριά για να πετύχουν εξοικονόμηση πολύτιμων πόρων.
Με τους ιδιοκτήτες να ζητούν σε ορισμένες περιπτώσεις απαγορευτικές αυξήσεις στα μισθώματα (ακόμα και άνω του 50% σε περιοχές κοντά σε σταθμούς μετρό), ειδικά στην Τσιμισκή, οι επιχειρηματίες ποντάροντας και στη φήμη που έχουν χτίσει στη συνείδηση των καταναλωτών, μεταφέρουν τα καταστήματά τους σε παρακείμενους δρόμους θεωρώντας πως και η σταθερή πελατεία θα τους ακολουθήσει και τα έξοδά τους θα κοπούν μαχαίρι.
Την ίδια στιγμή, η επικείμενη έλευση του Μετρό, μέχρι τον Νοέμβριο, στη Θεσσαλονίκη φέρνει νέες αυξήσεις στις ενοικιάσεις επαγγελματικών χώρων πλησίον περιοχών που θα διασχίζουν οι συρμοί, π.χ. Εγνατία η οποία «αναγεννάται», την ώρα που τα ενοίκια καίνε.
Δεν είναι τυχαίο πως ήδη στα συμβόλαια ενοικίασης που συνάπτονται μπαίνει και ρήτρα… Μετρό όταν αυτό μπει στις ράγες με άνοδο μισθωμάτων μέχρι και 50%, όπως προαναφέραμε.
Ανακατατάξεις
Επιπλέον και ενώ η κατανάλωση βαίνει μειούμενη, ειδικά σε ρούχα και παπούτσια, οι αυξημένες τιμές διασώζουν μία μερίδα επιχειρήσεων συμβάλλοντας στη διατήρηση του τζίρου σε ένα ορισμένο επίπεδο, χωρίς όμως αυτή η κατάσταση να είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
Ουσιαστική ανάσα στην αγορά θα δώσει η πραγματική και μόνιμη αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών, γεγονός που προϋποθέτει πλήρη περιορισμό των ανατιμήσεων και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
«Παράπλευρες απώλειες» στον ανελέητο πόλεμο για υψηλότερα μερίδια αγοράς υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, νέοι παίκτες θα λάβουν θέσεις στην αγορά με τους μικρούς να καλούνται να επιβιώσουν μέσα σε ναρκοπέδιο.
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Σε κάθε περίπτωση, για να βάλουμε και τους αριθμούς στο παιχνίδι, τα μηνύματα που εκπέμπει το «οικοσύστημα» του λιανεμπορίου είναι αμφίσημα με τον τζίρο να δείχνει αντοχές αν και το μάρμαρο πληρώνει κατά βάση ο κλάδος ένδυσης-υπόδησης με τους πολίτες να ρίχνουν βάρος στην κάλυψη πιο άμεσων αναγκών αν και δεν είναι όλα μαύρα…
Βάσει των πλέον πρόσφατων στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, οι δραστηριότητες που παρουσίασαν μείωση στον κύκλο εργασιών τον Ιούλιο 2024 σε σχέση με τον Ιούλιο 2023 είναι:
• Λιανικό εμπόριο υποδημάτων και δερμάτινων ειδών σε ειδικευμένα καταστήματα που σημείωσε ελεύθερη πτώση 26,1%.
• Λιανικό εμπόριο ηλεκτρικών οικιακών συσκευών σε ειδικευμένα καταστήματα, που παρουσίασε μείωση 8,6%.
Οι περιφέρειες που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση στον κύκλο εργασιών τον Ιούλιο 2024 σε σχέση με τον Ιούλιο 2023 είναι:
• Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, αύξηση 10,1%.
• Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, αύξηση 9,0%.
Στην Κεντρική Μακεδονία, στην ΠΕ Θεσσαλονίκης, ο τζίρος του λιανεμπορίου τον Ιούλιο άγγιξε τις 477,132 ευρώ (αύξηση 8,8%) σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023. Αν όμως αφαιρέσουμε οχήματα, τρόφιμα και καύσιμα, τα έσοδα διαμορφώθηκαν πέριξ των 59.834 ευρώ (αύξηση 6% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2023).
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο όγκος των πωλήσεων μειώθηκε σε: Τρόφιμα – Ποτά - Καπνό (18%), Έπιπλα - Ηλεκτρικά είδη - Οικιακό εξοπλισμό (14,7%), Πολυκαταστήματα (14,2%), Καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (7,4%), Ένδυση - Υπόδηση (1,3%) και Βιβλία – Χαρτικά - Λοιπά είδη (0,1%). Αύξηση του τζίρου καταγράφηκε σε: Φαρμακευτικά - Καλλυντικά (7%) και μεγάλα καταστήματα τροφίμων (4,3%).
Ο γενικός δείκτης όγκου (κύκλος εργασιών σε σταθερές τιμές) στο λιανικό εμπόριο παρουσίασε μείωση 2,8% τον Ιούλιο 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουλίου 2023, ενώ σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2024 σημείωσε αύξηση 1,2%. Ο εποχικά διορθωμένος γενικός δείκτης παρουσίασε μείωση 3,2% τον Ιούλιο 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2024.
Ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών (κύκλος εργασιών σε τρέχουσες τιμές) παρουσίασε μείωση 0,2% τον Ιούλιο 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουλίου 2023, ενώ σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2024 σημείωσε μείωση 1,8%. Ο εποχικά διορθωμένος γενικός δείκτης παρουσίασε μείωση 2,4% τον Ιούλιο 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2024.
Σημάδια ανάκαμψης για τον τζίρο
Βέβαια ο λιανεμπορικός κόσμος το παλεύει σκληρά εν μέσω θυέλλης.
Στο πλαίσιο αυτό, νέα άνοδο της τάξης του 6,6% σημείωσε ο τζίρος των επιχειρήσεων στο λιανεμπόριο τον Ιούλιο, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Ειδικότερα, για τις επιχειρήσεις του τομέα λιανικού εμπορίου με υποχρέωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε μηνιαία βάση, ο κύκλος εργασιών τον Ιούλιο 2024 ανήλθε σε 4,25 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 6,6% σε σχέση με τον Ιούλιο 2023 που είχε διαμορφωθεί σε 3,99 δισ. ευρώ και αύξηση 8,9% σε σχέση με το Ιούνιο του 2024 που είχε διαμορφωθεί σε 3,91 δισ. ευρώ.
Για τις επιχειρήσεις του τομέα λιανικού εμπορίου, χωρίς τους κλάδους οχημάτων, τροφίμων και καυσίμων, με υποχρέωση τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε μηνιαία βάση, ο κύκλος εργασιών τον Ιούλιο 2024 ανήλθε σε 1,22 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 5,8% σε σχέση με τον Ιούλιο 2023 που είχε διαμορφωθεί σε 1,15 δισ. ευρώ και αύξηση 11,9% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2024 που είχε διαμορφωθεί σε 1,09 δισ. ευρώ.
Black
Friday
για… να ασπρίσουν τα ταμεία
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, ο κλάδος στρέφει το βλέμμα στο τρίτο τρίμηνο του έτους, κατά το οποίο, από τη μία πλευρά δεν έχει να «ποντάρει» στις τουριστικές αφίξεις και τις εκπτώσεις των προηγούμενων μηνών, από την άλλη ωστόσο, ελπίδες για τόνωση του τζίρου δίνουν δύο σημαντικές περίοδοι: η Black Friday και η εορταστική περίοδος του Δεκεμβρίου.
Σημαντική παράμετρος για την πορεία της αγοραστικής κίνησης, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η πλειονότητα των οποίων δραστηριοποιείται στην ένδυση και την υπόδηση, αποτελεί ο καιρός.
Ο ήπιος περσινός χειμώνας ήταν μία από τις βασικότερες αιτίες που η ένδυση και η υπόδηση είχαν χαμηλές επιδόσεις, με τους καταναλωτές, μέσα και στο γενικότερο πλαίσιο της περικοπής των δαπανών τους, να αναβάλλουν τις αγορές σε ρούχα και παπούτσια της χειμερινής σεζόν.
Στη δίνη της ανασφάλειας
Σε κάθε περίπτωση, η συρρίκνωση του διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος, η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα καθιστούν δύσκολα προβλέψιμη τη συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού το επόμενο εξάμηνο.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13.10.2024